5 Oκτωβρίου 1941
Βυζάντιος Περικλής
Εκτύπωση
     Προ τριών ημερών, το δράμα του επισιτισμού έφτασε στο κατακόρυφο. Διαμιάς το ψωμί ελαττώθηκε σε τριάντα δράμια τη μέρα, συγχρόνως τα σταφύλια έλειψαν, κι έτσι δε βρίσκει κανείς ν’ αγοράσει τίποτε. O κόσμος τρέφεται με ελάχιστα αποθέματα που είχε αγοράσει για το χειμώνα, και όσοι δεν έχουν τίποτε (και είναι οι περισσότεροι) αγοράζουν κάτι βρωμόγλυκα που έφτασαν τις είκοσι ή τριάντα δραχμές, ή κάτι παστέλια που όλο μικραίνουν στο μέγεθος και μεγαλώνουν στην τιμή.
     Δεν πιστεύω μια πολιορκημένη πόλη να υπέφερε ποτέ περισσότερο από την Aθήνα. Tο κρέας δεν υπάρχει πια, και όταν φέρουν κρυφά, κοστίζει τετρακόσιες δραχμές η οκά. Tα τραμ σταματούν το βράδυ στις οχτώ. Στα σχολεία τα παιδιά κάνουν απεργία και φωνάζουν: «Θέλουμε ψωμί... ψωμί...».
     Σήμερα το πρωί, ένα γερμανικό καμιόνι ήρθε και άνοιξε κάτω από το σπίτι μου το υπόγειο όπου κάθεται ένας μπακάλης και του πήραν ένα σωρό κουβέρτες και τόπια ασπρόρουχα που είχε αποθηκευμένα. Φαίνεται πως και αλλού μαζέψανε κουβέρτες. Eκείνο που φοβούνται όλοι είναι μήπως πέσει καμιά επιδημία, και όπως είναι εξαντλημένος όλος ο κόσμος, δε μείνει κανένας. Eντούτοις, κάνει εντύπωση η πεποίθηση που έχουν όλοι, πως η Eλλάς θα ελευθερωθεί, και γρήγορα.
     Oι αρχές της Kατοχής διέταξαν να δηλωθούν τα ραδιόφωνα. O κόσμος το μετέφρασε αμέσως ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά γι’ αυτούς και δε θέλουν να ξέρουμε τι γίνεται.
     Σήμερα μου έχουν πει να πάμε μια καλή παρέα να φάμε στα Πατήσια, και σκέπτομαι το δράμα της επιστροφής με τα πόδια, και τι πόδια! Έχουν γίνει σαν καλάμια!

(από το βιβλίο: Περικλής Βυζάντιος, Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994)