13 Νοεμβρίου 1941
Βυζάντιος Περικλής
Εκτύπωση
     Σήμερα ψωμί δε δόθηκε διόλου, χθες μας έδωσαν τριάντα δράμια, δηλαδή το ψωμί έπαψε ουσιαστικώς. Συγχρόνως, όλα τα τρόφιμα, έστω και της μαύρης αγοράς, ετελείωσαν.
     Περιμένω με ανυπομονησία να μου φέρουν πέντε οκάδες αλεύρι (ανακατεμένο με πίτουρα) προς χίλιες δραχμές η οκά. Όταν λογαριάσει κανείς τα ψηστικά, το ψωμί κοστίζει οχτακόσιες πενήντα δραχμές η οκά. Σημειωτέον ότι η «διατίμησις του άρτου» είναι... είκοσι οχτώ δραχμές η οκά στο χαρτί, γιατί δεν υπάρχει πουθενά, ούτε στην τιμή που ανέφερα προηγουμένως. Πώς ζει ο φτωχός κόσμος; αυτό αναρωτιόμαστε όλοι μας. Ο ένας κοιτάει τον άλλο φιλύποπτα, γιατί ξέρει ότι ξοδεύει πολύ περισσότερα από όσα φαίνεται να έχει. Αν πάρουμε ότι η ζωή αυξήθηκε τουλάχιστον δέκα φορές, θα έπρεπε ένας υπάλληλος που είχε πέντε χιλιάδες το μήνα να έχει σήμερα πενήντα. Εντούτοις, με όλες τις αυξήσεις, δεν έχει περισσότερο από το διπλάσιο.
     Εγώ τρώω κατ’ αρχήν το μισό από ό,τι έτρωγα (και είμαι αισιόδοξος, όταν το λέω αυτό), έπειτα δεν ξοδεύω τίποτε έκτακτο, και ρουχισμό ως επί το πλείστον έχω, γιατί μας δόθηκαν λίγο προτού μπουν οι Γερμανοί χρήματα προκαταβολικώς για ρούχα (το μόνο σωστό που έκαμε η τότε Κυβέρνηση).
     Πρέπει να πει κανείς ότι μερικοί προνοητικοί κάμανε λίγες προμήθειες τροφίμων, που αν δεν εξαντλήθηκαν ακόμη, ασφαλώς θα εξαντληθούν σε λίγες μέρες. Επίσης κάθε άνθρωπος που μένει στην πρωτεύουσα έχει συγγενείς στην επαρχία και κάτι του έστειλαν ή θα του στείλουν, ή ζει με την ελπίδα πως κάτι θα λάβει.
     Επίσης πουλάει ό,τι είχε σπίτι του, εικόνες έστω, σχολικά βιβλία, κομπολόγια, τασάκια ασημένια. Όλα αυτά έχουν υπερτιμηθεί. Σε λίγο όμως θα τελειώσουν, και το σοβαρότερο είναι ότι γρήγορα κανείς δε θα δέχεται χρήματα για να δώσει τρόφιμα· θα ζητάει είδη ρουχισμού ή πετρέλαιο ή σαπούνι.

(από το βιβλίο: Περικλής Βυζάντιος, Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994)