14 Νοεμβρίου 1941
Βυζάντιος Περικλής
Εκτύπωση
     Κοιτάω κάθε μέρα τους ανθρώπους που συναντώ στο δρόμο, είναι όλοι αλλαγμένοι και η εξάντληση είναι ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που δεν άλλαξαν, και αυτοί είναι ή οι πολύ πλούσιοι (και κατ’ εξαίρεση όχι τσιγκούνηδες) ή οι αναίσθητοι και όσοι κάνουν ύποπτα εμπόρια και μπορούν να ξοδεύουν χιλιάδες τη μέρα για να φάνε στα δυο τρία ξενοδοχεία πολυτελείας που απόμειναν στην Αθήνα.
     Σοβαρά σκέπτομαι το μέλλον της φυλής μας. Εάν, ο μη γένοιτο, εξακολουθήσει αυτή η δουλειά για καιρό και επιζήσουν μόνον αυτοί οι άνθρωποι, αλίμονο στην ελληνική ράτσα...
     Σήμερα άρχισε να κάνει κρύο· ο χειμώνας φτάνει, και μαζί μ’ αυτόν η μεγάλη δυστυχία. Θέρμανση δεν υπάρχει, φάρμακα δεν υπάρχουν, φαγητά για έναν άρρωστο είναι ακόμη δυσκολότερο να βρεθούν. Ποια τρέλα κάνει τους ανθρώπους να δημιουργούν έτσι τη δυστυχία τους; Στον άλλο πόλεμο έλεγα, και μαζί με μένα όλος ο κόσμος, πως θα έπαυαν μετά το τέλος του οι άνθρωποι να σκέπτονται κατακτήσεις, και ότι ύστερα από την τετράγωνη απόδειξη πως κανείς δε βγαίνει ωφελημένος από τον πόλεμο, θα σκέφτονταν με φρίκη μια τέτοια ανοησία. Και όμως, φαίνεται πως ο άνθρωπος είναι το κατώτερο δημιούργημα της πλάσης, γιατί σκοτώνει όχι μόνο για να ωφεληθεί, όπως τα άλλα ζώα, αλλά μόνο για να ικανοποιήσει ορισμένες φιλοδοξίες, που τις περισσότερες φορές δεν τις αναγνωρίζει καν ο ίδιος. Μέσα στα χιόνια και στις λάσπες της Ρωσίας, το άνθος δυο μεγάλων λαών σκοτώνονται μάταια, τη στιγμή που μπορούσαν θαυμάσια να κάθονται στο ζεστό σπίτι τους και να καταπιάνονται με τόσο πιο ευχάριστες και χρήσιμες ασχολίες. Κι εμείς εδώ, σαν ευνούχοι ή σαν κηφήνες, άεργοι, πεινασμένοι, περιμένουμε για διασκέδαση κανένα συναγερμό...
     Με ποινή διακοπής του ρεύματος, μας περιόρισαν το ρεύμα σε εννέα κιλοβάτ το μήνα, και είναι χειμώνας.

(από το βιβλίο: Περικλής Βυζάντιος, Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994)