19 Νοεμβρίου 1941
Βυζάντιος Περικλής
Εκτύπωση
     Είναι η ώρα δώδεκα. Γύρισα στο σπίτι μου ύστερα από λίγη κουβέντα που είχα σ’ ένα γειτονικό σπίτι. Κάθε βράδυ σχεδόν βλέπω τους ίδιους ανθρώπους και συζητάμε τα ίδια πράγματα, τον πόλεμο και τα τρόφιμα. Άθελα η κουβέντα γυρίζει στο ίδιο θέμα ή και σε ακόμη χειρότερο, στην ανύπαρκτη εσωτερική πολιτική. Είναι αδύνατο να περιγράψει κανείς τις αντιλήψεις κάθε Ρωμιού σ’ αυτό το θέμα. Όλοι γρινιάζουν, και κανένας δεν έχει να προτείνει μια λύση. Τώρα καταλαβαίνω γιατί οι υποδουλωμένοι λαοί δεν μπορούν να δημιουργήσουν τίποτε. Βλέπω στο δρόμο τα ζωγραφικότερα θέματα, και δεν έχω διόλου διάθεση να τα ζωγραφίσω, όλα τα αναβάλλω για το μακρινό αύριο. Η ζωή δεν έχει κανένα θέλγητρο. Οι συντροφιές κανονίζονται αναλόγως με τις αποστάσεις. Προ μηνός ακόμη μαζευόμαστε μια φορά τη βδομάδα μια συντροφιά πολύ ευχάριστη και τρώγαμε, συζητούσαμε για θέατρο και για τέχνη και ξεχνούσαμε, ή μάλλον θυμόμαστε πως είμαστε πνευματικοί άνθρωποι. Οι δυσκολίες της συγκοινωνίας μας διέλυσαν. Ο ένας καθότανε στα Πατήσια και ο άλλος στο Κολωνάκι, και όλα τα μεταφορικά μέσα τελείωναν στις οχτώ το βράδυ. Εξάλλου, κάθε μακρινός περίπατος, με την εξάντληση που έχουμε, απαγορεύεται. Όσο για τις χαρές του έρωτα, αυτές όσο πάνε γίνονται ιστορία και ευχάριστες αναμνήσεις. Τα λίγα χρόνια που είχαμε να ζήσουμε προτού έρθουν τα γεράματα συντομεύουν αλματωδώς, και πολύ φοβούμαι πως αν δε γίνει γρήγορα ειρήνη, το τέλος του πολέμου θα μας βρει πρόωρα γέρους ανθρώπους. Κανένας δεν εργάζεται δημιουργικά. Οι ποιητές και οι λογοτέχνες δε γράφουν παρά μόνον όσα τους επιβάλλει η επαγγελματική τους υποχρέωση. Οι μουσικοί παίζουν κάποτε στο Ραδιοφωνικό Σταθμό. Όσο για το θέατρο, αυτό εργάζεται λόγω παραδόξων περιστάσεων που το ευνοούν, αλλά και σ’ αυτό δεν πηγαίνει ο κόσμος παρά με μόνη την προϋπόθεση πως πάει για να ξεσκάσει, γι’ αυτό μόνο η διασκεδαστική του μορφή προόδευσε. Το δράμα δε γράφεται, ούτε και παίζεται, εκτός από κανένα κλασικό έργο που δίνει από καιρό σε καιρό το «Εθνικό Θέατρο». Χθες το βράδυ, με το φίλο μου τον Φωκά, πήγαμε μετά από ένα φαΐ χωρίς ψωμί στο ζαχαροπλαστείο του «Γιαννάκη», για να περάσει λίγο η ώρα. Διασκεδάσαμε με δυο τρεις γνωστούς μας, που μας ήρθαν στο τραπέζι τύφλα στο μεθύσι. Βέβαια, ορισμένοι άνθρωποι πάντοτε έπιναν· τώρα αυτοί οι ίδιοι έχουν καταντήσει αλκοολικοί. Ευτυχώς που και το κρασί κατάντησε σπάνιο είδος, γιατί ίσως όλοι μας θα είχαμε γίνει αλκοολικοί.

(από το βιβλίο: Περικλής Βυζάντιος, Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994)