27 Νοεμβρίου 1941
Βυζάντιος Περικλής
Εκτύπωση
     Χτες το πρωί ήμουν σε μια Επιτροπή για τη διανομή μαύρης σταφίδας στους άπορους σπουδαστές Καλών Τεχνών. Από την παραμονή, μια ομάδα μαθητών παρέλαβε τη σταφίδα και την έφερε σε μεγάλα σακιά· επρόκειτο να μοιραστεί στους σπουδαστές. Εγώ θα είχα την εποπτεία της διανομής. Στους διαδρόμους της Σχολής κυκλοφορούσαν εκατοντάδες σπουδαστές, απόφοιτοι, και γενικά άνθρωποι που είχαν κάποια σχέση με τη Σχολή. Μάταια τους εξηγούσαμε πως δεν υπάρχει τρόπος να δοθεί σταφίδα σε όλους και ότι αυτή ήταν ειδικώς προορισμένη για τους σπουδαστές, όλοι λέγανε πως και αυτοί έχουν δικαιώματα. Τέλος, αποφασίσαμε να δοθεί πρώτα μια ποσότητα πέντε οκάδων στους σημερινούς σπουδαστές, και αν περισσέψει, να δοθεί και στους υπόλοιπους. Αυτό διαδόθηκε, και ήρθαν ακόμη περισσότεροι να ζητήσουν. Κατά το μεσημέρι, εκεί που καθόμαστε μαζί με τους άλλους καθηγητές στο γραφείο, μπήκαν διαμιάς τρεις παλιοί φίλοι μας και εκλεκτοί ζωγράφοι, ο Τριανταφυλλίδης, ο Μηλιάδης και ο Μπουζιάνης. Είχα καιρό να τους δω, και είχαν τόσο αλλάξει που μοιάζανε με τα γεροντάκια της «Χιονάτης». Είχαν στα χέρια τους και τα μαντίλια τους ανοιχτά, για να βάλουν τη σταφίδα.
     Ντραπήκαμε να φέρουμε και την παραμικρή δυσκολία και τους δώσαμε αμέσως λίγη σταφίδα. Την έδεσαν στα μαντίλια τους κι έφυγαν βιαστικοί, όπως είχαν έρθει. Στο διάδρομο σταμάτησα τον έναν από αυτούς, παλιό μου φίλο, που τον εκτιμώ και ιδιαιτέρως ως καλλιτέχνη, και τον ρώτησα αν δεν πουλάει τίποτε έργα του, σήμερα που η ζωγραφική, λόγω της πτώσεως του νομίσματος, έχει αγοραστές.
     – Πώς, μου λέει, πουλάω.
     – Σε τι τιμές; Λογαριάζεις τον ξεπεσμό της δραχμής;
     – Α! μπα, δε λογαριάζω τίποτε. Πουλάω όπως πουλούσα και πριν, ας έχει αυξηθεί η ζωή, γιατί φοβάμαι μη χάσω τον πελάτη και τα τσιγάρα.
     – Ποια τσιγάρα;
     – Ξέρεις ότι και οι τρεις τρώμε, άθλια αλλά δωρεάν, στο συσσίτιο των καλλιτεχνών στο Μουσείο. Η μόνη χαρά που έχουμε είναι το τσιγάρο. Πουλάω λοιπόν τα έργα μου για να έχω λίγες μέρες τσιγάρα.
     Ο Τριανταφυλλίδης είναι από τους καλύτερους καλλιτέχνες μας και τα έργα του δεν πρόκειται να χαθούν ποτέ, και όμως, για μερικά πακέτα τσιγάρα ή μερικές οκάδες φασόλια, έχετε τα έργα του.
     Το κρύο σήμερα εξακολουθεί. Τα νέα φαίνονται μπερδεμένα, η μάχη μαίνεται στη Ρωσία και στη Λιβύη. Ας γίνει ό,τι θέλει, αλλά ας τελειώσει αυτή η κατάσταση. Προτιμώ χίλιες φορές και βομβαρδισμούς ακόμη, παρά αυτό το μαρτύριο ενός πεινασμένου λαού που περνάμε σήμερα.

(από το βιβλίο: Περικλής Βυζάντιος, Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994)