2 Δεκεμβρίου 1941
Βυζάντιος Περικλής
Εκτύπωση
     Σήμερα το πρωί κατέβηκα στη Σχολή Καλών Τεχνών, όλο το προσωπικό ήταν άνω κάτω.
     Το συσσίτιο των καλλιτεχνών διακόπτεται, γιατί το έδιναν από τη Φοιτητική Λέσχη, και το πρωί την κατέλαβαν κι αυτήν οι Γερμανοί. Όλοι ενήργησαν και τους παρακάλεσαν να μη διακοπεί το συσσίτιο, από όπου σιτίζονται τέσσερις χιλιάδες σπουδαστές. Αλλά σε τίποτε δεν ωφέλησαν οι παρακλήσεις. Ένας Γερμανός αξιωματικός είπε:
     – Δε μας ενδιαφέρει διόλου αν θα ζήσουν τέσσερις χιλιάδες αντιδραστικοί...
     Ώστε είναι γεγονός ότι ο Ελληνικός Λαός καταδικάστηκε εις θάνατον εκ πείνης. Στην Πλατεία Ομονοίας εξαφανίστηκαν και οι τελευταίοι μικροπωλητές διαφόρων περίεργων κατασκευασμάτων για διατροφή, γιατί τους τα άρπαζαν οι πεινασμένοι.
     Ο Έφορος του Πολυτεχνείου Φωκίων Ρωκ ήρθε από την Αίγινα με μια βάρκα, γιατί τα βαποράκια έπαψαν να λειτουργούν προ πολλού. Μέσα στη βάρκα ήταν και οι βαρυποινίτες που απολύθηκαν από τις φυλακές Αιγίνης. Το Κράτος, μην έχοντας να τους θρέψει, τους απέλυσε με τα ρούχα της φυλακής. Στα πρόσωπά τους ήταν ζωγραφισμένη, μαζί με την αγωνία της πείνας, η χαρά της ελευθερίας ύστερ’ από τόσα χρόνια φυλακής.
     Οι ατυχείς όμως δεν επρόκειτο να χαρούν την ελεύθερη ζωή. Η αιώνια φυλακή του τάφου τούς περίμενε. Μόλις η βάρκα ξανοίχτηκε μέσα στον παγωμένο αέρα, ο ένας απ’ αυτούς τούς πέθανε αμέσως από σταμάτημα της καρδιάς και οι άλλοι λιποθύμησαν, και ασφαλώς θα πέθαναν, αφού καμιά περίθαλψη δεν ήταν δυνατόν να τους δοθεί.
     Στο δρόμο, γυρίζοντας σπίτι το μεσημέρι, είδα άλλους δυο ανθρώπους σωριασμένους στις πλάκες του πεζοδρομίου, ετοιμοθάνατους. Η καρδιά μου όμως έχει γίνει σκληρή σε τέτοια θεάματα και δεν μπορώ να σκεφτώ παρά πώς θα κατορθώσω να γυρίσω στο σπίτι, να μπω στο κρεβάτι για να ζεσταθώ, και ν’ αναβάλω κι εγώ το τραγικό τέλος που με περιμένει, όπως όλους τους κατοίκους των Αθηνών.
 
Τα τελευταία νέα για την υποχώρηση των Γερμανών από τη Ρωσία ανέτρεψαν όλες τις αντιλήψεις της αγοράς. Η άνοδος του χρυσού, που πήγε είκοσι και τριάντα φορές περισσότερο από ό,τι είχε πριν από την Κατοχή, βασίζεται στο ότι καθημερινώς βγαίνουν στην κυκλοφορία τριών ειδών χαρτονομίσματα, γερμανικά, ιταλικά και ελληνικά, αγνώστου ποσότητος. Φυσικά, όσο διαγράφεται μεγαλύτερη η διάρκεια της Κατοχής, τόσο ξεπέφτει το νόμισμα και ανεβαίνει ο χρυσός. Όταν μια είδηση δίνει την ελπίδα της ταχείας απολυτρώσεως, ο χρυσός πέφτει.
     Ενώ όμως είμαστε βέβαιοι για την απελευθέρωσή μας, όχι μόνο δεν μπορούμε να υπολογίσουμε θετικά πότε θα ελευθερωθούμε, αλλά ούτε και από πού θα μας έρθουν οι ελευθερωτές: από την ξηρά ή από τη θάλασσα;
     Τελευταία, όλοι πιστεύουν ότι οι Ρώσοι θα είναι οι ελευθερωτές μας. Είναι βέβαιο πως άμα φτάσουν στα σύνορα της Ρουμανίας, η κατάσταση της Βαλκανικής θα αλλάξει άρδην. Κάτι τέτοιο επικρατεί σήμερα στον ελληνικό πομπό της αισιοδοξίας, και γι’ αυτό η λίρα και ο χρυσός δεν έχουν τιμή.

(από το βιβλίο: Περικλής Βυζάντιος, Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994)