15 Δεκεμβρίου 1941
Βυζάντιος Περικλής
Εκτύπωση
     Με όλη την αισιοδοξία που μας έδωσαν τα γεγονότα της Ρωσίας και της Λιβύης, τα θύματα της δυστυχίας και το αίσθημα της πείνας αυξάνουν. Ο θάνατος από την πείνα κοντεύει να μας γίνει συνήθεια.
     Σήμερα ήταν μια μέρα εξαιρετική, ο ήλιος έλαμπε, σαν να ήθελε κι αυτός να γιορτάσει την υποχώρηση των Γερμανών. Όλος ο κόσμος ήταν στους δρόμους που οδηγούσαν στο Ζάππειο και στο Σύνταγμα. Πήγα και πήρα ένα φίλο μου για να περπατήσουμε λίγο... Λίγο, πολύ λίγο, γιατί δεν επιτρέπουν οι σωματικές μας δυνάμεις μεγάλες σπατάλες. Πήγαμε στην Πλατεία του Συντάγματος και καθίσαμε σ’ ένα τραπεζάκι. Όλη η πλατεία ήταν κατειλημμένη από κόσμο που βγήκε να ζεσταθεί στον ήλιο. Μεταξύ των τραπεζιών κυκλοφορούσαν διαρκώς δυστυχισμένοι που ζητούσαν ελεημοσύνη.
     Αίφνης, αντιλήφθηκα ότι δίπλα μας, σε μια καρέκλα, δυο κύριοι είχαν βάλει ένα παιδί ως δεκαέξι χρονών που ψυχορραγούσε από εξάντληση. Σηκωθήκαμε, του δώσαμε ένα μανταρίνι, το μόνο τρόφιμο που υπήρχε στο κατάστημα, αλλά δεν είχε τη δύναμη να το φάει. Σε λίγα λεπτά, επειδή καμιά υπηρεσία δεν μπορούσαμε να προσφέρουμε στο δυστυχισμένο παιδί, γυρίσαμε στις θέσεις μας όλοι, κι έτσι εξακολούθησε η συζήτηση και τα γέλια, ενώ δίπλα μας ένα δυστυχισμένο πλάσμα, εντελώς αναίτια, ξεψυχούσε στην εποχή που άρχιζε γι’ αυτό η ζωή.
     Γυρίζοντας στο σπίτι, άλλη σκηνή, στην οδό Κηφισίας. Ένας άνθρωπος σχετικά καλοντυμένος ήταν πεσμένος στο πεζοδρόμιο. Ένα καλάθι βρισκόταν δίπλα του. Προφανώς ο δυστυχισμένος νοικοκύρης πήγε μακριά να βρει κάτι ν’ αγοράσει για το σπίτι του. Στο γυρισμό, η εξάντληση τον έριξε κάτω. Γύρω, ένας κύκλος από διαβατικούς, που κοιτούσε χωρίς να μπορεί να του προσφέρει καμιά βοήθεια.

(από το βιβλίο: Περικλής Βυζάντιος, Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994)