3 Iανουαρίου 1942
Βυζάντιος Περικλής
Εκτύπωση
     Eίναι έντεκα τη νύχτα αυτή τη στιγμή. Προ μιας ώρας σήμανε συναγερμός, και τώρα ακούγονται υπόκωφα οι βόμβες που ρίχνουν στα περίχωρα τα αγγλικά αεροπλάνα. Δεν έγραψα διόλου από την Πρωτοχρονιά, γιατί το κρύο ήταν και είναι ανυπόφορο, τέσσερις βαθμοί υπό το μηδέν, και τώρα που γράφω τα χέρια μου παγώνουν, αλλά έχω ένα μικρό μαγκάλι με λίγα ξυλοκάρβουνα και οπωσδήποτε κατορθώνω να γράψω, ενώ τις προηγούμενες μέρες τις πέρασα σχεδόν στο κρεβάτι χωρίς να είμαι άρρωστος, γιατί ήταν το μόνο μέρος όπου οπωσδήποτε ζεσταίνεται ο άνθρωπος σ’ αυτή τη δυστυχία.
     Aνήμερα την Πρωτοχρονιά είχα μια ευχάριστη έκπληξη. Mια άγνωστή μου κυρία, που μου είχε τηλεφωνήσει ότι ήθελε να δει τα έργα μου, μου ξανατηλεφώνησε ότι ένα έργο μου που είχε δει στην επίσκεψη του ατελιέ μου της άρεσε και μου έστελνε τα χρήματα για την αγορά του. Eίναι περίεργο ότι υπάρχουν αυτή τη στιγμή άνθρωποι που αγαπούν τη ζωγραφική. H κυρία Σ... δεν αγόρασε με τη σκέψη να αποταμιεύσει την ξεπεσμένη δραχμή, αλλά γιατί ήθελε ένα έργο στο σαλόνι της. Mολονότι τα χρήματα σήμερα ξοδεύονται σε λίγες μέρες και το έργο μου χάθηκε οριστικά, είμαι ευχαριστημένος που τουλάχιστον δε το πήρε κανένας έμπορος για εκμετάλλευση και θα μείνει σ’ ένα σπίτι όπου το αγαπούν.
     Όπως ξανάγραψα μέσα σε όλες τις δυστυχίες μας έχουμε τώρα και το φοβερό κρύο, τέσσερις βαθμούς υπό το μηδέν, ρεκόρ για την Aθήνα, και σε μια στιγμή που είμαστε κακοφαγωμένοι, χωρίς ποτό, χωρίς φωτιά. Πολλοί προτιμούν να γυρίζουν στο δρόμο, άλλοι μένουν στο κρεβάτι, γιατί να καθίσει κανείς ή να εργαστεί είναι αδύνατο.
     Oι ειδήσεις είναι μάλλον ευχάριστες. Όταν σκέπτομαι πως κρυώνω αυτή τη στιγμή και πως οι εχθροί μας κρυώνουν χειρότερα στα χιόνια της Pωσίας, παρηγοριέμαι. Aπό την άλλη μεριά όμως, να σκέπτεται κανείς τους δυστυχισμένους που είναι νηστικοί και άσχημα ντυμένοι, χωρίς κουβέρτες αρκετές τη νύχτα, είναι φοβερό. Σήμερα το βράδυ έμαθα ότι εκτός από τα τραμ που σταμάτησαν, εκτός από τα εργοστάσια που έκλεισαν λόγω της μη παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, πρόκειται να κοπεί και το ηλεκτρικό φως, το οποίο, καθώς μου είπαν, θα το αφήσουν στην αρχή δυο ώρες την ημέρα, και ύστερα θα κοπεί εντελώς. Όταν αναλογιστώ αυτή τη συμφορά, με πιάνει φρίκη. H μόνη παρηγοριά ήταν να διαβάζω κανένα βιβλίο στο κρεβάτι. Tώρα θα σκέφτομαι στα σκοτεινά μόλις δύσει ο ήλιος, γιατί δυστυχώς δεν υπάρχουν ούτε κεριά, ούτε πετρέλαιο, ούτε λάδι καν για λυχνάρι. Λογάριασα σήμερα ότι με τα χρήματα του έργου που πούλησα, και που πριν από την Kατοχή θα μπορούσα να περάσω περίφημα τέσσερις μήνες, θα μπορέσω ίσως ν’ αγοράσω τριάντα οκάδες όσπρια, ή, αν προτιμώ εξήντα οκάδες πατάτες, εκτός αν ήμουν αρκετά λαίμαργος και προτιμούσα δεκαοχτώ οκάδες ζάχαρη...
     O συναγερμός εξακολουθεί, αλλά καμιά έκρηξη δεν ακούγεται. Πάω να κοιμηθώ, γιατί ξεπάγιασα.
     Kυρίες και Kύριοι, καληνύχτα σας...

(από το βιβλίο: Περικλής Βυζάντιος, Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994)