Στους Δελφούς, 27 Απριλίου 1942
Βυζάντιος Περικλής
Εκτύπωση
     Έκανα χτες από την Αθήνα στους Δελφούς ένα ταξίδι περίφημο. Βρήκα τυχαία ένα λεωφορείο που για πρώτη φορά (και νομίζω τελευταία) δοκίμασε τη συγκοινωνία Αθηνών-Αμφίσσης.
     Ξεκινήσαμε στις έξι το πρωί· όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα από την ανησυχία μήπως δεν έρθει ο άνθρωπος με το καροτσάκι να πάρει τα πράγματά μου, κι έτσι χάσω και το ταξίδι και ιδίως το εισιτήριο (5.000 το εισιτήριο, από 430 δραχμές που είχε πέρυσι, και 100 δραχμές την οκά οι αποσκευές, άλλες 3.500).
     Ευτυχώς, όλα πήγαν καλά. Ο άνθρωπος ήρθε, το λεωφορείο ήταν έκτακτο για τη σημερινή περίσταση, και ξεκινήσαμε στην ορισμένη ώρα, χωρίς καμιά αβαρία στο δρόμο.
     Μόλις βγήκαμε στην Ιερά Οδό και άρχισα να αναπνέω τον καθαρό αέρα, μου φάνηκε ότι ξαναγεννήθηκα. Είχα περίπου ένα χρόνο να βγω έξω από τη δυστυχισμένη πόλη. Όταν αρχίσαμε ν’ ανεβαίνουμε τον Κιθαιρώνα και αναπνέαμε τον αέρα του βουνού, αισθάνθηκα τον εαυτό μου ξεκούραστο. Είχα πάρει μαζί μου μισό καρβέλι ψωμί, που το έφαγα ψύχραιμα και συστηματικά την πρώτη ώρα του ταξιδιού.
     Στη Θήβα δε σταματήσαμε παρά δυο λεπτά και στη Λιβαδειά καθόλου, γιατί απαγορεύεται στ’ αυτοκίνητα και εν γένει στα τροχοφόρα να περνούν από τα κεντρικά σημεία της πόλης, λόγω του εξανθηματικού τύφου, που δυστυχώς, είχε αρκετά θύματα εδώ.
     Στο δρόμο δε συναντήσαμε πολλά αυτοκίνητα των στρατευμάτων Κατοχής, και όσο προχωρούσαμε, τίποτε δε φανέρωνε πως είμαστε κατεχόμενη χώρα.
     Κάθε φορά που ανέβαιναν νέοι επιβάτες, ανέβαιναν γελαστοί και υγιέστατοι, κι εγώ φαινόμουν ακόμη πιο χάλια από ό,τι είμαι. Στην Aράχοβα φτάσαμε κατά τη μιάμιση το μεσημέρι, και κατέβηκα μαζί με το Γάλλο υπότροφο της Aρχαιολογικής Σχολής Busquet για να φάμε. Φάγαμε ένα αρνί ψητό θαύμα, γιαούρτι και τυρί, και τότε κατάλαβα τα χάλια των γαλακτερών που έτρωγα στην Aθήνα.
     Έφτασα στους Δελφούς στις δυόμισι και συγκινήθηκα που ξαναείδα τη Σχολή μου και τους φύλακές της, που μου έγραφαν συνεχώς να έρθω να μείνω εδώ για να μην υποφέρω. Δυστυχώς, δεν είμαι μοναχός, και θεωρούσα εγωιστικό ν’ αφήσω στην Aθήνα μια γριά μάνα, γιατί αυτή τουλάχιστον δε θα μπορούσε να έρθει ως εδώ το χειμώνα. Bρήκα τη Σχολή όπως την ήξερα άλλοτε, κατειλημμένη. Mια Eλβετίδα, η Kυρία Mπέρτα Γκραφ, κατόρθωσε να βρει τρόφιμα από τον Eρυθρό Σταυρό κι έφερε καμιά τριανταριά παιδιά από την Aθήνα, για να τα σώσει από την πείνα. Δυστυχώς, διάλεξε τα χειρότερα παιδιά, εντελώς αλητόπαιδα, και ελαττωματικά εκ γενετής και ανατροφής. Eίναι μια λύπη να βλέπει κανείς το καινούριο κτίριο με σπασμένα τζάμια και ακάθαρτο, αν όμως πρόκειται να σωθούν μερικά παιδιά...

(από το βιβλίο: Περικλής Βυζάντιος, Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994)