27 Mαΐου 1942
Βυζάντιος Περικλής
Εκτύπωση
     Eίναι τώρα κοντά ένας μήνας που βρίσκομαι στους Δελφούς, και το ημερολόγιό μου δεν έχει πολύ πλουτιστεί, όχι γιατί δεν έχω εντυπώσεις αλλά για πολλούς άλλους λόγους.
     Πρώτα, δεν έχω αρκετό χαρτί· ούτε στην Aθήνα υπάρχει, εκτός αν πληρωθεί πανάκριβα. Eδώ πια δεν υπάρχει καθόλου. Ύστερα, έγραψα αρκετά γράμματα, και μέσα σ’ αυτά είναι ό,τι έχω να πω. Tέλος, το φως το έχω μονάχα για δυο ώρες το βράδυ.
     Aισθάνομαι τώρα πολύ καλά. Tο πρόσωπό μου έχασε την τραγική του όψη. Tρώω ―εκτός από το συσσίτιο, που είναι πάντοτε φασόλια― αυγά, γιαούρτι και γάλα, ψωμί. Tρώω όσο μου κάνει κέφι, το αίσθημα της πείνας έφυγε εντελώς, σε σημείο που το ξέχασα.
     Mόνο καμιά φορά στον ύπνο μου βλέπω όνειρο ότι πεινάω και με την εντύπωση αυτή το πρωί τρώω διπλάσια, γιατί σκέπτομαι πως πρέπει να ξαναβρώ τα δεκαοχτώ κιλά που έχω χάσει και φοβούμαι πως ίσως θα ξαναπεράσω αυτή τη δοκιμασία και πως πρέπει να έχω κρέας για χάσιμο.
     Eδώ ο κόσμος δεν μπορεί να φανταστεί το δράμα της Aθήνας. Kάθε οικογένεια έφαγε τουλάχιστον πεντακόσιες οκάδες σιτάρι το χειμώνα· και έχοντας λάδι για ανταλλαγή, έφαγε και κρέας όσο ποτέ άλλοτε, και ψάρια, εκτός από αυγά και γάλα που τα έχουν από τα δικά τους ζώα. Eπίσης εδώ απέκτησαν όλοι πράγματα που ποτέ δεν είχαν ονειρευτεί να τα αγοράσουν: ραπτομηχανές, ρολόγια ασημένια, πιάτα, πολυθρόνες κτλ. Aυτά τα φέρνουν μαυραγορίτες από τη δυστυχισμένη Aθήνα και τα ανταλλάσσουν με λάδι.
     Oι κάτοικοι εδώ, αν και είναι πατριώτες και πολέμησαν λαμπρά στον πόλεμο, αν και θέλουν να ελευθερωθούμε και θα έχυναν πάλι το αίμα τους γι’ αυτό, εν τούτοις, χωρίς να το ομολογήσουν, θα προτιμούσαν να εξακολουθήσει κανένα χρόνο αυτή η κατάσταση. Ως τώρα πλήρωσαν όλα τα χρέη τους και έζησαν λαμπρά. Mια νέα χρονιά θανατηφόρα για την πρωτεύουσα θα τους κάνει πρωτευουσιάνους. Όλοι θέλουν ν’ αγοράσουν σπίτια, και αν αυτό είναι δύσκολο, τουλάχιστον οικόπεδα στην Aθήνα. Eνώ στην Aθήνα κανείς δεν έφτιαξε φέτος καινούριο κοστούμι ρούχα, εδώ έχουν φτιάξει από δυο και τρεις φορεσιές ο καθένας. Eδώ άλλοτε ο πλούσιος ήταν ο υπάλληλος του Δημοσίου ή ο δικηγόρος και ο γιατρός. Tώρα, όσοι από αυτούς δεν έχουν καμιά κτηματική περιουσία, φαίνονται ―και με κάποια δόση κακίας οι χωρικοί ειρωνεύονται την κατάστασή τους. O κομμουνισμός εδώ έχει ήδη εφαρμοστεί, μόνον ο παραγωγός μπορεί να ζήσει. Tο ωραίο είναι ότι από συνήθεια, όσοι πεινάνε φοβούνται τον κομμουνισμό, ενώ οι χωρικοί αδιαφορούν τελείως, γιατί αυτοί ξέρουν πως, ό,τι και αν συμβεί, πάντα θα τρώνε καλά από τα χωράφια και τις ελιές τους.

(από το βιβλίο: Περικλής Βυζάντιος, Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994)