[ Οι πρώτες παραστάσεις με τον θίασο του Κοτοπούλη ]
Μυράτ Μήτσος
Εκτύπωση
     Πλησιάζαμε στις Αποκριές του 1900. Έρχεται ξαφνικά η είδησις ότι καταφθάνει ο θίασος Κοτοπούλη στο Sporting Club. Γιορτές λοιπόν και χαρές για μένα. Αυτή τη φορά είχε ωριμάσει μέσα μου η μεγάλη απόφασις.
     Στο μεσημεριανό μας ουζάκι, έριχνα πού και πού μερικούς πόντους στον Κοτοπούλη, ότι αγαπούσα τρελλά το θέατρο και το ’χα πόθο μου κρυφό να γίνω ηθοποιός. Δεν μ’ ενεθάρρυνε καθόλου. Ίσως να φοβότανε τις ευθύνες απέναντι του πατέρα μου.
     – Κάτσε εκεί που κάθεσαι, μου ’λεγε, κόβοντάς μου τον βήχα.
     Κατέφυγα τότε στην Κοτοπουλομήτορα. Εκείνη, γυναίκα δυνατή, δεν ανεγνώριζε εμπόδια και δεν ήξερε λοξοδρομίες στη ζωή. Μου είπε:
     – Να βγεις, παιδί μου, τι κάθεσαι. Το θέατρο χρειάζεται παιδιά, σαν και σένα.
     – Κι αργότερα, της λέω, άμα θα γίνω μεγάλος ηθοποιός, μου δίνεις για γυναίκα και μια απ’ τις κόρες σου.
     Έπεσε στον καναπέ που καθότανε κι ετάραξε στα γέλια.
     Εγέλαγα κι εγώ μαζί της με την απερίγραπτη αφέλειά μου.
     Το κυριότερο ήταν να συγκατατεθεί ο Κοτοπούλης. Συνέβη λοιπόν κάτι που ταίριαζε να πει κανείς: Ανάγκα και οι θεοί πείθονται.
     Ευρίσκετο τότε στη Σμύρνη ο Πρεσβευτής της Ελλάδος του Βερολίνου, Κλέων Ραγκαβής. Είχε έλθει να επισκεφθεί την κόρη του και τον γαμβρόν του, πρόξενον της Ιταλίας στη Σμύρνη. Επιθυμούσε να παρασταθεί το τελευταίο του έργο, οι Μνηστήρες της Πηνελόπης, κωμωδία σατιρική, μια ανόητη σάτιρα κατά της δημοτικής. Ο θίασος Κοτοπούλη είχε έρθει απ’ τη χειμερινή του περιοδεία κάπως κουτσουρεμένος. Του έλειπαν αρκετά πρόσωπα απ’ το καλοκαιρινό του συγκρότημα. Αυτό ήταν μια αφορμή που δεν δούλευε καλά. Ένα έργο λοιπόν του Ραγκαβή θα ’δινε λεφτά. Μετά την πρώτη ανάγνωση ο Ραγκαβής παρετήρησε στον Κοτοπούλη, ότι εδίσταζε να του εμπιστευθεί το έργον του γιατί δεν έβλεπε στο θίασο εκείνον που θα έπαιζε τον jeune premier, το ρόλο του πρωταγωνιστού που αυτός αντιπροσώπευε στο έργο τις ιδέες του συγγραφέως.
     Ο Κοτοπούλης κοντοστάθηκε λίγο στενοχωρημένος, έβλεπε να του ξεφεύγει το συνάλλαγμα. Όταν ξαφνικά ρίχνει μια ματιά Δον Κιχώτου προς το μέρος μου.
     – Έχομε έναν νεαρό δόκιμο ερασιτέχνη, νέο οικογενείας, μορφωμένο, που αν εδέχετο να παίξει, θα έπαιζε το μέρος αυτό πολύ ευπρόσωπα και θα του έστεκε, και με παρουσιάζει στον Ραγκαβή.
     – Παρακολουθήσατε την ανάγνωση, μ’ ερωτά εκείνος, τι λέτε αναλαμβάνετε;
     Ο νους, τι γοργόφτερος, πόσο ταχύτερος κι από αστραπή!
     Αντίκρυσα του πατέρα μου την οργή. Εσκέφθηκα ότι αν έλεγα ναι, έπρεπε και με τη ζωή μου ακόμη ν’ αναλάβω την ευθύνη. Είδα στο γύρισμα ενός νομίσματος να παίζεται η ζωή μου κορώνα ή γράμματα. Οι παλμοί της καρδιάς μου ήσαν αμέτρητοι.
     Ανάμεσα σ’ έναν ίλιγγο, σε μια αφάνταστη σκοτοδίνη, είπα ένα «ναι» αποφασιστικό. Στην υπέρτατη ιερή θεϊκή στιγμή, το «ναι» εκείνο, τα τρία αυτά γράμματα ήταν το χρίσμα που έπαιρνα του ηθοποιού, ήταν όλο μου το καλλιτεχνικό στάδιο.
     Αρχίσαμε τις δοκιμές στους Μνηστήρας της Πηνελόπης. Εν τω μεταξύ, για να πάρω την κρυάδα της σκηνής, ο Κοτοπούλης μου ’δωσε ένα νέο στην κωμωδία του Λαμπίς Το ταξίδι του κ. Περισόν.
     Στις πρόβες δεν τα πήγαινα και τόσο καλά. Είχα κάποιο διάλογο στην πρώτη μου εμφάνιση στη σκηνή με τον Κοτοπούλη. Ένα τικ-τακ τρομερό, μια στιχομυθία που απαιτούσε γοργότητα.
     Εκεί τα ’φερνα λίγο σκούρα. Πόσο πιο δύσκολο ήταν απ’ το Ρένο στη Γαλάτεια.
     Η σκηνή απαιτούσε φυσικότητα, αλήθεια κι όχι στόμφους κι απαγγελία. Οι πρόβες ήταν βιαστικές και λίγες, όπως είθισται εις το Ελληνικό Θέατρον κι έτρεμαν όλοι ότι θα τα κάνω θάλασσα.
     Οι εφημερίδες της Σμύρνης αναγγέλλουν στη θεατρική σκηνή την εμφάνιση ενός νέου οικογενείας κτλ.
     Ο πατέρας δεν το πήρε μυρωδιά. Εξύρισα το μουστάκι μου και είπα: «ερρίφθη ο κύβος».
     Ο πρώτος διάλογός μου στη θυρίδα ενός σιδηροδρομικού σταθμού με τον Κοτοπούλη έγινε με πολύ μπρίο. Όταν τελείωσα και μπήκαμε στα παρασκήνια μ’ αγκάλιασε και μου είπε φιλώντας με στο στόμα:
     – Μπράβο, δέκα χρονών ηθοποιός…
     Ούτε το πρώτο φιλί της αγάπης δεν μπορούσε να συγκριθεί μ’ εκείνο το φιλί.
     Ο Κοτοπούλης έτρεμε σύγκορμος όταν με φιλούσε. Είχε το τρακ της επιτυχίας μου. Ο ήλιος βαίνοντας περήφανα απ’ το μεσουράνημά του προς τη δύση ατένιζε ίσως με καμάρι μέσα στ’ όνειρο της νυχτιάς του μια καινούργια Ανατολή. Κι εγώ την περγαμηνή εκείνη του Κοτοπούλη την κράτησα με ιερότητα στ’ άδυτα της ψυχής, μαζί με κάποιαν άλλη που μου ’δωκε μετά ένδεκα χρόνια ο Χρηστομάνος.
     Την επομένη βράδυ κάποιος στη λέσχη το γνωστοποίησε στον πατέρα μου. Του ’ρθε σαν κεραυνός. Επερίμενε να ξημερώσει. Ήρθε πρωί-πρωί στην κάμαρά μου. Με είδε με ξυρισμένο μουστάκι, έκανε το σταυρό του, έκλεισε πίσω του την πόρτα, λέγοντάς μου με φωνή που έτρεμε απ’ το θυμό:
     – Ντύσου κι έλα κάτω.
     Κατέβηκα λίγο τρέμοντας σαν το φύλλο.
     – Τι έμαθα; Εβγήκες στο θέατρο;
     – Ναι.
     – Και το ’μαθα από ξένους εγώ ο πατέρας σου!
     Εσώπαινα με το κεφάλι κάτω.
     – Θα το μετανοιώσεις.
     Δεν απαντούσα.
     – Σου απαγορεύω να φέρεις τ’ όνομά μου!
     – …
     – Καλύτερα έχω να σε σκοτώσω, παρά το μέσον αυτό της αυτοκτονίας που διάλεξες μόνος σου…
     – Κι αν μια μέρα δοξάσω τ’ όνομά σας;
     – Πού να δοξαστείς;
     Και κάγχασε.
     – Στον ψωρότοπό μας αυτόν; Δεν μου ονομάζεις μερικές δόξες;
     – Να τιμήσω, θέλω να πω, τ’ όνομά σας.
     – Είναι αρκετά τιμημένο. Ας του λείψει τέτοια τιμή. Σε είχα για το καλύτερό μου παιδί. Εστήριζα τις ελπίδες μου όλες σε σένα. Πώς άλλαξες έτσι;
     – Δεν φταίω εγώ. Στη ζωή μου δεν μπόρεσα να επιτύχω τίποτε. Σε όλα τ’ άλλα θα ’μουν ένα ναυάγιο, σ’ αυτό το στάδιο νοιώθω πως θα γίνω κάτι. Μη με προδικάζετε.
     Τον είδα να συγκινείται. Ήταν κατάχλωμος. Εβούρκωσαν τα μάτια μου.
     – Συγχώρησέ μου για το κακό που σου κάνω.
     – Δεν θέλω να δυστυχήσεις παιδί μου μια μέρα, δεν θέλω να μάθω πως πείνασες, θα ’ναι μεγάλος καημός για μένα. Σκέψου το ακόμα, είσαι σε καιρό.
     Και μ’ άφησε χωρίς άλλη λέξη.
     Πόσες φορές, λατρεμένε πατέρα, αντικρύζοντας το άγριο φάσμα της βιοπάλης, και πίνοντας τα πικρά φαρμάκια που μας ποτίζει το αχάριστο αυτό επάγγελμά μας, θυμήθηκα τα χρυσά σου λόγια και έχυσα δάκρυα μετανοίας, και γονάτισα την ψυχή μου με ευλάβεια ψιθυρίζοντάς σου:
     «Συγχώρεσέ με, συγχώρεσέ με».
     Οι Μνηστήρες της Πηνελόπης εσημείωσαν οικτράν αποτυχίαν. Έπαιξα αρκετά καλά το δύσκολο και αχάριστο ρόλο μου, ο Ραγκαβής έμεινε πολύ ευχαριστημένος και με συνεχάρη με λόγια κολακευτικά.
     Τον παρακάλεσα τότε να μιλήσει στον πατέρα μου και να του ζητήσει να μ’ αφήσει να βγω στο θέατρο. Εδέχθηκε ευχαρίστως. Του όρισα ένα ραντεβού με τον πατέρα στη λέσχη New Club.
     Ο Ραγκαβής του μίλησε με ευγλωττία και πειστικότητα και του είπε τέλος ότι εάν από τα πέντε παιδιά του, οι τέσσερις θα γίνουν έμποροι, ας επιτρέψει στον ένα τουλάχιστον να γίνει καλλιτέχνης.
     Ο πατέρας φάνηκε κάπως ενδοτικός.
     Την εποχή εκείνη είχε έλθει ο μεγαλύτερός μας αδελφός Ιωσήφ με άδεια απ’ τους Ράλληδες. Ο πατέρας υπεσχέθη στον Ραγκαβή να συνεννοηθεί μαζί του και να με στείλουν να σπουδάσω ηθοποιός για το Γαλλικό θέατρο, γιατί εκεί θα είχα μεγαλύτερο μέλλον και ευρύτερο στάδιο.
     Έτρεξα γρήγορα γρήγορα στον αδελφό μου, έπεσα στα πόδια του και τον ικέτευσα να βοηθήσει τους σκοπούς μου. Του υποσχέθηκα να ζω πολύ φτηνά, να μη του γίνω φόρτωμα και να εξοικονομήσω τα ναύλα μου από την παράσταση της Γαλατείας που θα ’δινα για τιμητική μου.
     Το ίδιο βράδυ τα είπανε με τον πατέρα και απεφασίσθη να με πάρει ο αδελφός μου, μαζί του και να μ’ αφήσει στο Παρίσι περνώντας για να πάει στο Μάντσεστερ.
     Ήταν τελευταία βδομάδα της αποκριάς του 1900. Ντυθήκαμε κουδουνάτοι (μασκαράδες) τα τρία Κοτοπουλάκια, μερικά κοριτσόπουλα κι εγώ και γλεντήσαμε σε κάποιο φιλικό σπίτι.
     Είμαστε στο τσακήρ-κέφι, όπως λέμε στον τόπο μας. Ξημέρωνε Καθαρά Δευτέρα. Γυρίζαμε από δρόμο σε δρόμο, τραγουδώντας.
 
             Έλα, έλα στ’ ακρογιάλι
             Με τη βάρκα σε προσμένω
             Εγώ για σένα κι όχι γι’ άλλη
             Φεύγω μακριά, πηγαίνω
 
Οι αραιοί διαβάται πηγαίνοντας κι αυτοί κατάκοποι στα σπίτια τους, σταματούσαν σαν χαζοί ν’ ακούσουν το θαύμα εκείνο της φωνής που έβγαινε σαν κύμα ωκεανού απ’ τα λεπτοκαμωμένα στήθη της Μαρίκας. Ο Κεμάλ και οι ορδές του κάψανε τη Σμύρνη, μα την κυματώδη εκείνη σαν πρωτόγονη αρμονία φωνή, ποια φωτιά θα μπορούσε ποτέ να εξαλείψει απ’ την ανάμνησή μου;
     Πλησίαζε η παράστασις της Γαλατείας. Εκόμπαζα με το συνηθισμένο θράσος, του ερασιτέχνου, ότι τέτοιο Ρένο πρώτη φορά θα έβλεπε η Ελληνική Σκηνή. Ο Κοτοπούλης μού φαινότανε νάνος. Ομολογώ όμως προς έπαινόν μου ότι μετά την παράσταση εκατάλαβα πόσο ήμουν μέτριος και πόση απόστασις χωρίζει τον Ερασιτέχνη απ’ τον Επαγγελματία. Το γεγονός ότι μαθήτεψα δίπλα σ’ έναν Κοτοπούλη στα πρώτα μου βήματα, ήταν ομολογουμένως το καλύτερο για μένα σχολείο.
     Είχα όμως και το ευτύχημα να σταθώ δίπλα σε μια μεγάλη καλλιτέχνιδα που θα δόξαζε ένα οποιοδήποτε ευρωπαϊκό θέατρο και που χάθηκε άδοξα και σιωπηλά, στη δική μας κακομοιριά. Ήταν η Ζάμπου. Μέσα στην τότε γενική επιδημία του στόμφου της απαγγελίας, της επιτηδεύσεως, η μεγάλη αυτή καλλιτέχνις· το γνήσιο αυτό ταλέντο, υπερέβαλε την εποχή της.
     Τι φυσικοί τονισμοί μέσα στην αλήθεια, τι ζωντανή απόδοσις υπερρεαλισμού, τι έκφρασις, τι εξωτερίκευσις αισθημάτων, τι δύναμις μιμικής του προσώπου, μάσκα του πόνου, του πάθους, του έρωτος, της τραγικότητος, της ευθυμίας, του γέλιου, της χαράς, του κλαυσίγελου. Ταλέντο πολυσύνθετο. Μάγδα του Σούντερμαν, δεν θ’ αξιωθεί ίσως να ιδεί άλλην το ελληνικό μας θέατρο. Και όμως το εξαιρετικό αυτό ταλέντο χάθηκε από έλλειψη χαρακτήρος, ταμπεραμέντου, από μια κακή κατεύθυνση. Όταν, ας πούμε έτσι, έπαιζα κοντά της τον Κέλλερ εχάζευα σαν ηλίθιος στο άγριο ξέσπασμα του πόνου της Μάγδας για το παιδί της.
     Τι κρίμα αλήθεια! Η καλλιτέχνις αυτή προηγήθη της εποχής της.

(από το βιβλίο: Mήτσος Mυράτ, H ζωή μου, Aθήνα, 1928)