[ Oικογενειακή ιστορία των Καρασούλ ]
Καρασούλη-Mαστορίδου Aνδρονίκη
Εκτύπωση
Όταν 10-11 χρονών σκαλίζοντας παλαιά βιβλία και τετράδια στο σπίτι των Καρασουλαίων όπου μέναμε ηύρα ένα αρκετά μεγάλο σε όγκο χειρόγραφο, του θείου μας Σταυράκη Ε. Καρασούλ, πρώτου ξαδέλφου του πατέρα μου, και καθώς αγαπούσα να διαβάζω, έπεσα με τα μούτρα στο χειρόγραφο, και έτσι έμαθα και την καταγωγή μας. Το χειρόγραφο έφερε επιγραφή: Ιδιωτική και οικογενειακή ιστορία των Καρασούλ.
     Κάποτε, λέει, στο χωριόν Κεμίρ ζούσε ένα ανδρόγυνο. Δεν είχαν παιδιά και είχαν μεγάλο καϋμό. Ήσαν εύποροι, χρυσοχόος το επάγγελμα ο άντρας αλλά το παιδί, η χαρά του σπιτιού τούς έλειπε. Ήσαν και ευσεβείς άνθρωποι και καθώς έμαθαν πως σ’ ένα μέρος που λέγεται Καρασουλού υπάρχει ένα Μοναστήρι θαυματουργό, ξεκίνησαν για το Μοναστήρι. Φθάνοντας εκεί προσκύνησαν και έμειναν σαράντα μέρες στο Μοναστήρι.
     Στο χρόνο απάνω γεννήθηκε ένα αγόρι και όπως γράφει το χειρόγραφο «ευλαβούμενοι τα του Μοναστηρίου ονόμασαν αυτόν Καρασουλού». Ο Καρασούλ ανήρ γενόμενος ήλθεν στην Άγκυρα. Ήταν ευγενής, αρκετά πλούσιος, καλός άνθρωπος και αμέσως κέρδισε την εκτίμηση και αγάπη των Αγκυρανών. Ζήτησε και πανδρεύθηκε την κόρη των Νατάρογλου Δέσποιναν, και έκαμε τέσσαρα αγόρια και δύο κόρες. Τον πρώτον Συμεών, δεύτερο τον Xαράλαμπον, τον παππού μου, που έχω γράψει στα του Aγίου Κλήμεντα, τον Ιωάννην, και τον Ελευθέριον, τον πατέρα του Σταυράκη Καρασούλ που είχε γράψει το χειρόγραφο.
     Ήταν πολύ μορφωμένος, με 6-7 γλώσσες ξένες, εγώ τον θυμάμαι γέρο. Έχω γεννηθεί στο σπίτι του, που μας κληροδότησε.
     Οι δυο κόρες του Καρασούλ ήσαν η Μαρία Μενές και Κυριακή, η οποία, όταν αργότερα ο Συμεών ήθελε να χτίσει το μεγάλο σπίτι του, είχε αυτή επιστατήσει στο κτίσιμο σαν μηχανικός. Ήταν έξυπνη και πολύ άξια.
     Κατά τα γραφόμενα του Σταυράκη ο Συμεών Καρασούλ χαρακτηρίζεται σκληρός άνθρωπος, ενώ για τον παππού μας, τον Χαράλαμπον, επαίνους μόνον γράφει. Και όταν ακόμη τον αδίκησε ο Συμεών, γράφει πως εστάθη πράος και ήρεμος, προτίμησε να χάσει την πατρική του κληρονομιά που την κράτησε ο Συμεών εξ ολοκλήρου αδικώντας τα αδέλφια του, παρά να έλθει σε έριδες μ’ αυτόν.
     Ο Σουλτάν Χαμίτ είχε δώσει προνόμια στους Χριστιανούς και στις δημόσιες θέσεις καθόντουσαν ένας Tούρκος και ένας Χριστιανός, και είχαν συνάμα και τούρκικα ονόματα όπως Σιαζί εφέντη, Σεκί εφέντη, κτλ., έτσι και ο παππούς μου, έκαμε χρέη δικαστού επί εικοσιτέσσερα χρόνια στην Τούρκικη Έδρα, όπως και ο αδελφός του ο Συμεών έκαμε χρέη υπουργού επί δέκα εννέα χρόνια. Και όταν πέθανε ο Συμεών άφησε εκείνην την εποχή στον μοναχογυιό του, εκατόν ογδοήκοντα επτά χιλιάδες λίρες χρυσές, ρευστόν χρήμα, εκτός από τα ακίνητα. Ήσαν από τους προύχοντας της χώρας και έκαμαν αρκετές δωρεές, όπως τα ξακουστά λουτρά της Aγκύρας, ανδρών και γυναικών, τα τζενκίλ χαμαμί, τα σχολεία αρρένων και θηλέων.
     Το νηπιαγωγείο το είχε κτίσει η κυρία Δέσποινα Κιουπετσόγλου, η οποία είχε σπουδάσει και την μαμά μου Κυριακή Πεστιματζόγλου και την αργότερα κυρίαν Σεμέλη Κιοπελόγλου, της οποίας το πατρικό όνομα δεν θυμάμαι.
     Σαν τις καλύτερες μαθήτριες της σχολής Αγκύρας τις εσπούδασε με δικά της έξοδα στην Πόλι, στην Παλλάδα επί έξι χρόνια. Μετά την επιστροφή τους και οι δύο δίδαξαν επί δύο χρόνια και μετά πανδρεύθηκαν και έμειναν και οι δυο ώς την καταστροφή μας δυο αχώριστες φίλες.
     Ο παππούς είχε οκτώ παιδιά, τέσσερες κόρες και τέσσαρα αγόρια. Ο πρώτος ήταν ο πατέρας μου που είχε πάρει το όνομα του Αγίου Κλήμεντος, ο Ιωάννης, ο Μιλτιάδης, και ο Σταύρος, η Άννα, η Κλεοπάτρα, η Ευδοξία και η Αγλαΐα που ήταν πολύ όμορφη και πολύ καλή.
     Η γιαγιά μας η Σοφία ήταν πολύ κοσμική στην εποχή της και ντυνόταν πολύ όμορφα. Θα σας πω ένα ανέκδοτο απάνω σ’ αυτό.
     Ο παππούς τής έφερνε τα ρούχα της απ’ την Πόλη. Μια φορά της έφερε ένα ωραιότατο φόρεμα που στοίχιζε ολόκληρη περιουσία. Στην Άγκυρα δεν ζούσαν έξω ζωή. Έκαμναν βεγγέρες, έδιναν χορούς, μπάλο πολυτελέστατο. Μπουφέδες με άφθονα κεράσματα, ξεφαντώματα ώς το πρωί. Αφού οι ξένοι που ερχόντουσαν έμεναν με ανοιχτό το στόμα, πώς μέσα σε τόσους Tούρκους μπορούσαν και κρατούσαν οι Χριστιανοί αυτά τα γλέντια.
     Λοιπόν αφού η γιαγιά φόρεσε δυο-τρεις φορές αυτό το φόρεμα, μια μέρα ο παππούς βλέπει στην εκκλησία μια κυρία που δεν ήταν σε θέση να διαθέση τόσα λεφτά, να φορεί το ίδιο ακριβώς φόρεμα. Στεναχωρέθηκε ο παππούς, ειδοποίησε τον άνδρα της να πάει στο γραφείο του. Όταν τον ρώτησε με τι τρόπο, και πώς πήραν τόσο ακριβό ρούχο, ο άνθρωπος είπε το δράμα του, πως από την ημέρα που είδε η γυναίκα του το ρούχο αυτό τον έβαλε στα αίματα. «Ή μου φέρνεις και μένα το ίδιο ή χωρίζουμε», του είπε. Και αναγκάσθηκε να πουλήση ό,τι είχε και δεν είχε για να της φέρει το φόρεμα. «Έχω καταστραφεί άρχοντά μου» είπε. Ο παππούς τού είπε να πάρη το φόρεμα και την γυναίκα του και να έλθη την άλλη μέρα σπίτι του.
     Την ημέρα εκείνη παρήγγειλε στον υπηρέτη του να ανάψει τον φούρνο του σπιτιού. Παρήγγειλε στην γιαγιά να κατεβάση η υπηρέτρια και το δικό της φόρεμα, και τα δυο φορέματα τα ’ριξε στον φούρνο μέσα και τα ’καψε.
     Είπε στην κυρία «λυπούμαι πάρα πολύ που εγώ έγινα αιτία φέρνοντας τέτοιο φόρεμα στην γυναίκα μου, να σε κάνω και σέναν να καταστρέψεις τον άνδρα σου. Εύχομαι άλλη φορά να μην γίνη αυτό. Επλήρωσε στον άνδρα της ό,τι είχε ξοδέψει και τους συμβούλεψε, να είναι και οι δυο τους λογικοί και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Έφυγαν ευχαριστώντας τον με σεβασμό.
     Άλλοι καιροί και άλλοι άνθρωποι. Ό,τι έκαμναν οι μεγάλοι είτε άρχοντες ήσαν είτε οικογενειάρχαι, έπρεπε να τους ακούν με σεβασμό. Τώρα ο σεβασμός πέθανε και μαζί του η αρχοντιά. Για την εποχή μας είναι πράγματα απίστευτα, αλλ’ αυτή ήταν η γυμνή αλήθεια, οι μεγάλοι διοικούσαν τα πάντα, αλλά δίκαια και με στοργή στην πατρίδα μου.
     Ένα άλλο ανέκδοτο για τον θείο και νουνό του πατέρα μου. Ήταν πολύ φιλάργυρος ο Συμεών Καρασούλ, λένε μια παροιμία γι’ αυτόν: «Καρασουλούν καβλήντζε τσορπά κεστή»1. Κάποτε κάλεσε έναν από τους Αλτηντόπ οι οποίοι φημίζονταν πως ήσαν καλοφαγάδες. Το τραπέζι της Ανατολής είναι περίφημο. Αφού σέρβιραν πολλά και διάφορα και σούπα από γαλοπούλα, μόλις η υπηρέτρια έφερε την πιατέλλα με την γαλοπούλα, σηκώθηκε όρθιος ο κ. Συμεών Καρασούλ, και είπε στη κοπέλα: «μη, μη παιδί μου φέρνεις το κρέας, η σούπα μάς έκοψε, το κρέας το βράδυ.» Και η παροιμία έμεινε αξέχαστη.
     Όταν του έκαμναν παράπονο οι δικοί του για κάτι τέτοια έλεγε: «το κάνω για παραδειγματισμό, εγώ έχω λεφτά δόξα τω θεώ». Όλη η περιουσία του μετά τον θάνατό του πέρασε στον μοναχογυιό του Παναγιώτη Καρασούλ που όπως έλεγε ο πατέρας μου, δεν ήταν πολύ μορφωμένος, αλλά ήταν εξυπνότατος.
     Αμέσως τα περισσότερα λεπτά τα έκλεισε σε ακίνητα και στην μεγάλη φωτιά του 1916, κάηκαν τριάντα έξι σπίτια και μαγαζιά του. Στο πατρικό του σπίτι έδιναν συχνά μπάλο, και χορούς που έχουν μείνει αλησμόνητοι. Σ’ ένα τέτοιο χορό στα χρόνια της δόξας τους, έγινε και ένα επεισόδιο. Αξίζει να σας το περιγράψω.
     Ενώ ήσαν οι καλεσμένοι στο κέφι επάνω, η γιαγιά μου κατέβηκε κάτω να ρίξει μια ματιά στα παιδιά τους που ήταν στην φροντίδα των υπηρετριών. Τον θείο μου Μιλτιάδη τότε τριών χρονών δεν τον βρίσκει κοντά στα άλλα παιδιά. Ψάχνουν απ’ εδώ, ψάχνουν απ’ εκεί, πουθενά δεν βρίσκεται το παιδί. Ειδοποιούνται επάνω, αναστατώνονται όλοι, σταματούν οι χοροί, ψάχνουν μέσα έξω, πουθενά, ούτε ίχνος του. Ας σημειωθεί πως υπήρχε τουλάχιστον 40-50 πόντους χιόνι και συνέχεια χιόνιζε. Βγήκαν στην πίσω αυλή, ίχνη δεν υπήρχαν στα χιόνια. Άξαφνα η γιαγιά μου είπε: «μήπως το παιδί ανέβηκε στην δεξαμενή και έπεσε μέσα»; Έτρεξαν προς τα εκεί με αναμμένα φανάρια και φώναξε η γιαγιά: «Μιλτιάδη, παιδί μου, πού είσαι;» Και σε λίγο μια μακρινή φωνή ήλθε μέσα απ’ τη δεξαμενή. «Μητέρα εδώ είμαι». Απόρησαν οι άνθρωποι, πώς ήταν δυνατόν να ζει το παιδί μέσα εκεί; Σκύβουν, τι να δουν. Το παιδί καθόταν ήσυχα ήσυχα στο εσωτερικό μέρος της δεξαμενής, όπου έβαζαν σκάλα οι υπηρέτες για να καθαρίσουν όταν χρειαζόταν να κατεβούν, γιατί το εσωτερικό ήταν πιο ανοιχτό από το κύριο στόμιο, κι έτσι ήταν αδύνατο χωρίς να πέσει το παιδί στο νερό να περάσει εκεί.
     Όταν τέλος πάντων έβγαλαν το παιδί, σταγόνα νερό δεν είχε επάνω του. Ρώτησαν πώς μπόρεσε να κατεβή εκεί. Τους είπε: «Εγώ έτρεχα να πάω στην μητέρα και άξαφνα πλουμ έπεσα κάτω. Μια καλή κυρία που φορούσε όλο άσπρα με σήκωσε στα χέρια της και μ’ έβαλε να καθήσω εκεί και κοιμήθηκα», είπε.
     Όλοι δοξάσανε την Χάρη της που φύλαξε το παιδί, η γιαγιά ήταν πολύ θρήσκα μέχρι τέλους της ζωής της. Αλλά και ο θείος μου και νουνός μου Μιλτιάδης, ποτέ στην ζωή του δεν είχε ξεχάσει το επεισόδιο αυτό. Θυμόταν ολοζώντανα την σκηνή αυτή και κάποτε που εγώ σαν μάνα έτρεμα και πρόσεχα ίσως υπερβολικά την μοναχοκόρη μου, με μάλωσε: «Γιατί κάνεις έτσι κόρη μου, νομίζεις πως εσύ θα φυλάξεις το παιδί σου; εσύ είναι δυνατόν να την προφυλάξεις, αν δεν την φυλάξει η Παναγία; Τα παιδιά τα μεγαλώνει αυτή, αρκεί εσύ να εμπιστευθείς σ’ αυτήν. Και μου ’πε αυτήν την παροιμία, «μπεκλέρσε μπεκτσιλέρ μπεκτσισή νέγνεσιν μπεκτσιλερίν μπευλεμεσινί», αν φυλάξη ο αρχηγός των φυλάκων τι χρείαν έχεις τη φύλαξιν των φυλάκων.
     Λένε πως οι νουνοί είναι πνευματικοί πατέρες μας. Το όντι αυτή η συμβουλή του νουνού μου, με βοήθησε πολύ, αργότερα στη ζωή μου.
 
 
ΣHMEIΩΣH
 
1. Κατά τη γνώμη του Kαρασούλ μάς χόρτασε η σούπα.

(από το βιβλίο: Aνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Aναμνήσεις από τη χαμένη μου πατρίδα [Η ζωή μου στην Άγκυρα], Aθήνα 1966)