[ Τα λουτρά των Καρασουλαίων ]
Καρασούλη-Mαστορίδου Aνδρονίκη
Εκτύπωση
Κάθε εβδομάδα που πηγαίναμε στα λουτρά των Καρασουλαίων, είχαμε ιδιαίτερη αίθουσα. Και μέσα και έξω ήσαν τόσο ωραία κτισμένα, δεν θυμάμαι να είδα αλλού ωραιότερα λουτρά. Μπαίνοντας απ’ την μεγάλη εξώπορτα προχωρούσες σ’ ένα χωλ θολωτό, σε μια δεύτερη πόρτα. Πίσω απ’ αυτήν ήταν μια αυλή μεγάλη σκεπασμένη με τζαμωτό θόλο πολύ αψηλό και σχημάτιζε έναν μεγάλο κύκλο με σκάλες γύρω γύρω, που οδηγούσαν σε μικρά δωμάτια όπου ήσαν βαλμένα ντιβάνια μόνιμα. Επάνω σ’ αυτά έστρωναν οι γυναίκες ένα κιλίμι, από πάνω ένα τσιλτέ, πολύ λεπτό στρώμα βαμβακερό ειδικά φτιαγμένο με ωραία σχέδια, και από πάνω ένα χασεδένιο με νταντέλες ή κεντήματα. Φαντασθήτε, υπήρχε συναγωνισμός μεταξύ των γυναικών ποια θα είχε την ωραιότερη εμφάνιση και πάνω σ’ αυτό το ντιβάνι βάζανε της καθεμιανής τον μπόγο, που ήταν από μετάξι ή λαχούρι περσικό.
     Όταν ήταν να πάμε εμείς στα λουτρά, τα ξαδέλφια μου χαιρόντουσαν γιατί θα ήσαν σε ιδιαίτερη αίθουσα και μακριά απ’ τον πολύ θόρυβο, τις φωνές και τα κλάματα των παιδιών που μας έδιναν κάποια ταραχή σαν φοβία. Αφού γδυνόντουσαν οι μαμάδες μας, φορούσαν τον πατροπαράδοτο φιτά, υφασμένο από μετάξι με ασημένιες γραμμές, ή βαμβακερό. Στα πόδια τους φορούσαν κάτι τσόκαρα πολύ αψηλά καπλαντισμένα με καθαρό ασήμι σκαλιστά, έργα τέχνης. Λυπάμαι τόσο που δεν φέραμε ούτε ένα σαν δείγμα τουλάχιστον.
     Όταν ήσαν πια έτοιμες, η Χαμαμτζί Kατίν, που ήταν πάντα τουρκάλα, έστελνε του βοηθούς της να πάρουν τα λαγύνια που μέσα ήσαν σαπούνια, κτενάκια, χαμαμί τασλαρί και μικρά λαγύνια για τα παιδιά. Έπαιρναν και την μαμά αγκαζέ για να πάμε μέσα.
     Μόλις μπαίναμε οι φωνές του κόσμου μάς τρέλλαιναν, αλλ’ όταν φθάναμε στο ιδιαίτερο, και κλείναμε την πόρτα, τα πάντα ησύχαζαν. Απ’ εκεί και πέρα ήταν μια απόλαυσις, αν δεν μας έβαζαν οι μαμάδες μας πολύ ζεστό νερό.
     Στο δικό μας είχαν τρεις γούρνες κρύο και ζεστό νερό. Μας έβαζαν τους μικρούς στα μικρά λαγύνια, να καθήσουμε μπροστά τους και αρχίζανε να μας λούζουνε.
     Ώρες κρατούσε το μπάνιο και αφού τελειώναμε ερχόντουσαν οι χαμαμτζήδες και ρωτούσαν αν θέλουμε τίποτα και μας έφερναν με την βοήθεια μιας από την παρέα, τα χαβλού και τα μπουρνούζια μας.
     Φέρναμε δροσιστικά και διάφορα κρύα φαγητά που τα ’χαμε ετοιμάσει στο σπίτι, «χοσάφια» κτλ. και βγαίναμε με τα μπουρνούζια μας σ’ ένα άλλο θάλαμο που λεγόταν «Σοβούκ Χαβλέτ», όχι τόσο κρύο. Ήταν στη μέση ένα μαρμάρινο στρογγυλό σαν τραπέζι όπου καθόντουσαν πολλοί άνθρωποι, να φάνε και να πιούνε. Μετά το λούσιμο καταλαβαίνετε πόσο ωραία μας φαινόντουσαν όλα.
     Αφού τελειώναμε, ερχόντουσαν οι Νατίρ. Έτσι λέγαν τους βοηθούς της Χαμαμτζί Κατίν. Μάζευαν ό,τι είχαν φέρει, τα λαγύνια κτλ., παίρνανε και τη Μαμά αγκαζέ, για να πάμε στα ντιβάνια. Όταν περνούσαμε μπροστά απ’ την Χαμαμτζί Κατίν, αυτή κατέβαινε τα σκαλάκια και φιλούσε το χέρι της μαμάς, από σεβασμό ίσως για τους Καρασουλαίους, γιατί δεν έβλεπα να κάνει το ίδιο και στους άλλους.
     Αφού ντυνόμαστε και είμαστε έτοιμοι, η Χαμαμτζί παρήγγελνε να φέρουν το γαϊδουράκι του λουτρού για να τα φορτώσουμε όλα στους χεγπέδες που ήταν τόσο ωραίοι, υφαμένοι σαν χαλί, και στην Άγκυρα τους συνηθίζανε πολύ. Μετά γυρνούσαμε σπίτι μας.

(από το βιβλίο: Aνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Aναμνήσεις από τη χαμένη μου πατρίδα [Η ζωή μου στην Άγκυρα], Aθήνα 1966)