[ Kοινωνικές και οικογενειακές σχέσεις ]
Καρασούλη-Mαστορίδου Aνδρονίκη
Εκτύπωση
Στην Άγκυρα υπήρχε μια ταξική διαφορά δυστυχώς. Οι πλούσιοι και αν είχαν ξεπέσει, κρατούσαν μια αλύγιστη στάση απέναντι στους εργαζομένους ας ήσαν και ικανώτεροι και οικονομικώς ανεξάρτητοι. «Δεν είναι αυτοί οι άνθρωποι της σειράς μας», άκουες συχνά και απέφευγαν να δώσουν ή να πάρουν κόρες αναμεταξύ τους. Αυτό το θλιβερό το είχα διαπιστώσει μόνη μου, όταν μια πολύ καλή μου συμμαθήτρια, αγάπησε έναν νέο πλουσίας οικογενείας, που σαν άνθρωπος δεν άξιζε τίποτα. Η πεθερά και η κουνιάδα άκουσα να λένε: «αφού την θέλει, θα την έχουμε σαν υπηρέτρια στο σπίτι μας», γιατί ήταν φτωχού αλλά τίμιου οικογενειάρχου κόρη. Μου είχε κακοφανεί τόσο.
     Η διαφορά αυτή έφθανε μέχρι την Εκκλησία. Οι πλούσιοι είχαν τα στασίδια τους στο όνομά τους και καμιά φτωχιά δεν πήγαινε να σταθή έστω και αν έλειπαν οι ιδιοκτήται. Υπήρχε όμως μια κατανόηση περίεργη μεταξύ τους. Δεν παραπονιόντουσαν και οι μεν και οι δε αναγνώριζαν την διαφορά. Υπήρχε ευγένεια και σεβασμός αναμεταξύ τους και τόση λεπτότητα συμπεριφοράς από την εποχή της γιαγιάς μου ακόμα, που η μόρφωση ήταν τόσο δύσκολη υπό τας συνθήκας που σας περιέγραψα. Αλλά μόνον τα θρανία δεν μπορούν να μορφώσουν την ψυχή των ανθρώπων όταν δεν είναι βαθιά θεμελιωμένη η ευγένεια στις ψυχές των παιδιών από τους γονείς. Θυμάμαι τις συμβουλές των γιαγιάδων μου, «Παιδιά μου μην λέτε κουβέντα για κανέναν που δεν μπορείτε να τη λέτε μπροστά του. Μην είσθε ποτέ μικρόψυχοι και ποτέ μην κάνετε το άτοπο για να μην αναγκασθήτε να ζητήσετε συγνώμη και ό,τι άτοπο βλέπετε σκεπάστε το αν μπορείτε. Ποιος ξέρει τι αιτία θα ’χει» κτλ.
     Καταλαβαίνετε πόση ψυχική μόρφωση είχαν αυτές οι αμόρφωτες γυναίκες και τη μετέδιδαν στα παιδιά τους, τόσο τέλεια και τόσο ωραία που φοβάμαι πως μπροστά τους ωχριούν οι μορφωμένες της εποχής μας.
     Η μητέρα ήταν υπεύθυνη για κάθε της παιδί να δώση μια καλή ανατροφή. Κάθε κοπέλα έπρεπε να ξέρη να συμπεριφέρεται με σεβασμό και με γλυκύτητα σε όλους. Να ξέρει να μαγειρεύει, να ράβει, να κεντάει κτλ. Από δεκαπέντε χρονών ήσαν τέλειες οικοκυρές. Εκείνο που δεν ήξεραν ήταν η έξω ζωή. Όπως ήσαν μεγαλωμένες με περιορισμό δεν είχαν ούτε την εκλογή του άνδρα που θα έπαιρναν. Οι γονείς μεταξύ των κανονίζανε όπως ταίριαζε στην σειρά τους και οι κοπέλες δέχονταν αδιαμαρτύρητα.
     «Ζούσαν άσχημα;» θα πήτε. Κάθε άλλο· υπήρχε σεβασμός και εκτίμηση και απ’ τις δύο μεριές. Οι άνδρες φερόντουσαν με κατανόηση και αγάπη στην οικογένειά τους, και οι γυναίκες τούς περιποιόντουσαν και τους εκτιμούσαν όσο τίποτε άλλο. Νομίζω εκεί υπήρχε η ισότης. Και στην χαρά και στην λύπη οι άνδρες ήσαν στο πλευρό των γυναικών τους. Οι άνδρες ίσως από την βαρβαρότητα των Tούρκων, ούτε καν στο καφενείο δεν πήγαιναν, όπως σ’ άλλα μέρη. Τις διασκεδάσεις τους τις συνδυάζανε με τις γυναίκες τους. Περνούσαν τα βράδια τους, με βεγγέρες δύο τρεις οικογένειες μαζί, παίζανε χαρτιά, λέγανε ιστορίες, γεγονότα, και θυμάμαι όποιος έχανε στα χαρτιά έπαιρνε χαλβά τελτελιλί που τον πουλούσαν οι Tούρκοι αργά την νύχτα. «Χαλβά άλυγ χολβά τελ τελιλή», έτσι φωνάζανε κάτω από τα σπίτια. Και το φτιάχνανε τόσο ωραίο, φτιάχνανε και στα σπίτια, αλλά ήταν δύσκολο να το επιτύχουν και προτιμούσαν το έτοιμο. Στον παιδόκοσμο γινόταν πανζουρλισμός. Αλήθεια ήταν ένα υπέροχο πράγμα, πώς δεν έκαμε κανείς εδώ απορώ. Στις βεγγέρες τα κεράσματα ήσαν άφθονα. Τα γλυκά των Αγκυρανών ήσαν φημισμένα, μπορεί να πη κανείς η γης της Επαγγελίας. Και η λύπη μου είναι απερίγραπτη όταν θυμάμαι πως οι αδελφοί Έλληνες έφθασαν μέχρι εκεί και ανόητα γύρισαν πίσω. Αν έμεναν εκεί, σ’ εκείνα τα μέρη, σήμερα θα ήσαν άφθαστοι. Ποια κατάρα θεού τους χωρίζει ώστε να μην βλέπουν το συμφέρον της Πατρίδας τους, που γι’ αυτήν έχει χυθεί τόσο αίμα, και ενωμένοι χέρι χέρι με αγάπη να βαδίσουν, ενώ είναι και Xριστιανοί; Μία θυσία θεού δεν μπόρεσε να μας δώσει να καταλάβουμε την σημασία της λέξεως αυτής που λέγεται αγάπη; αν είχαμε καταλάβει εμείς τουλάχιστον οι Χριστιανοί, ο κόσμος ήθελε να αλλάξη συθέμελα, αυτό είναι το παράπονό μου.

(από το βιβλίο: Aνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Aναμνήσεις από τη χαμένη μου πατρίδα [Η ζωή μου στην Άγκυρα], Aθήνα 1966)