[ Tο τσιφλίκι της οικογένειας ]
Καρασούλη-Mαστορίδου Aνδρονίκη
Εκτύπωση
Ήταν εννέα ώρες μακριά από την Άγκυρα, έστελνε ο πατέρας τον Χαρόν, τον αμαξά μας. Ήταν Tσερκέζος και ήταν σαράντα χρόνια στην υπηρεσία μας. Έστελναν τα αμάξια του τσιφλικιού και παίρνανε το αμάξι του αραμπατζή. Εχρετλίκ τον έλεγαν, ήταν Xριστιανός και μαζί τους ξεκινούσαμε πριν την ανατολή του ηλίου. Πώς εμπιστευόντουσαν σε δυο τρεις άνδρες τόση μακρινή διαδρομή, απορώ. Ο πατέρας κατέβαινε βέβαια να μας προϋπαντήσει, δεν λέω, αλλά τις περισσότερες ώρες και τα περισσότερα επικίνδυνα μέρη τα περνούσαμε με τους αμαξάδες, όπως οι ξακουστοί δρόμοι Κιζίλ γιοχούς «Κεπεκλή χιοχουσού», που ήταν φωλιά των χειρότερων ληστών. Τόσα ψηλά βουνά περνώντας ανάμεσα έβλεπες τον ουρανό σαν δίσκο επάνω απ’ το κεφάλι σου. Δεν ξεχνώ ποτέ της τόσο άγριας φύσης την ομορφιά.
     Όταν φθάναμε σ’ αυτά τα μέρη ένοιωθα άθελά μου πως η ψυχή μου έφθανε μέχρι στον καλό θεό, και άρχιζα τις προσευχές και τα τραγούδια, ο αμαξάς μας μου ’λεγε να μην τραγουδώ για να μην προσελκύσουμε κανέναν ενοχλητικό.
     Έτυχε να μας σταματήσουν πολλές φορές και να ρωτήσουν ποιανού είναι η φαμίλια, και όταν ο αμαξάς έλεγε ότι είναι η φαμίλια του καρά ογλάν, έτσι γνώριζαν τον πατέρα οι περισσότεροι για τις φιλοξενίες που τους έκαμνε, έλεγαν: «Χάιτι ουγουρλάρ ολσούμ σελάμ Καραογλανά» και μας αφήνανε να φύγουμε.
     Μου ’χε μείνει αξέχαστο το χάνι του Τουζλού κιόλ.
     Μια χρονιά ήταν μαζί μας η θεία μου η Αγλαΐα, αδελφή του πατέρα μου που ’χε γυρίσει απ’ την Αθήνα ύστερα από δέκα χρόνια διαμονή, κοντά στην ξαδέλφη μου Μαρίκα Καλαντζοπούλου που ’χε έλθει το 1904 στην Αθήνα και είχε πανδρευθεί τον Τάκη Καλαντζόπουλο, αργότερα βουλευτή του Ελ. Βενιζέλου. Eίχε έλθει να ξεσηκώσει τα αδέλφια της, να φύγουν απ’ την Τουρκία, γιατί ο έξω ο κόσμος δεν έβλεπε καλά τα πράγματα. Δυστυχώς δεν προλάβαμε.
     Λοιπόν πηγαίναμε μαζί στο τσιφλίκι. Φθάσαμε δεν ξέρω γιατί κατά τις τέσσερις η ώρα στο χάνι. Με συμφωνία των αμαξάδων και του Χαντζή κανόνισαν να περάσουμε την νύχτα μας στο χάνι. Μας άφησαν τα παιδιά στον κήπο, η μαμά, η γιαγιά Σοφία, και η θεία Αγλαΐα ανέβηκαν επάνω. Ενώ εμείς αμέριμνα παίζαμε στον κήπο που είχε και πολλά δένδρα καρποφόρα, άξαφνα βλέπουμε τον Χαντζή να τρέχει προς το μέρος μας. Αρπάζει εμάς και τ’ άλλα παιδιά και μας πετάει μέσα στο σταματημένο αμάξι και μας φοβερίζει μην τυχόν κατεβούμε απ’ εκεί, γιατί θα μας σκοτώσει. Την ίδια στιγμή ακούγονται τουφεκιές και η φωνή της θείας μου και της μαμάς. «Τι τρέχει, τι τρέχει, τα παιδιά μας, Παναγιά μου» φωνάζανε. Και τους καθησύχασε ο Χαντζής, πως δυο μέρες τώρα κυνηγούσαν ένα μεγάλο φίδι, και μόλις το ηύραν και το σκότωσαν αφού ασφάλισαν τα παιδιά. Η μαμά δεν εύρισκε ησυχία αλλά η γλυκειά μου θεία Αγλαΐα την καθησύχασε και το υπόλοιπο της νύχτας πέρασε ήσυχα. Μόλις άρχισε να ξημερώνει σηκωθήκαμε να φύγουμε αλλά τι ομορφιά ήταν εκείνη όταν άνοιξαν τα παράθυρα; ένας καταρράχτης έπεφτε απ’ το βουναλάκι σύρριζα στο χάνι. Μέσ’ στο περιβόλι τα πουλιά σε σμήνη να κελαϊδούν ασταμάτητα, να κάνουν παιχνίδια με τα νερά πάπιες, κότες, να στριφογυρίζουν γύρω γύρω στο νερό και γύρω στα δένδρα. Δένδρα καρποφόρα, κορόμηλα πρώτη μου φορά εκεί είδα μαύρα και μεγάλα σαν αυγά.
     Η θεία μου ζήτησε να μας σερβίρουν το πρωινό μας στην βεράντα, να απολαύσουμε όσο μπορούσαμε την θέα περισσότερο. Ο Χαντζής δεν ήξερε πώς να μας περιποιηθεί. Ήταν γνωστός του πατέρα και κάθε μπαϊράμι και ραμαζάνι τούς έστελνε ένα δυο αρνιά με τενεκέδες τυριά, μέλι. Και όταν περνούσαμε μας περιποιόντουσαν, όσο μπορούσαν. Δεν θέλαμε να χωρισθούμε απ’ εκεί και η θεία Αγλαΐα έγραψε στίχους και έβαλε την υπογραφή της στους τοίχους του χανιού. Ήταν ένα μέρος σαν παράδεισος, ποτέ μου δεν το ξέχασα και ούτε βρέθηκα ποτέ σ’ ένα τέτοιο μέρος που να συνδυάζει το βουνό, τον καταρράχτη, τον κήπο σαν δάσος και τόσα πουλιά.
     Φεύγοντας απ’ εκεί ύστερα από δυο ώρες ανταμώσαμε τον πατέρα, που ερχόνταν να μας πάρη, πάνω στο άλογό του με στολή άσπρη αρναούτικη με φυσεκλίκια σταυρωτά, με πιστόλια στο σελαχλίκι. Ήταν πάντα έτσι ντυμένος στα ταξίδια του, και με πράσινο σαρίκι στο φέσι του. Όλοι γύρω οι Tούρκοι τον αγαπούσαν και τον έτρεμαν. Ήταν αφάνταστα καλός και απερίσκεπτα τολμηρός. Οι Tούρκοι έλεγαν «Τελή Κήλημαν». Αφού τελείωσε την Εμπορική Σχολή της Χάλκης στην Πόλη, ο παππούς μου ο Χαράλαμπος Καρασούλ, του είπε «παιδί μου, χωρίς εσένα το τσιφλίκι δεν μπορεί να σταθή στα πόδια του. Θα σου δώσω δυο έμπιστούς μου ανθρώπους που μπορούν να τα βάλουν με είκοσι αρχιληστάς να σου μάθουν τις παγίδες και το πώς να φυλαχθείς, γιατί δεν είναι μια περιουσία να περιφρονηθεί.» Ήταν 62.000 χιλ. στρέμματα έκτασις, με 38 σπίτια, μέσα 2 κονάκια για μας, τρεις και πλέον χιλιάδες πρόβατα, αγελάδες βουβάλια και άλογα, αγέλη. Πώς να τα αφήσουν. Και ο πατέρας ανέλαβε. Τα άλλα αγόρια μικρότερα σπουδάζανε. Ο πατέρας δεν τον συγχώρησε τον παππού στην ενέργειά του αυτή. Να τον στείλη τόσο νέο, τόσο μορφωμένο μέσα στην ζούγκλα των ληστών και των ανθρώπων του βουνού να χαραμίση την ζωή του. Ενώ και λεφτά είχε και τον τρόπο του, να τον στείλη στην Ελλάδα. Αφού για να αποφύγη την στρατολογία του, είχεν έλθει δύο-τρεις φορές και παράφορα αγαπούσε την Ελλάδα. Και όταν αργότερα εξορίσθηκε, οι Tούρκοι τον ενοχοποίησαν πως ήταν Ελληνόφρων.
     Ο πατέρας έμενε στο τσιφλίκι συνέχεια επί σαράντα έξι χρόνια ως την σφαγή του δεκαπέντε. Στην Άγκυρα ερχόταν κάθε τρεις και πέντε μήνες και έμενε κανένα μήνα και ξανάφευγε.
     Στις γιορτές προσπαθούσε να βρεθή κοντά μας και προπαντός στην δική του την εορτή του Αγίου Κλήμεντος. Ήξερε πως όλοι οι συγγενείς τον περίμεναν με αγάπη και ανυπομονησία, να ακούσουν από το στόμα του τόσα ανέκδοτα της ζωής του, που τα διηγόταν τόσο όμορφα, που αν ήταν δυνατόν να γράψω όσα ξέρω εγώ, θα ’ταν ολόκληρο βιβλίο.
     Κάποτε μας είχε διηγηθεί πώς έπεσε την πρώτη φορά στα χέρια ενός αρχιληστού. Πήγαιναν, λέει, με τον υπηρέτη του, στα Άδανα να φέρουν ποίμνιο και είχε στο κεμέρι του 800 λίρ. χρ. Από μακριά είδαν κάτι ύποπτες κινήσεις. Ο πατέρας λέει τότε στον υπηρέτη, αν καταλάβει καμιά επίθεση, να μην νοιάζεται γι’ αυτόν, παρά να τρέξει στο κοντινό χωριό να ειδοποιήσει την διοίκηση με κάθε τρόπο. Εν τω μεταξύ βγάζει τα λεφτά και τα κρύβει στην σέλα του αλόγου του.
     Οι λησταί πλησίαζαν, τον κατάλαβαν όσο μακριά τους και αν ήταν.
     Ο πατέρας δίνει το σύνθημα στον υπηρέτη να φύγει και ο ίδιος κρύβει κάτι στη γη. Οι λησταί αντελήφθησαν και είδαν και τον άλλον να φεύγει καλπάζοντας. Κύκλωσαν τον πατέρα. Ο πατέρας δεν αντιστάθηκε, ήταν μάταιο. Ήταν καμιά τριανταριά. Τον έπιασαν, άρχισαν να τον ρωτούν ποιος είναι, τι έκρυψε και πού, δεν απαντούσε. Άρχισαν να τον βασανίζουν. Κράτησε αρκετή ώρα. Αυτός δεν μιλούσε. Αγρίεψαν, φώναξαν τον αρχηγό τους, και ένας ερεθισμένος απ’ την σιωπή του έβγαλε το χαντζάρι του να τον χτυπήση. Έφθασε ο αρχηγός τους και όταν είδε τον πατέρα, τα ’βαλε με τους ανθρώπους του. «Δεν ντρέπεσθε να τα βάλετε μ’ ένα αμούστακο παιδί, που σας κρατά τόση ώρα και δεν παίρνετε μια κουβέντα απ’ το στόμα του; Και συ με το χαντζάρι σου χάσου απ’ τα μάτια μου, που θες να τον σκοτώσεις. Τέτοιους λεβέντες κάθε μάνα δεν γεννά».
     Και γυρίζει στον πατέρα και αρχίζει να τον καλοπιάνει. Του είπε πως είναι άξιο παληκάρι και έπρεπε να ’ναι μουσουλμάνος, η λεβεντιά αξίζει σ’ αυτούς. Καμιά απάντηση δεν παίρνει.
     Αφού τον έψαξαν και δεν ηύραν λεφτά επάνω του τον άφησαν ελεύθερον.
     Ο πατέρας περιπλανήθηκε κάμποσες ώρες στα γύρω μέρη νομίζοντας πως έφυγαν οι ληστές. Γύρισε στο ίδιο μέρος για να πάρη αυτό που έθαψε στην γη. Προσηλωμένος στη δουλειά του, δεν κατάλαβε πως αυτοί τον παρακολουθούσαν. Έβγαλε τα δυο πιστόλια που αυτά είχε χώσει στη γη και σηκώνοντας τα μάτια του είδε τους ληστάς που τον είχαν κυκλώσει. Ο υπαρχηγός τους ρώτησε, γιατί έκρυψε τα όπλα αφού δεν ήταν χρήμα; Ο πατέρας μου έρριξε μια ματιά στο άλογό του, που δεν το χωριζόταν ποτέ, και είπε στον ληστή, γιατί με τα λεφτά δεν μπορούσε να τον σκοτώσει, ενώ με τα όπλα μπορούσε. Θύμωσε και χύμηξε ο ληστής να τον σκοτώση. Σαν αστραπή ο πατέρας άδειασε το πιστόλι του πάνω του και σάλταρε στο άλογό του. Ώσπου να συνέλθουν οι λησταί το σήκωσε στα τέσσαρα και τους φώναξε. «Όταν κάποτε θα σας περάσουν την θηλειά στο λαιμό σας, θα με βρείτε μπροστά σας και θα μάθετε ποιος είμαι».
     Είναι παράξενη η μοίρα, ύστερα από 11 χρόνια έτυχε να περάση ο ίδιος ληστής από το τσιφλίκι για να προμηθευτούν τρόφιμα όπως κάνουν συνήθως, και πρώτος ανεγνώρισε τον πατέρα. Όχι μόνον έγιναν φίλοι, ο λόγος το λέει, αλλά σε μια επιδρομή που θα ’καμναν άλλοι λησταί ειδοποίησε τον πατέρα να πάρει τα μέτρα του.
     Σ’ αυτούς τους ανθρώπους υπάρχει ένας άγραφος νόμος, αν φάνε απ’ τα χέρια σου, και πιούν ένα ποτήρι νερό, γίνονται φίλοι και σέβονται τη φιλία αυτή.
     Αφού πολλή ώρα έτρεξε ο πατέρας και είδε πως είχε τα λεφτά μαζί του, συνέχισε τον δρόμο του μονάχος ώς τα Άδανα. Παζάρεψε το ποίμνιο, ηύρε τρεις γερούς και γενναίους άνδρες να συνοδέψουν το ποίμνιο και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Φθάνοντας στο Μερκέζ Γιαπάν Χαμαμί ο ένας από τους τρεις, ο πιο γενναίος, χάθηκε. Ψάχνουν παντού, δεν τον βρίσκουν. Τέλος ο πατέρας πήγε στην Διοίκηση να αναφέρει. Εκεί του είπαν πως την νύχτα έχουν πιάσει ένα ταραξία μεθυσμένον και τον έχουν μέσα. Τον έφεραν να τον δη αν είναι εκείνος. Το όντι ήταν εκείνος. Μόλις είδε τον πατέρα έπεσε στα πόδια του να τον συγχωρήσει και όταν τον ρώτησε με τίνος διαταγή πήρε και το άλογο και έφυγε; αυτός έβγαλε αμέσως απ’ την εσωτερική του τσέπη ένα μπουκάλι με ούζο και βάζοντάς το επάνω στο τραπέζι του Διοικητού είπε: «αυτός, αυτός, με διέταξε, τώρα συγχωρείστε με και δεν πρόκειται να ξαναγίνει».
     Ο Διοικητής ήθελε να τον φυλακίσει αλλά όταν επέμεινε ο πατέρας να τον πάρει μαζί του και έμαθε πως ο πατέρας ήταν ο γυιος του Δικαστού, γιατί εκείνα τα χρόνια ο παππούς ήταν δικαστής, τον άφησε και γύρισαν στο τσιφλίκι.
     Ήταν τότε μόλις είκοσι έξι χρονών ο πατέρας.
     Όταν έφθασε στην Άγκυρα οι δικοί του τα ’χαν χαμένα. Τον πενθούσαν γιατί ο υπηρέτης είπε πως τον σκότωσαν οι λησταί και ετοιμαζόντουσαν για το μνημόσυνό του.
     Τέτοια ανέκδοτα υπάρχουν άπειρα στην μακρινή πορεία της ζωής του αφού έμεινε τόσα χρόνια στο τσιφλίκι μας.
     Σύνορα του τσιφλικιού ήσαν το Βεζίρ χανά, παλαιότερα χριστιανικό χωριό, το Σελαμετλί, το Γενί Κιοϊ και Καραγκετίκ.

(από το βιβλίο: Aνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Aναμνήσεις από τη χαμένη μου πατρίδα [Η ζωή μου στην Άγκυρα], Aθήνα 1966)