[ H πυρκαγιά στις χριστιανικές συνοικίες ]
Καρασούλη-Mαστορίδου Aνδρονίκη
Εκτύπωση
Το 1916 στις αρχές, ζήτησε ο θείος Σταύρος, αδελφός του Πατέρα μου να πάει στο τσιφλίκι. Όλοι προσπάθησαν να τον αποτρέψουν, γιατί αν και στους Ορθοδόξους δεν είχαν δώσει σφαγή, η κατάστασις ήταν άσχημη. Ενώ τα καλά τα χρόνια, μια φορά το χρόνο, δυο μέρες μόλις πήγαινε και γυρνούσε, τι του ήλθε τώρα που όλα είχαν καταστραφεί;  Δεν άκουσε κανέναν, πήγε. Εκεί ήσαν Τούρκοι ασκιάδες, τον έδειραν και του είπαν «χινζίρ κιαούρ, δεν ξέρεις πως μπορούμε να σας καθαρίσουμε όλους και δεν έχουμε να δώσουμε λόγο σε κανέναν;»
     Αυτά είχε γράψει στο τετράδιό του και γύρισε ένα ράκος στην Άγκυρα και σε δυο μέρες πέθανε στα σαράντα τρία του χρόνια. Τον ίδιο χρόνο πέθανε και η γλυκειά μου θεία Αγλαΐα και η θεία Κωνστάντζα αδελφή της γιαγιάς μου.
     1916, αυτή η αλησμόνητη χρονιά για τους Αγκυρανούς, η μεγάλη φωτιά όπου κάηκαν οχτώ χιλιάδες χριστιανικά σπίτια.
     1916, εικόσι εννέα Αυγούστου, ημέρα Δευτέρα. Μόλις σηκωθήκαμε το πρωί, υπήρχε στην ατμόσφαιρα μια θολούρα και κάτι κόκκινες ανταύγειες στον Ουρανό.
     Τι τρέχει, τι τρέχει, ρωτούσαν ο ένας τον άλλον. Μάθαμε πως στην συνοικία των Αρμενίων είχε αρχίσει φωτιά. Eγώ ήθελα να πάω την μικρή μου αδελφή την Κωνσταντία σε μια κυρία, που ’χε τα παιδιά σαν σχολείο και τους μάθαινε ό,τι μπορούσε, γιατί σχολεία δεν είχαμε. Την πηγαίνω και απ’ εκεί πηγαίνω στον Άγιο Κλήμεντα να δω την γιαγιά μου. Στον δρόμο βλέπω τους άνδρες να τρέχουν προς το τσαρσί, άλλοι να σώσουν τα μαγαζιά τους, άλλοι να βοηθήσουν. Βρίσκω την Χατζή-γιαγιά να περιμένη στην αυλή να μάθει από πού και σε ποια μεριά είναι η φωτιά. «Εγώ γιαγιά πάω να μάθω και θά ’ρθω να σας πω», της είπα.
     Παίρνω τον δρόμο προς το τσαρσί, φθάνω εκεί και τι να δω. Θεέ μου, τι φριχτό είναι να βλέπεις εκείνα τα ωραία σπίτια, να τα έχει κυκλώσει η φωτιά, ο καπνός, τα τριξίματα των ξύλων, οι φλόγες κάνουν κύκλους-κύκλους να βγαίνουν απ’ τα παράθυρα, τα ταβάνια να πέφτουν με τέτοιο θόρυβο, να παρασέρνουν τους τοίχους, να κρημνίζονται με πάταγο. Οι φωνές των ανθρώπων, οι προσπάθειές τους να τα γλυτώσουν σου φαίνεται κόλασις σωστή. Τα σπίτια έπεφταν το ένα πίσω στο άλλο, σαν να πέφταν ανθρώπινα κορμιά.
     Εν τω μεταξύ βλέπω ο ένας πίσω απ’ τον άλλον εγκαταλείπουν τις προσπάθειές τους για το σβύσιμο της φωτιάς και αρχίζουν να υποχωρούν. Τι συμβαίνει; ρωτούν μερικοί. Οι αρχές τούς απαγόρευσαν να τα σβύσουν, να τ’ αφήσουν να καούν, αυτό τους είπαν.
     Εγώ καρφωμένη στην θέση μου δεν μπορούσα να γυρίσω πίσω, παρακολουθούσα την φωτιά που όσο πήγαινε και δυνάμωνε. Θα ’λεγε κανείς πως αόρατα χέρια μεταφέρανε από στέγη σε στέγη την φλόγα. Και σε αρκετή απόσταση ακόμα η μία στέγη πίσω απ’ την άλλη άρπαζαν με τέτοια ταχύτητα ώστε η φωτιά γενικεύθηκε παντού. Οι μαχαλάδες των Αρμενοκαθολικών σαρώθηκαν και η φωτιά προχώρησε προς τα Καζαν-τζιλάρ, άλλη αγορά, και προς την Εκκλησία την μοναδική του Αγίου Νικολάου. Τότε όλοι οι Ορθόδοξοι βάλθηκαν με όλες τους τις δυνάμεις να κάνουν το παν να εμποδίσουν να καεί η Εκκλησία. Είδα άνδρες να κουβαλούν, όχι μόνον νερά αλλά και κιλίμια βρεγμένα, να ανεβαίνουν στην σκεπή της Εκκλησίας και να τη σκεπάζουν και να βρέχουν συνέχεια όλο το εξωτερικό της. Για μια στιγμή νομίσαμε πως γλύτωσε. Η χαρά και η ικανοποίηση φαινόταν στα πρόσωπά τους. Εκείνην την ώρα μια ομάδα Τούρκων φάνηκαν στη γωνιά. Ερχόντουσαν προς την Εκκλησία. Οι άνδρες σταμάτησαν για μια στιγμή. Ήλθαν κοντά μας, ρώτησαν πώς πάει. Στην απάντηση που ’δωσε ο θείος μου ο Αβραάμ Πασχαλίδης, γαμβρός της μαμάς μου: Σεβκετλίμ κουρταρίορουζ, δεν πρόλαβε να τελειώση την φράση του, ― ήμουν πολύ κοντά του όλη την ημέρα και τα είδα, του έδωσε ένα χαστούκι που ο άνθρωπος κλονίσθηκε. «Πράχιν γιανσύν χινζιρκιαουρλάρ ταχά ορνέκ, αλματινίζμι: ταγιλίν πουρτάν»1, φώναξε με θυμό και έφυγε.
     Τότε όλοι οι άνδρες κλαίγοντας με τα μανδήλια στα μάτια άρχισαν να υποχωρούν. Εκείνην την ώρα μια φωνή ακούσθηκε ― δεν ξέρω τίνος. «Τα ιερά της Εκκλησίας να σώσουμε». Όλοι μαζί μπήκαμε στην Εκκλησία και ό,τι μπορούσε ο καθένας πήραμε, για να τα μεταφέρουμε στον Άγιο Κλήμεντα. Εγώ μόνη μου πήγα εννέα φορές και όταν δεν μπορούσαμε πια εύκολα να μπούμε μέσα γιατί η φωτιά είχε αρκετά προχωρήσει, έμεινα στον Άγιο Κλήμεντα. Εννοείται είχαν φθάσει μεσάνυχτα, κανείς δεν καταλάβαινε τι γινόταν. Ημέρα ή νύχτα ήταν. Έφεγγε, έφεγγε συνέχεια απ’ την λάμψη της φωτιάς.
     Δεν θυμάμαι ποιος μας είπε να βάλουμε την όψι των εικόνων προς τα κάτω για να μην λυώσουν οι ζωγραφιές τους απ’ την ζεστασιά. Επί ώρες τοποθετούσαμε τις εικόνες. Μετά κατέβασα τις εικόνες της γιαγιάς και τις έβαλα σε καλάθι μεγάλο και ήμουν έτοιμη να τα πάω στο σπίτι μας και την γιαγιά μαζί, παρ’ όλη την βεβαίωσή της πως ο Άγιος Κλήμεντας δεν καίγεται. Εγώ είχα αγριέψει απ’ όσα είδα και ήθελα να την πάρω μια ώρα αρχίτερα γιατί ήταν και μόνη της στο σπίτι. Η γυναίκα που την συντρόφευε είχε πάει σπίτι της, κανείς δεν είχε καιρό να βλέπει τον άλλον. Εκείνην την ώρα ήλθαν ο Δεσπότης, το όνομά του ― δεν θυμάμαι, ο ανεψιός του, η γυναίκα του. Εγώ τότε πήρα τις εικόνες και πήγα σπίτι που έλειπα απ’ το πρωί. Η μαμά με μάλωσε βέβαια, και μου ’πε να πάρω την γιαγιά και να γυρίσω γρήγορα. Πήγα άλλες δυο τρεις φορές και έφερα ρούχα της γιαγιάς. Την τελευταία φορά στην αυλή τους έπεφταν κομμάτια δοκάρια αναμμένα. Τρέχαμε να τα σβύσουμε και ο απαίσιος καπνός που μας έπνιγε ήταν προμήνυμα πως η φωτιά ήταν πολύ κοντά. Η πείρα όλης της ημέρας εκείνης με είχε μάθει. Το είπα στον Δεσπότη, παρακάλεσα την γιαγιά να φύγουμε. Εκείνη τότε με έβαλε να φυλάξω την πόρτα της αποθήκης και μ’ ένα φτυάρι μπήκε μέσα, σε λίγο φώναξε να πάω να την βοηθήσω, και είδα, είχε παραμερίσει μια στοίβα ξερή κοπριά και από μέσα τραβούσε ένα σάκκο, αυτά τα τρίχινα που βάζουν στα άλογα τ’ άχυρό τους. Ήταν πολύ βαρύ, δεν σηκωνόταν. Ευτυχώς εκείνην την στιγμή ήλθαν ο ξάδελφος της γιαγιάς Ιωάννης Καρακάς με τον γυιο του τον Λευτέρη. Πήραν τον σάκκο και την γιαγιά και σε μέναν είπαν να τρέξω γρήγορα σπίτι μας ― γιατί η φωτιά απ’ τα Καζαντζιλάρ προχωρούσε προς τα εκεί. Και εκείνοι στο ίδιο τετράγωνο μ’ εμάς καθόντουσαν.
     Με το τελευταίο δέμα της γιαγιάς, το στρώμα και το πάπλωμά της που τα ’χα έτοιμα, να το κυλήσω στο δρόμο, φεύγω. Στο δρόμο χάνω το ένα μου παπούτσι και έτσι μονοσάνδαλη φθάνω σπίτι. Μόλις έφθασα εκεί αρχίζει άλλο πανηγύρι. Η μαμά ύστερα από τόσα είχε πάθει νευρικό κλονισμό. Ήταν άρρωστη εδώ και μήνες. Ο Πατέρας στην εξορία του, ο μικρός μου αδελφούλης ο Μιχάλης έβαλε τα κλάματα. «Αχ! φοβάμαι, σαν να πεθαίνω μου φαίνεται, απ’ τα Καζαντζιλάρ θα καούμε αδελφούλα μου», μου ’λεγε. Έπρεπε για όλους να φροντίσω εγώ. Ξέχασα την κούραση του εικοσιτετραώρου, την πείνα, την δίψα, μπροστά στους δικούς μου. Ήμουνα και είμαι αρκετά θρήσκα. Επικαλέσθηκα την βοήθεια του Θεού και βγήκα έξω να δω τι μπορώ να κάνω. Ευτυχώς την ώρα εκείνη είδα την Αναστασία Καρακάς, ξαδέλφη του πατέρα, να κατεβαίνει, με μερικά πράγματα προς τα κάτω, μου λέει «εμείς Ανδρονίκη πηγαίνουμε στο Χερκελέονυ, αν θέλετε ελάτε και εσείς. Χάρηκα. Έτρεξα μέσα, πήρα την μαμά και τα αδέλφια μου και ό,τι μπορέσαμε να πάρουμε μαζί μας, προπαντός τρόφιμα και σκεπάσματα και κατεβήκαμε μαζί της εκεί που πήγαν και εκείνοι. Εγώ πήρα το κλειδί κρυφά απ’ την μαμά και ξαναγύρισα σπίτι, γιατί ούτε λεφτά ούτε κοσμήματα η μαμά είχε πάρει.
     Έξω πολύς κόσμος ανεβοκατέβαινε. Το άγριο όμως εκείνο βουητό της φωτιάς σε φόβιζε. Την τρίτη φορά που πήγα, το δέμα που σήκωσα φαίνεται δεν ήταν για μένα. Η ταλαιπωρία όλης της ημέρας και όλης της νύχτας, η αγωνία, η πείνα, δεν άντεξα στο δρόμο έπεσα. Ευτυχώς βρέθηκε ο Σεκερτζή Ιορδάνης που ήταν ο μοναδικός, ο καλύτερος ζαχαροπλάστης της Άγκυρας. Με βοήθησε να σηκωθώ και με μάλωσε, τα νειάτα είναι απερίσκεπτα, βρε παιδί μου μπορούσες να σκοτωθείς μ’ αυτό που ’κανες. Και εγώ του είπα «μην ξεχνάς κ. Ιορδάνη, γιανκιντάν μαλ κατζιρίορουζ2, ίσως ώσπου να ξαναγυρίσω να τα βρω καμμένα.
     Ήθελα να σώσω όσα μπορούσα απ’ την μανία της φωτιάς.
     Απ’ όσα είδα σε μια μέρα μέσα κατάλαβα ότι καταβρόχθιζε τα πάντα η φωτιά.
     Να βρης χαμάλη δεν ήταν δυνατόν, όλοι τρέχανε για λεηλασίες, μόνοι μας τι μπορούσαμε να κάνουμε. Η μαμά συνήλθε λίγο, αφήσαμε τα παιδιά στην θεία Ελένη Καρακάς στο Χερκελέονυ, και μαζί πήραμε το δρόμο του σπιτιού. Στο δρόμο ηύραμε έναν Tούρκο χαμάλη και τον πήραμε μαζί μας, κάναμε μερικές μεταφορές, και όταν η μαμά τον έβαλε να φάη, αρνήθηκε ο άνθρωπος: «δεν μπορώ κυρά μου, δεν μπορώ να φάω, νομίζεις πως η φωτιά καίει μόνον σπίτια; Τα σωθικά μου καίγονται να βλέπω τον κόσμο να βασανίζεται». Ήταν καλός ο φουκαράς.
     Όλοι οι Χριστιανοί συν γυναιξί και τέκνοις, πεταχθήκαμε στο ύπαιθρο, βλέπαμε πλέον την καταστροφή μας. Δεν ξέραμε αν απ’ εκεί θα μας εξόριζαν ή θα μας εξόντωναν.
     Μείναμε στο ύπαιθρο μια εβδομάδα και μια μέρα ψάχνοντας ήλθε και μας ηύρε ο Δεσπότης και είπε στην μαμά. «Κυρία μου δεν είχαμε μυαλά όσο το παιδί σου, που μας έλεγε να φύγουμε και από τον Άγιο Κλήμεντα. Εκεί είχαμε μεταφέρει όλα τα χρυσά και ιερά σκεύη της Εκκλησίας». Και σε μένα είπε: «αντί να πάρης κόρη μου τα ρούχα της γιαγιάς σου, έπρεπε να πάρης τα ιερά σκεύη της Εκκλησίας και θα είχες την Ευλογία του Θεού». Του είπα: «Δέσποτα, αν μου το λέγατε εσείς θα τα έπαιρνα, αλλά μόνη μου πώς μπορούσα να ’χω τέτοιο θάρρος». «Έχεις παιδί μου δίκαιο είπε, να ’χης την ευχή μου». Έκλαιγε ο καϋμένος, τι πάθαμε, τι πάθαμε!
     Αφού η φωτιά κατέστρεψε τις χριστιανικές συνοικίες, έφθασε στα τούρκικα σπίτια και έβγαλαν ντελάλη. Όλος ο κόσμος υποχρεώθηκε να σβύσει την φωτιά και βγήκε διαταγή «Εντός δύο ημερών όσοι μπορούν να βολευθούν στα απομείναντα σπίτια. Οι άλλοι θα εξοριστούν στο Ικόνιο. Όλοι τρέχανε να νοικιάσουν έστω ένα δωμάτιο, για να αποφύγουν την εξορία. Και τούρκικα σπίτια ενοικιάσθηκαν ακόμα. Εμείς νοικιάσαμε δύο δωμάτια του κ. Γ. Ελματζόγλου στον κάτω μαχαλά, στο δεύτερο πάτωμα. Κάτω έμενε ένας αξιωματικός Χριστιανός απ’ την Κιουτάχεια, ο κ. Μηνάς με την οικογένειά του και παραπλεύρως ήταν το σπίτι μιας ξαδέλφης την μαμάς της κ. Κυριακίτσας (Κοζμήδη Αγιάνογλου). Εκείνη, το δωμάτιο που της περίσσευε το είχε δώσει στον Παπα Κύριλλο, έναν πολύ γέρο Παπά της Άγκυρας, που μας συμβούλευε να προσευχόμεθα νύχτα μέρα στον Θεό να μας γλυτώσει απ’ τους βαρβάρους.
 
 
 
ΣHMEIΩΣEIΣ
 
1. Αφήστε την να καή γουρούνια άπιστα, ακόμα δεν παραδειγματισθήκατε; διαλυθήτε.
 
2. Aπ’ την φωτιά τα κλέβουμε.

(από το βιβλίο: Aνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Aναμνήσεις από τη χαμένη μου πατρίδα [Η ζωή μου στην Άγκυρα], Aθήνα 1966)