Νάουσα
Μπουρλάς Μωυσής Μιχαήλ
Εκτύπωση
Με μεγάλες δυσκολίες και πολλή ταλαιπωρία βρεθήκαμε στη Νάουσα. Μας υποδέχτηκαν ο παππούς και ο μεγαλύτερος αδελφός του πατέρα μου με την πολυμελή οικογένειά του, που μέναν εκεί πολλά χρόνια. Μας ταχτοποίησαν σε ένα σπίτι και βοήθησαν τον πατέρα για δουλειά.
     Ο παππούς είχε ένα μικρό μαγαζάκι στο κέντρο της πόλης, στα Καμένα. Είχε έναν μικρό αργαλειό και ύφαινε φούντες και σερίτια για τους φουστανελάδες ―μέχρι και τότε πολλοί ντόπιοι Ναουσαίοι φορούσαν φουστανέλες― και πουλούσε και διάφορα ψιλικά. Σ’ αυτό το μαγαζάκι ο πατέρας με τη βοήθειά τους έβαλε διάφορα υφάσματα και αρχίζοντας να δουλεύει καλυτέρευε η ζωή μας. Εμείς τα παιδιά γραφτήκαμε στο σχολείο και σύντομα αγαπηθήκαμε από τους δασκάλους και από τους συμμαθητές μας, γιατί μας είχαν για κοσμογυρισμένους.
     Ήμασταν όλοι καλοί μαθητές. Ο διευθυντής με ιδιαίτερη φροντίδα μας πρόσεχε, γιατί ο πατέρας δώριζε πού και πού στο σχολείο υφάσματα για κουρτίνες και τραπεζομάντιλα. Την αγαπήσαμε τη Νάουσα για τη φυσική ομορφιά της, τα πολλά νερά της, το πολύ πράσινο και τον καλό και φιλόξενο κόσμο της.
     Στο διάστημα της εκεί παραμονής μας ―πεντέμιση χρόνια― αλλάξαμε διάφορα σπίτια, που τα νοικιάζαμε γιατί δεν είχαμε δικό μας. Μόνο το τελευταίο σπίτι, ένα παλιό τριώροφο στην κεντρική οδό, με τη βοήθεια πάλι του παππού και του αδερφού του, ο πατέρας το αγόρασε και γίναμε νοικοκυραίοι. Παντού, όπου κι αν ζήσαμε, μας αγαπούσαν οι νοικοκυραίοι και οι γείτονες, ιδιαίτερα εμένα που ήμουν μοναχογιός και ομορφούλης, όπως λέγανε όλοι. Είχα καλά σγουρά μαλλιά που τα ζήλευαν όχι μόνο οι αδελφές μου αλλά και πολλοί νέοι και νέες στο σχολείο ή στις γειτονιές. Πολλοί έλεγαν: «Η Εβραία δεν έχει τι να κάνει και κάθεται όλη μέρα και κάνει μπούκλες στα μαλλιά του γιου της».
     Στις εκδρομές που κάναμε με το σχολείο ή με παρέες μαζεύαμε βατόμουρα, φουντούκια που φύτρωναν άφθονα στις δυο πλαγιές του δρόμου, κάστανα και καρύδια που είχε ολόκληρο δάσος και που όλα αυτά ανήκαν σε έναν πρίγκιπα της βασιλικής οικογένειας.
     Τα σπίτια ήταν διώροφα ή τριώροφα και το πρώτο πάτωμα ήταν ακατοίκητο λόγω υγρασίας. Από κάθε σπίτι περνούσε ρυάκι από νερό που πάνω σ’ αυτό ήταν χτισμένα σε όλα τα σπίτια αποχωρητήρια, οικιακά ή υπαίθρια. Επίσης χρησίμευε [το πρώτο πάτωμα] για να φυλάνε τρόφιμα, τουρσιά, κομπόστες, γλυκά και μαρμελάδες από τα πολλά φρούτα που παρήγε ο τόπος, και βαρέλια με το κρασί και το τσίπουρο κάθε οικογένειας. Και έτσι οι νοικοκυραίοι και γείτονες μάς κουβαλούσαν φρούτα και δώρα που χορταίναμε με τις αδελφές μου, που ήμασταν πολύ αγαπημένοι. Μας πήγαιναν με τα ζώα τους στα χωράφια τους, στα Αμπέλια στον Άι Νικόλα, ένα υπέροχο δάσος με πολύχρονα πλατάνια και πολλές πηγές νερού που σχημάτιζαν τον ποταμό Αραπίτσα, που διέσχιζε σχεδόν όλη την πόλη.
     Όταν μέναμε στη συνοικία Γαλάκια, σε μια μεγάλη αυλή έμεναν πολλές οικογένειες. Ήταν μια εφταμελής με δύο κορίτσια στην ηλικία μας και τρία αγόρια μεγαλύτερα. Μια οικογένεια πολύ μονιασμένη, εργατική και ξακουστή στη γειτονιά και στην πόλη. Είχαν κτήματα και τα δούλευαν και περνούσαν πολύ καλά και άνετα. Μας κουβαλούσαν του κόσμου τα καλούδια, γιατί ήξεραν πως ήμασταν η μόνη οικογένεια που δεν είχαμε δικό μας βιος. Ζούσε επίσης ένας συγγενής τους, Βλάχος, που κι αυτός ήταν μεγάλος νοικοκύρης, «ο Μπάρμπα Κώτας», έτσι τον φώναζαν όλοι και η γυναίκα του Ευγενιώ.
     Δεν μιλούσαν καλά τα ελληνικά κι εμείς γελούσαμε όταν έλεγαν: «Δεν με τρώγεται», δηλαδή δεν πεινάω, «δεν με κάθεται», δηλαδή δεν θέλω να κάτσω, κι εμείς προσθέταμε, «Μπάρμπα Κώτα δεν σας σηκώνεται», και γελούσαν όλοι με το αστείο.
     Με τα δυο κορίτσια της οικογενείας της ηλικίας μας παίζαμε μαζί και με μάθαιναν να κεντάω, να πλέκω και να ράβω και τα κατάφερνα καλύτερα από τις αδελφές μου και από άλλα κορίτσια ―αγόρια δεν είχαμε στην παρέα. Ο μεγαλύτερος αδελφός που δούλευε στο εργοστάσιο του Λαναρά, νόμιζε τον εαυτό του αριστοκράτη, γιατί αυτός δεν είχε καμιά σχέση με τα χωράφια και τα χτήματα. Είχε μοναχικό διαμέρισμα στον τρίτο όροφο, καλά επιπλωμένο και δέχονταν εκεί φίλους. Λέγαν πως είχε πολλά λεφτά. Όπως απεδείχθη αργότερα ήταν ομοφυλόφιλος και η οικογένεια τον απέφευγε. Ο Μπάρμπα Κώτας μ’ αγαπούσε ιδιαίτερα, δεν είχαν δικά τους παιδιά, και μόλις ερχόταν με φώναζε: «Μούσα», Μωυσή δηλαδή, «κατέβα να πάρεις τα δώρα σου», γιατί όλο και κάτι καινούργιο από τους μπαχτσέδες έφερνε.
     Και αργότερα, όταν εγκατασταθήκαμε στη Θεσσαλονίκη, η Νάουσα ήταν ο τόπος του παραθερισμού για όλη την οικογένειά μας. Πηγαίναμε στου θείου μας και μέναμε κάνα δυο βδομάδες, ή πηγαίναμε τις Κυριακές που είχε εκδρομικά τραίνα με φτηνό εισιτήριο και επιστρέφαμε το βράδυ με το ίδιο τραίνο. Στο έμπα της Νάουσας, λίγο πιο μακριά από τον σταθμό, υπήρχε ένα ωραίο εξοχικό κέντρο, «Τα Κιόσκια», με πολλά τραπεζάκια και καλή κουζίνα. Καθόμασταν τα βράδια και παίρναμε το αναψυκτικό μας, σινάλκο ή υποβρύχιο, και χορεύαμε στους ήχους της ωραίας ορχήστρας. Μια φορά, σε διαγωνισμό χορού, με την αδελφή μου Γιολάνδα πήραμε το πρώτο βραβείο στο βαλς. Κερδίσαμε έναν λαγό. Τον φέραμε σπίτι και την επόμενη φάγαμε όλη η οικογένεια με τους φίλους μας ένα καλό και νοστιμότατο στιφάδο.
     Ο Άι Νικόλας ήταν το μόνιμο μέρος που πηγαίναμε είτε με τα άλογα των χωριανών είτε με οικογενειακές παρέες, και περνούσαμε πολύ ωραία διασκεδάζοντας και απολαμβάνοντας τη θέα με τα θεόρατα πλατάνια και τα τρεχάμενα κρυσταλλένια νερά. Αυτό το μέρος μέχρι και σήμερα μαγεύει με τη μαγεία τους πολλούς τουρίστες, ντόπιους και ξένους. Πολλές φορές μπαίναμε στα αμπέλια ή στα χωράφια και παίρναμε, μάλλον κλέβαμε, σταφύλια, κανένα πεπόνι, καρπούζια, αγγουράκια τρυφερά και άλλα.
     Ένα περιστατικό θα μου μείνει αξέχαστο. Ήταν ο καιρός που τρυγούσαν τα σταφύλια και ο γείτονας από απέναντι ήρθε και παρακάλεσε τη μαμά να πάμε να πατήσουμε τα σταφύλια για να κάνουν το κρασί. Σ’ ένα μεγάλο πατητήρι ―βαρέλα― αφού πλύναμε καλά όλοι μας τα πόδια μπήκαμε και πατούσαμε χορεύοντας και τραγουδώντας. Αφού έγινε η δουλειά, αντί για πληρωμή μάς έφερε ένα καλάθι σταφύλια και μια μπουκάλα μούστο. Η μαμά μάς έδωσε από λίγο, πολύ μ’ άρεσε, γλυκό και αρωματικό.
     Την επόμενη μέρα το πρωί κατέβηκα με τη σάκα μου να πάω σχολείο, βλέπω την αυλόπορτα του γείτονά μας ανοιχτή και μέσα το μεγάλο βαρέλι με το μούστο. Πρόσεξα πως στο κάτω μέρος είχε μια μεγάλη κάνουλα, «βρύση». Σκέφτηκα να πιω λίγο, αλλά αφού έψαξα παντού και δεν βρήκα ποτήρι ή κάτι άλλο που να μπορούσα να το χρησιμοποιήσω για ποτήρι, σκέφτηκα λίγο, ξάπλωσα στο χωματένιο πάτωμα ανάσκελα, έβαλα το στόμα μου στην κάνουλα και άνοιξα τη βρύση ρουφώντας και νιώθοντας την υπέροχη και ευχάριστη γεύση του μούστου.
     Έτσι με βρήκε ξαπλωμένο η νοικοκυρά, της ζήτησα συγγνώμη και την παρακάλεσα να μην πει τίποτα στους γονείς μου κι εγώ θα της το ξεπληρώσω με το παραπάνω εν καιρώ. Αφού μου το υποσχέθηκε τη φίλησα, πήρα την τσάντα μου και τροχάδην για το σχολείο. Κάθισα στο θρανίο αλλά το κεφάλι μου ζαλιζόταν. Δεν ήθελα να με ιδεί η δασκάλα της Γεωγραφίας, γιατί ήταν στριφνή και κακιά, όπως το λέγαν όλα τα παιδιά. Με το παραμικρό έλεγε: «Άνοιξε το αριστερό σου χέρι» και χτυπούσε δέκα ξυλιές με μια λεπτή βέργα που την κουβαλούσε πάντα μαζί της, και μετά άλλες δέκα στο δεξί. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε γιατί ήθελε και επέμενε πρώτα στο αριστερό, και τη βγάλαμε κυρία Ελπίδα η ζερβή.
     Στην προσπάθειά μου να κρυφθώ από το βλέμμα της πέφτω από το θρανίο φαρδύς πλατύς στο πάτωμα. Αναστατώθηκε όλη η τάξη και αργότερα όλο το σχολείο. Ο καθένας έλεγε ό,τι του κάπνιζε: έπαθε συγκοπή, τον μάτιαξαν, θα είχε ελονοσία, και άλλα, που μου τα διηγήθηκαν την επομένη. Μόνο όταν με πήγαν σπίτι από το Νοσοκομείο είπαν στη μητέρα μου ότι ήμουν μεθυσμένος, κι αυτό ευτυχώς δεν το έμαθε ο πατέρας, που ήταν πολύ αυστηρός μαζί μας.
     Μια άλλη περιπέτεια: ο παππούς στο μαγαζί, όταν δούλευε δηλαδή, πωλούσε και με αντάλλαγμα σε είδος. Έπαιρνε αυγά, καρύδια, αμύγδαλα κ.ά. Στην ταράτσα του σπιτιού άπλωσαν τα καρύδια να ξεραθούν. Μια των ημερών πήρα δυο πέτρες, ανέβηκα στην ταράτσα χωρίς να με πάρουν χαμπάρι και σπάω και τρώω καρύδια. Το βράδυ αρρώστησα με ψηλό πυρετό. Κλείσαν τα λαιμά μου. Οι γιατροί που πηγαινοέρχονταν δεν μπορούσαν να βρουν την αιτία του κακού. Τρεις μέρες καιγόμουνα στον πυρετό και μόνο όταν μια από τις αδελφές μου ανέβηκε στην ταράτσα για να κλάψει και είδε το σωρό από πράσινα τσόφλια, κατάλαβαν την αιτία και μου δώσαν ανάλογα και κατάλληλα φάρμακα για να γιατρευτώ. Σε όλη αυτή την ταραχή, μόνο αυτό της έλειπε της καημένης της μητερούλας. Ευτυχώς όμως.
     Έτσι ζούσαμε ευχαριστημένοι με αυτή την ήσυχη και καλή ζωή, αλλά δεν άργησε να έλθει το κακό. Ο πατέρας είχε μπλέξει πάλι με μια παρέα πλουσίων χαρτοπαικτών, πήγαιναν μαζί για κυνήγι και μας έφερνε πού και πού κανέναν φασιανό ή λαγό που μπορεί να ήταν και αγορασμένα. Δεν είχε όμως ούτε όπλο ούτε στολή κατάλληλη και κατάλαβε η μητέρα ότι παίζουν χαρτιά πάλι. Για το σπίτι δεν έδινε και πολλή σημασία και άφηνε της μητέρας λίγα χρήματα, και κόβονταν η καημένη να τα φέρει πέρα.
     Γεννήθηκαν εν τω μεταξύ και άλλα δυο παιδιά, ένα αγόρι, ο Σολομών και ένα κορίτσι, η Ντόρα, και γίναμε μισή ντουζίνα. Όταν με έστελνε η μαμά στον παππού να τον παρακαλέσουμε να μας αγοράσει κάτι για να φάμε, είτε επειδή αυτός δεν έβλεπε με καλό μάτι τον τρόπο ζωής του πατέρα, είτε από τσιγκουνιά, μας έλεγε: «Πέστε στη μαμά σας ότι έχει κάτι στο σπίτι και να φάτε απ’ αυτό», και γυρνούσαμε κλαψουρίζοντας σπίτι. Ο πατέρας έφερνε τώρα στο σπίτι και την παρέα του για χαρτοπαίγνιο και έφερνε τη μητέρα σε πολύ δύσκολη θέση με τα έξι παιδιά, και να τους περιποιείται, και πολλές φορές μέναν παίζοντας ώς τις πρωινές ώρες.
     Και νά, μία των ημερών έρχεται η αστυνομία με κάτι υπαλλήλους και μας κάνουν έξωση, γιατί πάλι τα είχε χάσει όλα στα χαρτιά, και το μαγαζί του παππού, αφού του πήραν ό,τι είχε και δεν είχε. Εμείς βρεθήκαμε με τον παππού στο δρόμο, με μερικά πράματα που μας άφησαν να πάρουμε, και καθόμασταν κλαίγοντας γύρω από τη μητέρα που ήταν σαν κλώσσα με τα πουλάκια της. Ευτυχώς που μια γειτόνισσα από απέναντι, γεροντοκόρη, αλλά πολύ καλός άνθρωπος, μας πήρε σπίτι της μέχρι να βρεθεί κάποια λύση. Ο μεγαλύτερος αδελφός του, που είχε κι αυτός εννεαμελή οικογένεια, δεν μπορούσε να μας βοηθήσει και έλεγε: «Ήθελές τα κι έπαθές τα».
     Η μητέρα μου από τη ντροπή της δεν ήθελε να ιδεί κανέναν: η χθεσινή κυρία Μπουρλά να ζητιανεύει για να θρέψει τα παιδιά της... Και τότε πήρε την κατάσταση στα χέρια της, πούλησε όλα τα χρυσαφικά της και ό,τι άλλο μπορούσε να φέρει μερικά χρήματα, έγραψε και στα άλλα αδέλφια του πατέρα κι αυτοί πρότειναν να πάρουμε μαζί μας μια κωφάλαλη αδελφή που είχαν και τον παππού, που θα έπρεπε να τους έχει κάθε χρόνο και ένας τους εκ περιτροπής, κι αυτοί θα μας βοηθούσαν κατά το δυνατόν.
     Συγκέντρωσε μερικά χρήματα, και ένας γείτονας και γνωστός μας, που τροφοδοτούσε με καύσιμα τα εργοστάσια του Λαναρά, μας έφερε με το αυτοκίνητό του ώς τη Θεσσαλονίκη. Και εδώ αρχινάει μια καινούργια πτυχή της ζωής μας.

(από το βιβλίο: Μωυσής Μιχαήλ Μπουρλάς, Έλληνας, Εβραίος και αριστερός, Νησίδες, 2000)