Σαν πρόλογος
Χρέλιας Λουκάς
Εκτύπωση
Όσο κι αν υπήρχε αβεβαιότητα για τη συνέχιση της ζωής, εξαιτίας του κομήτη του Χάλεϋ, δεν άφηναν στο έλεος του Θεού τις δουλειές τους. Ήταν εποχή που φύτευαν τον καπνό. Απ’ αυτόν ζούσαν.
     Άνοιξη! Πάνω στη φούρια της δουλειάς. Τα φιντάνια μεγάλωσαν κι έπρεπε να φυτευτούν. Η οικογένεια του Κώστα Χρέλια δεν έχει το απαιτούμενο προσωπικό. Η γυναίκα του είναι έγκυος στον ένατο μήνα. Κοντά στις μέρες της. Η γριά Αφροδίτη τι να πρωτοκάνει μόνη της. Το καπνοχώραφο κάτω στο αμπέλι που είναι στη Φτέρη είναι έτοιμο και περιμένει το φύτεμα, και το φιντάνι αν δε φυτευτεί στην ώρα του, καταστροφή. Ο Κώστας Χρέλιας φυσάει και ξεφυσάει, πίνοντας τον καφέ του δίπλα στο καφενείο του Ντούλα.
     «Τι κάνεις, Κώτσο; Τον φύτεψες τον καπνό;»
     «Με τι χέρια, Ντούλα;»
     «Εμ, βέβαια, εσύ μόνο παιδιά φυτεύεις στο χωράφι της Γοργώς... Δεν κάνεις και νισάφι».
     «Βάρα με με τη σκούφια σου, ρε Ντούλα! Κι εσύ δεν πας πίσω... Δώσ’ μου μια βαρνάτσα... Εσύ έχεις το καφενείο και βρέξει χιονίσει τα κονομάς».
     «Μη στενοχωριέσαι και θα τα βολέψουμε... Έλα, πιες...»
     «Βίβα!»
     «Βίβα...»

(από το βιβλίο: Λουκάς Χρέλιας, Όλη η Ελλάδα είναι ένα πατάρι, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1998)