[ H γέννηση του Λουκά ]
Χρέλιας Λουκάς
Εκτύπωση
Η Άνοιξη ανοίγει την αγκαλιά της. Ξημερώνει Πρωτομαγιά. Ένα τσούρμο γυναίκες και κοριτσόπουλα μαζεύτηκαν πρωί πρωί στην αυλή. Βγάλανε το φιντάνι, φορτώνονται τις κανίστρες στο κεφάλι και τραβάνε για το χωράφι. Εκεί γίνεται καταμερισμός δουλειάς. Ένας θα κουβαλάει νερό από το Σκατλάρ ―ένα ρυάκι που κατεβαίνει από το Μετόχι κι έχει νερό ώς την άνοιξη το καλοκαίρι στερεύει―, άλλος ανοίγει αυλάκια στα κατεβατά, άλλος τρύπες που τις γεμίζει νερό για να φυτέψουν τα φιντάνια και οι γυναίκες θα φυτεύουν.
     Η δουλειά άρχισε κι όλα πάνε καλά ώς την ώρα. Το ίδιο και στο σπίτι. Η κυρα-Γοργώ, με μια κοιλιά φουσκωμένη και με δυο κουτσούβελα, την Αμαλία και την Κούλα, τελειώνει το μαγείρεμα και ξεκινάει για το χωράφι με το κανίστρι στο κεφάλι. Κρατώντας με το ’να χέρι την Κούλα και με τ’ άλλο το κανίστρι και η Αμαλία πιασμένη από τη φούστα της μάνας της, κοντοζυγώνουν στο χωράφι. Από μακριά την είδε η Αγλαΐα, η μεγαλύτερη κόρη, κι έτρεξε να την ξαλαφρώσει. Σαν φτάσανε στο χωράφι και κάνει ν’ απιθώσει το κανίστρι με το φαγητό κάτω από την ελιά, βγάζει μια φωνή «αα!» και πιάνεται απ’ τον κορμό της ελιάς. Ακουμπάει την πλάτη της στον κορμό και σιγά σιγά γλιστράει και ξαπλώνει ακουμπιστά στη ρίζα της ελιάς... Η μικρή Αγλαΐα βάζει τα κλάματα και μπήζει τις φωνές. Οι γυναίκες αφήνουν το φύτεμα και τρέχουν να ιδούν τι συμβαίνει.
     Οι αχτίνες του ανοιξιάτικου ήλιου διαπερνούσαν το πυκνό ανθισμένο φύλλωμα της ελιάς και ράντιζαν με ηλιοφώς το χλομό και λουσμένο με κρύο ιδρώτα πρόσωπο, φώτιζαν τη θεία μορφή της Γοργώς. Της αγίας Γοργώς, όπως την αποκαλούν ακόμα και τώρα όσοι τη γνώρισαν και την έζησαν ώς τα εκατόν δύο της χρόνια.
     Άρχισαν οι πόνοι, σπάσανε τα νερά κι ο Κώστας ο άντρας της καβαλάει τ’ άλογο και τρέχει να φέρει τη μαμή, την κυρα-Φλώρινα, που ξεγεννούσε τις γυναίκες των γύρω χωριών. Τότε δεν υπήρχαν πολυτέλειες. Δεν υπήρχαν επιστήμονες ξεγεννήτρες, ούτε νοσοκομεία και κλινικές. Μόνο πρακτικές, και πολλές φορές λείπαν κι αυτές και ξεγεννιόντουσαν μόνες τους κι αβοήθητες οι γυναίκες.
     Δεν άργησε ο Κώστας να ’ρθει με τη μαμή την κυρα-Φλώρινα. Η Γοργώ όμως είχε γεννήσει. Το παιδί είδε το φως κι άρχισε τα ουά-ουά...
     «Πιδί, πιδί!» φώναξαν όλοι. «Να σας ζήσει!»
     Και της γριάς της βάβας βούρκωσαν τα μάτια της κι έκανε το σταυρό της:
     «Σ’ ευχαριστώ, Θειούλη μ’... Μου ’φιρις του Λούκα μ’».
     Ένας πόνος κατέτρωγε τα σωθικά της βάβας Αφροδίτης κι ήταν ο πόνος της μεγάλος για το σκοτωμό του γιου της Λουκά.
 
 
Σε ξέσκεπο σπίτι γεννήθηκα, κάτω απ’ τον ίσκιο μιας ελιάς. Ήμουν η πέμπτη γέννα της μάνας μου. Προηγούντο ο Χαράλαμπος, η Αγλαΐα, η Αμαλία, η Κούλα και πέμπτος εγώ. Ακολούθησαν η Ρωμαλαία και το στερνοπαίδι ο Γιώργος.
     Τα κορίτσια πέθαναν και μόνο η Αμαλία ξεγέλασε το Χάρο κι έζησε μέχρι τα εβδομήντα τέσσερά της χρόνια. Ως εκ θαύματος σώθηκε και το στερνοπαίδι, ο Γιώργος, και τούτο χάρη στην επιμονή του γιατρού Ζαχαρία Λέλου. Ταλαιπωρήθηκε όμως τα τελευταία του χρόνια με εξορίες στην Ικαρία και τη Μακρόνησο. Όσο για τον γιατρό Ζαχαρία Λέλο, που ήταν γεμάτος ανθρωπιά και καλοσύνη, ήθελα να σταθώ λίγο σ’ αυτό τον μεγάλο ανθρωπιστή, αλλά φοβάμαι μήπως δεν μπορέσω να αποδώσω αυτό που πραγματικά ήταν κι έμεινε ώς το τέλος της ζωής του, μια ψυχή γεμάτη καθαρότητα μεγαλοσύνης.
     Εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Ούτε συγκοινωνία ούτε τηλέφωνο. Το μόνο μέσον επικοινωνίας με τη χώρα (Βραχώρι-Αγρίνιο) ήταν η σούστα. Κάθε πρωί έφευγε για το Αγρίνιο. Είκοσι χιλιόμετρα και το βράδυ έπρεπε να γυρίσει και πάλι στο χωριό. Συνολικά σαράντα χιλιόμετρα την ημέρα, ώσπου να φτάσεις έφευγες και δεν προλάβαινες να τελειώσεις τις δουλειές σου. Τη διαδρομή την έκανε με τη σούστα του ο θείος μου ο Λουκάς Χρέλιας, αδερφός του πατέρα μου. Για να πάμε στο Αγρίνιο, πρέπει να περάσουμε τα λάμια γιοφύρια ―τη σημερινή γέφυρα που ενώνει τη Μακρυνεία με την Τριχωνίδα, που τις χωρίζει ο αύλακας που ενώνει τις δύο λίμνες Τριχωνίδα και Λυσιμαχία. Τότε τα λάμια γιοφύρια ήταν ξύλινα. Πήραν την ονομασία αυτή γιατί μια εποχή θρυλολογείται πως ακουγόταν να βρυχιέται κάποιο στοιχειό που κρύβονταν μέσα στα καλάμια και τα παπύρια της λίμνης, κάποια λάμια. Δεν ξέρω κατά πόσο αληθεύει αυτός ο θρύλος ή είναι δημιούργημα αρρωστημένης φαντασίας. Ήταν τόσο πρόχειρα φτιαγμένα, που το χειμώνα, σαν πλημμύριζαν οι λίμνες, τα σκέπαζαν με τα νερά τους και διακόπτονταν η συγκοινωνία.
     Το μύθο αυτό τον αναφέρω μόνο και μόνο για να δείξω σε ποια κατάσταση βρισκόταν εκείνη την εποχή η συγκοινωνία και πώς ζούσε ο κόσμος στερημένος από μέσα μαζικής μεταφοράς. Η βάβω είχε δυο παιδιά από τον πρώτο άντρα της, τον Κώστα και τον Λουκά. Ο Λουκάς ήταν ο αμαξηλάτης που έκανε τη συγκοινωνία με τη σούστα του, Μπουρλέσια-Αγρίνιο. Ήταν ωραίος νέος και λεβέντης, καθώς τον γνώρισα από μια φωτογραφία του που κρατούσε η βάβω σαν φυλαχτάρι κοντά στα εικονίσματα: ψηλός, καστανός, με ζωσμένο το σ’λάχι σε μέση δαχτυλίδι, ολάσπρη φουστανέλα, ανεμιστές φούντες στις γάμπες, μαύρη κεντητή με γιορντάνια σκούφια και κόκκινα γιορτινά τσαρούχια με μαύρες φούντες. Πραγματική ζωγραφιά ελληνικής λεβεντιάς.
     Μια μέρα, κοντά στο γιοφύρι της Μπογλάστ, το άλογο του αφηνίασε και υπήρχε φόβος να αναποδογυρίσει η σούστα πάνω στη γέφυρα, και για να προλάβει το κακό, πήδησε και το τσαρούχι του πιάστηκε στο σκαλοπάτι κι ήρθε με το κεφάλι κάτω από τους τροχούς. Τον θρήνησε όλη η Μακρυνεία. Νωπός ο σκοτωμός του και μεγάλος ο πόνος της βάβας, στέρεψαν οι βρύσες των ματιών της και κάθε τόσο ξεμοναχιαζόταν κι άφηνε να ξεχειλίσει ο πόνος της αρχίζοντας μοιρολόγι που ακουγόταν σ’ όλη τη γειτονιά. Εκείνη τη χρονιά γεννήθηκα κι εγώ και μου δώσανε το όνομα του θείου Λουκά. Η γριά η βάβω μου δεν μπορούσε να με λέει Λουκά και με φώναζε χαϊδευτικά Κούκα.

(από το βιβλίο: Λουκάς Χρέλιας, Όλη η Ελλάδα είναι ένα πατάρι, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1998)