[ Σχολικά χρόνια ]
Χρέλιας Λουκάς
Εκτύπωση
Σιγά σιγά μεγάλωνα, μέσα στη φτώχεια και τη μιζέρια. Τεσσάρω χρονώ βύζαινα τη μάνα μου και για να με αποκόψει δεν υπήρχαν τότε μπιμπίλες να με ξεγελάει, κι εγώ όλη την ώρα κρεμόμουνα από το βυζί της. Ώσπου μια μέρα σοφίστηκε και άλειψε το στήθος της γύρω από τη θηλή με ρετσίνι κι όταν πήγα να βυζάξω, κολλάγανε τα χείλια μου στο ρετσίνι και σιγά σιγά η βυζάχτρα μάνα μου απαλλάχτηκε από μένα που της ρουφούσα τη ζωή. Απαλλάχτηκε από μένα αλλά γκαστρώθηκε τη Ρωμαλαία.
     Σαν έγινα επτά χρόνω και πήγα στο σχολειό, είχαμε για δάσκαλο τον Χαράλαμπο Κωνσταντάκη. Αργότερα τον πήρανε στρατιώτη και μείναμε χωρίς δάσκαλο. Χάσαμε τη χρονιά μας. Την άλλη χρονιά πηγαίναμε στα διπλανά χωριά, τη Γαβαλού και την Κάτω Μποτίνου (Δαφνιά), αργότερα μας ήρθε ένας εξαιρετικός δάσκαλος, Κερκυραίος την καταγωγή, ο Κάρμενος δε Λεονάρδος. Στο χωριό δεν υπήρχε εστιατόριο και είχαμε κανονίσει να φέρνουμε φαγητό από τα σπίτια μας με τη σειρά. Έμενε στο γραφείο του σχολείου, που το χρησιμοποιούσε για υπνοδωμάτιο.
     Όταν ήμουνα στην τετάρτη τάξη, στη γιορτή του Ευαγγελισμού που μαθαίναμε όπως πάντα ποιήματα, μου ’δωσε ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη για την 25η Μαρτίου. Στον Χρήστο Κίτσο αυτό που λέει «Τ’ άλογο τ’ άλογο, Ομέρ Βρυώνη» και το ’λεγε ο αφιλότιμος τόσο ωραία με στόμφο και παρασυρμένος από το μέτρο το τόνιζε μονότονα, κι όμως μ’ άρεσε ο τρόπος που το ’λεγε. Περιμέναμε πότε θα ’ρθει η σειρά του να πει το ποίημά του και παρασυρμένοι κι εμείς τον ακολουθούσαμε και γινότανε ένα βαχάτο, που πολλές φορές κι ο δάσκαλος γελούσε και μας διέκοπτε. Την ημέρα της γιορτής είπα κι εγώ το ποίημά μου κι ήμουνα καλός και πήρα και συγχαρητήρια. Στο «Ελληνικό Σχολείο» ―έτσι λέγαμε τότε το Σχολαρχείο. Ήταν τριτάξιο και είχαμε καλούς καθηγητές. Σχολάρχης ήταν ο Καλογιώργος, ντόπιος Γαβαλιώτης. Ο Κ. Βελιβάσης ήταν απ’ το Μέτσοβο, αλλά έγινε κι αυτός Γαβαλιώτης γιατί παντρεύτηκε Γαβαλιώτισσα κι έκανε οικογένεια. Είχαμε κι έναν κακό καθηγητή, τον γερμανικής καταγωγής καθηγητή των μαθηματικών Φρειδερίκο Κίσλιγκς· ως μαθηματικός άριστος, ως άνθρωπος όχι. Μισούσε τους μαθητές του, προσπαθούσε να βρει αφορμή ακόμα και σ’ αυτούς που ήταν καλοί στα μαθηματικά να τους τιμωρήσει, και η τιμωρία ήταν ξύλο, όχι από κείνο που βγήκε από τον Παράδεισο, που λέει η παροιμία, αλλά ξύλο να ματώνουν οι παλάμες από τις αγριλίσες βέργες που ήταν γεμάτες ρόζους. Θυμάμαι ένα περιστατικό. Μια μαθήτρια ―ήταν και συγγενής μου― η Σώκου, που, μόλις σήκωσε τη βέργα να τη χτυπήσει, από την τρομάρα της κατουρήθηκε. Όταν το ’μαθε ο πατέρας της, απόστρατος επιλοχίας του καιρού εκείνου, ήρθε στο σχολείο και ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Την άλλη χρονιά μετατέθηκε στο Σχολαρχείο Μεσολογγίου.
     Αργότερα μας ήρθαν νέοι καθηγητές, ο θεολόγος Μακρόπουλος και ο εξαιρετικός Θόδωρος Τεντόπουλος, φιλόλογος. Και οι δύο εξαιρετικοί άνθρωποι και επιστήμονες.
 
 
Ο καθηγητής Θόδωρος Τεντόπουλος είχε και καλλιτεχνικές ιδιότητες. Στις 25 Μαρτίου θέλησε να κάμει μια όμορφη και ολοκληρωμένη καλλιτεχνική εθνική γιορτή. Διασκεύασε και σμίκρυνε το έργο του Περεσιάδη Εσμέ σε μία μεγάλη πράξη και έκανε τη διανομή των ρόλων. Έδωσε τους πρωταγωνιστικούς ρόλους σ’ άλλους μαθητές και μ’ άφησε τελευταίο. Μου ’δωσε το ρόλο του Αγγελιοφόρου. Πικράθηκα πολύ γιατί νόμιζα πως παραγκωνιζόμουνα. Είχα την εντύπωση πως ήμουν ο καλύτερος απ’ τους άλλους και δε γελάστηκα. Χωρίς να θέλω να αυτολογήσω, στο τέλος του έργου βγαίνω να αναγγείλω τη μεγάλη απόφαση των καπεταναίων και λέω: «Σας φέρνω χαράς βαγγέλια. Όλοι οι καπεταναίοι σήκωσαν τη σημαία της επανάστασης...» Το είπα τόσο στομφώδικα, που ενθουσιάστηκε ο κόσμος και σηκώθηκε όρθιος και φώναξε μαζί μου «Ζήτω η επανάσταση!» και χειροκροτούσε. Αυτή ήταν η μεγάλη στιγμή. Το πήρα απάνω μου.
     Μετά το μονόπρακτο άρχισαν οι απαγγελίες διαφόρων ποιημάτων από τους μαθητές. Και πάλι ο Τεντόπουλος μ’ αφήνει τελευταίο. Το ’χα παράπονο που μ’ άφηνε τελευταίο και είχα περιέργεια να μάθω γιατί. Δεν το ’μαθα παρά μονάχα ύστερα από χρόνια, σαν έγινα ηθοποιός: το καλύτερο νούμερο βγαίνει πάντα τελευταίο. Απήγγειλα το «Ο βράχος και το κύμα» του Βαλαωρίτη. Δε μου τη δίδαξε κανείς αυτή την απαγγελία. Είχα τέτοια επιτυχία, που, εκτός από τα χειροκροτήματα που πήρα, δίναν και συγχαρητήρια στον καθηγητή και στον πατέρα μου, που είχαν βουρκώσει τα μάτια του από τη χαρά του και τη συγκίνηση. Ακόμα και τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, πολλοί συμμαθητές μου μου θυμίζουν εκείνες τις στιγμές της απαγγελίας. Αυτή ήταν η σημαδιακή χρονιά που χάραξε την τύχη μου και τη σταδιοδρομία μου. Από κείνη τη στιγμή μου καρφώθηκε να γίνω ηθοποιός ―έγινα;

(από το βιβλίο: Λουκάς Χρέλιας, Όλη η Ελλάδα είναι ένα πατάρι, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1998)