[ Oπαδός του ΚΚΕ ]
Χρέλιας Λουκάς
Εκτύπωση
Στις αρχές Ιουλίου του 1927 ήρθε στο Αγρίνιο και μίλησε εκ μέρους του ΚΚΕ η Γαλάτεια Καζαντζάκη. Πολύς κόσμος παρακολούθησε την ομιλία της, απ’ όλα τα χωριά της Μακρυνείας και της Τριχωνίδας, της Παραχελωίτιδας και του Ξηρομέρου. Συγκεντρώθηκαν στη μεγάλη πλατεία του Αγρινίου. Ο αδερφός μου ο Λάμπης παίρνει την παρέα του κι εγώ μαζί και πάμε στο Αγρίνιο. Παρακολουθήσαμε την ομιλία της Γαλάτειας με μεγάλο ενδιαφέρον, παρόλο που μερικοί καλοθελητές και καθοδηγούμενοι από άλλες δυνάμεις θέλησαν να δημιουργήσουν επεισόδια, αλλά οι καπνεργάτες του Αγρινίου δεν χαρίζανε κάστανα στους ταραξίες, τους βάλανε στη θέση τους δέρνοντάς τους. Η αστυνομία όχι ότι δεν μπορούσε να επιβάλει την τάξη, αλλά έκανε τον αδιάφορο.
     Ύστερα από καμιά δεκαπενταριά μέρες περίπου, και συγκεκριμένα ήταν Κυριακή μέρα του Αϊ-Λια, εμένα κι άλλους πέντε, συνομήλικούς του, τους Κώστα Μυργιάννη, Ανδρέα Βασιλάκη, Στάθη Μπάθα, Ανδρέα Μπάρλα και Θ. Βίτσα, μας πρότεινε να πάμε για κολύμπι στην Ανάληψη. Εκεί στην άκρη της λίμνης με την αμμουδιά και τα βαθύσκια πλατάνια, που πήγαιναν το καλοκαίρι οι γυναίκες για να κάνουν τις μπουγάδες τους. Εκεί λοιπόν στην ακρολιμνία πήγαμε να κάνουμε μπάνιο. Γδυθήκαμε τσίτσιδα, πέσαμε στα καθαρά νερά της λίμνης κι αρχίσαμε το κολύμπι. Ο Στάθης Μπάθας δεν ήξερε να κολυμπάει και του φτιάξαμε ένα σωσίβιο από παπύρια. Δεν ήξερε ο έρμος πώς να κολυμπήσει και με τις αδέξιες κινήσεις του διέλυσε το σωσίβιο κι άρχισε να φωνάζει «Βοήθεια, πνίγομαι». Τρέξανε και τον βοήθησαν, παρόλο που εκεί που βρισκόταν πάτωνε, αλλά από το φόβο του έβαλε τις φωνές όπως και κάθε άλλος που θα βρισκότανε στη θέση του.
     Σαν βγήκαμε ύστερα από το μπάνιο μας μάζεψε κοντά του ο Λάμπης κι άρχισε να μας μιλάει για κοινωνικές αδικίες, για ισοτιμίες, για δικαιοσύνη, για την εργατιά που πάντα είναι αδικημένη και θυμάμαι ένα παράδειγμα απλό. Ρωτάει τον Μπάθα:
     «Πόσα ζευγάρια παπούτσια φτιάχνεις την ημέρα;»
     «Ένα».
     «Πόσο μεροκάματο παίρνεις;»
     «Τριάντα δραχμές».
     «Πόσο κοστίζουν τα δέρματα;»
     «Είκοσι πέντε δραχμές».
     «Πόσο πουλιέται το ζευγάρι τα παπούτσια;»
     «Εκατόν πενήντα δραχμές».
     «Έχουμε και λέμε: τριάντα δραχμές μεροκάματο συν είκοσι πέντε έξοδα υλικών κι άλλες δέκα για νοίκια, λοιπόν εξήντα πέντε δραχμές. Το πουλάει εκατόν πενήντα. Τι μένει; Ογδόντα πέντε δραχμές κέρδος ο επιχειρηματίας. Αν έχει δέκα εργάτες σαν κι εσένα, θα βγάλει την ημέρα, αφαιρώντας όλα τα έξοδά του, οχτακόσιες πενήντα δραχμές. Αυτός παίρνει μεροκάματο οχτακόσιες πενήντα δραχμές κι εσύ τριάντα, και δε φτάνει αυτό, το τριαντάρι το δικό σου γίνεται δεκαπεντάρι, γιατί θα δουλέψεις έξι μήνες το χρόνο και θα σε πάψει επειδή θα ’χει υπερπαραγωγή. Και το αποτέλεσμα θα είναι εσύ που φτιάχνεις τα παπούτσια των άλλων να μην έχεις δικά σου να φορέσεις».
     «Καλά λες, και μήπως τώρα που δουλεύω έχω καινούρια παπούτσια;»
     Αυτά και κάτι παρόμοια μας είπε και πως πρέπει να οργανωθούμε για να μπορούμε να υπερασπιζόμαστε τα συμφέροντα της εργατιάς. Σ’ όλους αρέσανε αυτά που είπε και μείνανε σύμφωνοι να οργανωθούν.
     Ας έρθουμε για λίγο στον Στάθη τον Μπάθα που φοβήθηκε μην πνιγεί. Μια λαϊκή παροιμία λέει: «Όποιου του μέλλει να πνιγεί ποτέ του δεν πεθαίνει». Την ίδια χρονιά ο Μπάθας κατέβηκε σ’ ένα πηγάδι που έβγαζε αναθυμιάσεις αερίων και έμεινε αναίσθητος στον πάτο του πηγαδιού. Επιχείρησε ο Νίκος ο Βίτσας να κατέβει, μα δεν πρόλαβε να φτάσει στη μέση και λιποθύμησε κι αυτός, κι ευτυχώς τον είχανε δεμένο και τον τραβήξανε λιπόθυμο. Τον Στάθη τον βγάλανε με τα τσιγκέλια.
     Ας ξανάρθουμε πάλι στη συζήτηση κάτω από τα πλατάνια. Μας είπε για την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και κατέληξε στον Καρλ Μαρξ, τον Λένιν και την Οχτωβριανή επανάσταση, και τόσα άλλα που μου άρεσαν κι έμειναν στο νου μου καρφωμένα με το σφυρί και το δρεπάνι. Σαν να ’ναι τώρα ζω εκείνες τις στιγμές κι άλλα τόσα χρόνια να περάσουν, δε θα ξεχάσω τα λόγια εκείνα του Λάμπη, κι από εκείνη τη στιγμή έγινα οπαδός και μέλος του περήφανου ΚΚΕ.

(από το βιβλίο: Λουκάς Χρέλιας, Όλη η Ελλάδα είναι ένα πατάρι, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1998)