[ Διακοπή των σπουδών. Πρώτες παραστάσεις ]
Χρέλιας Λουκάς
Εκτύπωση
Κοντοζυγώνει ο Σεπτέμβρης και δεν ξέρω αν θα συνεχίσω το σχολείο. Ο γέρος αδυνατεί οικονομικά. Ο Λάμπης έχει διοριστεί στο γραφείο του Ταμείου Ασφάλισης Καπνεργατών (ΤΑΚ) στο Αγρίνιο. Νά μια ευκαιρία να συνεχίσω το σχολείο χωρίς να επιβαρύνω το γέρο. Θα μένω στο σπίτι του Λάμπη. Παίρνω αποφοιτήριο από το Γυμνάσιο Μεσολογγίου για το Αγρίνιο. Για κακή μου τύχη, στο Γυμνάσιο Αγρινίου την προηγούμενη χρονιά είχαν προχωρήσει σ’ όλα τα μαθήματα και προπαντός στα μαθηματικά. Είχαν προχωρήσει στην άλγεβρα, ενώ στο Μεσολόγγι δεν είχαμε αρχίσει. Δεν μπορούσα να προχωρήσω. Μου ήταν δύσκολο να μπω στο νόημα της άλγεβρας. Και δεν ήταν μόνο αυτό αφορμή, αλλά τον Λάμπη τον διώξανε από το γραφείο του ΤΑΚ κι έμεινε άνεργος. Πώς θα ζήσει τη γυναίκα με δυο μικρά κι εμένα; Γι’ αυτό πήρα την απόφαση να ξαναπάρω αποφοιτήριο από το Αγρίνιο για το Μεσολόγγι. Πάω ξανά στο Μεσολόγγι και βρίσκομαι μπροστά στο ίδιο πρόβλημα με την άλγεβρα, γιατί κι εδώ τώρα έχουν προχωρήσει. Δύσκολα, πολύ δύσκολα τα πράγματα. Δεν είχα ούτε βιβλία κι έπρεπε να πηγαίνω στα δωμάτια των συμμαθητών μου να διαβάζω και να γράφω. Όσο περνάει ο καιρός, τόσο δυσκολεύουν τα πράγματα. Οπωσδήποτε θα έμενα στην ίδια τάξη και δεν το ’θελα, είχα κι εγώ τον εγωισμό μου. Να μείνω στην ίδια τάξη; Τι ντροπή! Πώς θ’ αντίκριζα τον γέρο πατέρα μου, τους συγχωριανούς μου; Πολλές σκέψεις με βασάνιζαν. Εφιάλτες έβλεπα τα βράδια, στριφογύριζα στο κρεβάτι μου σαν κοτόπουλο στη σούβλα. Άρχισα να βάζω απουσίες στα μαθήματα που δεν προλάβαινα να διαβάσω. Με τη σκέψη πως αν με σήκωνε στον πίνακα ο καθηγητής, τι θα του ’λεγα, πώς θα δικαιολογούσα την αμελετησία μου; Αυτά μου τριβέλιζαν το μυαλό.
 
 
Πλησίαζαν οι Αποκριές και είχαν αρχίσει και οι εξετάσεις στο Γυμνάσιο. Εγώ απογοητευμένος από τα μαθήματα το ’χα ρίξει στο σορολόπ. Είχα πάρει την απόφαση να διακόψω το σχολείο, να μην ξοδεύω άδικα και τον πατέρα μου.
     Εκείνες τις μέρες ήρθε ένας μουσικοδραματικός θίασος των Σπύρου Μπολίνη και του Σπύρου Μπίνη. Πρωταγωνίστρια η κόρη του Μπίνη η Γκόλφω και σουμπρέτα η κόρη του Μπολίνη η Σοφία και η μικρή Αιμιλία Μπολίνη. Ο Καμπανάκης και ο Λεβεντόπουλος κι ένας μουσικός που έπαιζε βιολοντσέλο, ο Αλέκος Δαμάσκος, ένας ωραίος νέος από καλή οικογένεια, που είχε ακολουθήσει το θίασο για χάρη των ωραίων ματιών της Σοφίας, την οποία και παντρεύτηκε αργότερα κι έκαμε ένα τσούρμο παιδιά. Το 1940 που ξανασυνεργαστήκαμε γίναμε και κουμπάροι. Του βάφτισα ένα κοριτσάκι που του πέθανε.
     Ήταν και οι δύο ερωτευμένοι μέχρι τα μπούνια που λένε. Ο θίασος έμεινε δίνοντας παραστάσεις περίπου ένα μήνα ώς τις Αποκριές κι έπειτα θα πήγαινε στο Αγρίνιο. Πήγα δυο τρεις φορές και παρακολούθησα το θίασο, γνωρίστηκα με τους ηθοποιούς. Η ομορφιά και η τσαχπινιά της Σοφίας μ’ εντυπωσίασαν. Είχαμε την ίδια ηλικία, δεκαεφταράκια. Μιλώντας μαζί της μου κοβόταν η ανάσα, σαν πέφταν απάνω μου κείνα τα υγρά κι όλο σπίθες μάτια της που λες και σκόρπιζαν φωτιές ένιωθα κάτι αλλόκοτο. Χτύπησε μέσα στα στήθια μου ασυνήθιστο, αλλά δεν κράτησε πολύ, γιατί έμαθα πως ήταν ερωτευμένη με τον Αλέκο τον μουσικό. Για να μην τα πολυλογώ, τους είπα πως θέλω να βγω στο θέατρο, να γίνω ηθοποιός. Οι θιασάρχες, μόλις τ’ άκουσαν, άδραξαν την ευκαιρία ―είχαν ανάγκη από έναν νεαρό ηθοποιό καθώς και υποβολέα. Στην τελευταία παράσταση δώσαμε ραντεβού στο Αγρίνιο όπου θα πήγαινε ο θίασος. Ραντεβού την Τρίτη της Καθαροβδομάδας, γιατί τότε θα έφευγα κι εγώ από το χωριό, που θα πήγαινα να κάνω Αποκριές στο σπίτι μου.
     Τις τελευταίες μέρες προ των Απόκρεω είχαν αρχίσει οι εξετάσεις στο Γυμνάσιο. Εγώ, όπως ήταν επόμενο, δεν τα πήγαινα καλά με τα μαθήματα λόγω ελλείψεως βιβλίων. Άρχισαν οι εξετάσεις κι όλα πήγαιναν καλά, όταν ήρθε η μέρα που θα δίναμε εξετάσεις στα θρησκευτικά. Ήταν δύσκολα τα πράγματα. Πήρα την κόλα του διαγωνίσματος, κανένα από τα θέματα που μας έβαλε ο καθηγητής δεν ήξερα. Ντρεπόμουνα να δώσω την κόλα λευκή, γιατί ο καθηγητής Αλεξόπουλος ήταν φίλος του πατέρα μου. Είχε υπηρετήσει κάποτε στο Σχολαρχείο της Γαβαλούς και μ’ αγαπούσε πολύ, κι αν έβλεπε λευκή την κόλα, θα μου ’κανε κατσάδα τρομερή. Περίμενα ν’ αρχίσουν να δίνουν τις κόλες οι συμμαθητές μου και μαζί τους να την παραδώσω κι εγώ. Σοφίστηκα να γράψω κάτι για να μην τη δώσω εντελώς λευκή κι αρχίζω να γράφω το ποίημα του Βαλαωρίτη «Ο απαγχονισμός του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄». Αφού γέμισα σχεδόν την κόλα στην πρώτη σελίδα, στο τέλος θέλησα να διασκεδάσω τους στίχους και ανακατεύω τα ονόματα των ηρώων με ονόματα των χωριανών μου συμμαθητών.
     Αφήνω την κόλα και όπου φύγει φύγει να μην την ιδεί ο καθηγητής, ο οποίος, μόλις την πήγα, ώσπου να διαβάσει και να συνειδητοποιήσει αυτό που έβλεπε, εγώ είχα κατέβει τις σκάλες του σχολείου. Διαβάζει και μένει κατάπληκτος. Τρίβει τα μάτια του, ξανακοιτάζει την κόλα και γυρίζει στους διαγωνιζόμενους και τους λέει:
     «Ακούστε τι έγραψε ο Λουκάς...»
     Μεταχειριζόταν πάντα το μικρό μου όνομα γιατί μ’ αγαπούσε πολύ. Με τρεμάμενα χείλη διάβασε τις αηδίες τις δικές μου κι όταν οι μαθητές άκουσαν τους τελευταίους αυτοσχέδιους στίχους και ξέσπασαν στα γέλια, ο καημένος ο καθηγητής κούνησε το κεφάλι του και με βουρκωμένα μάτια είπε:
     «Είναι για γέλια ή για κλάματα; Ο φτωχός πατέρας του πετσοκόβεται από το πρωί ώς το βράδυ να του μάθει γράμματα. Τι θα πει σαν το μάθει;»
     Αυτά μου τα είπανε οι συμμαθητές, όσοι δεν μπόρεσα να τους αποφύγω που κρυβόμουν από ντροπή.
 
 
Οι Αποκριές αυτής της χρονιάς για μένα ήταν σωστός εφιάλτης. Από τη μια μεριά ο φόβος μη μάθει ο πατέρας μου τα μαθητικά μου χάλια κι από την άλλη ντρεπόμουνα να βγω από το σπίτι γιατί οι συγχωριανοί συμμαθητές μου θα είχαν οπωσδήποτε διαδώσει τη μαθητική μου ανταρσία. Σάββατο, Κυριακή και Δευτέρα δεν είχα βγει πέρα από την αυλή μας, που είναι στο κέντρο του χωριού. Εφιαλτική η ζωή μου αυτές τις τρεις μέρες της Αποκριάς. Δεν έβλεπα την ώρα να ’ρθει το πρωί της Τρίτης για να φύγω.
     Η βάβα μου η κακομοίρα ετοίμαζε το καλαθάκι με τα τρόφιμα που θα ’παιρνα μαζί μου: ψωμί, ελιές, λίγο τυρί απ’ τις κατσίκες μας κι έναν κόκορα μαδημένο, έτοιμο για το φούρνο, και ό,τι άλλο μπορούσε να μ’ ευχαριστήσει, καθώς και τα εσώρουχά μου πλυμένα και σιδερωμένα με το καρβουνοσίδερο, τα τσουράπια μου τα μάλλινα που τα έπλεκε με τα ζαρωμένα γέρικα χεράκια της. Όλα για τον Λουκά, να μάθει γράμματα για να μη μείνει κι αυτός στο χωριό ξώμαχος και ζευγάς στα χωράφια. Να γίνει επιστήμονας, όπως τα παιδιά του Σπύρου Σκαλτσά, για να μπορέσει μια μέρα να ξαποστάσει κι ο γερο-πατέρας του. Μεγάλη η χαρά τους που θα μάθαινα πολλά γράμματα. Καμάρι το ’χε η αδερφή μου η Αμαλία που θα ’χε αδερφό επιστήμονα. Εγώ όμως το βιολί μου. Είχε καρφωθεί μέσα μου να γίνω ηθοποιός όπως ο Ιβάν Πέτροβιτς, ο Ραμόν Νοβάρο, ο Χάρυ Μπορ κι άλλοι ηθοποιοί του κινηματογράφου της εποχής εκείνης.
     Είμαι αναστατωμένος. Όλα μέσα στο κεφάλι μου ανακατωμένα. Η αγάπη της βάβας, ο πόνος της μάνας, η λατρεία και το καμάρι της αδερφής και ο πόνος του πατέρα. Ολόκληρη επανάσταση μέσα στην παιδική μου καρδιά κι όλα αυτά τα ανάκατα κι αξεχώριστα συναισθήματα νικήθηκαν από την αμετάκλητη απόφασή μου, την αγάπη μου για το θέατρο.
     Κι έτσι την Τρίτη της Καθαροβδομάδας, μαζί μ’ όλα αυτά τα συναισθήματα, φορτώθηκα και μ’ όλες τις μελλοντικές ευθύνες. Πρωί πρωί μπήκα κι εγώ στο σαραβαλάκι λεωφορείο, όχι αυτό που πάει στο Μεσολόγγι, στο σχολείο, γιατί εκεί βρώμαγε μπαρούτι, αλλά εκείνο που πάει στο Αγρίνιο. Στο θέατρο.
     Τα χρήματα που κρατούσα δεν ήταν περισσότερα από εκατό δραχμές. Αυτές μαζεύτηκαν από το γέρο και από τη βάβα για χαρτζιλίκι, γιατί στο Μεσολόγγι έτρωγα στο μαγέρικο του Αντώνη Ζαμπακόλα, που είχε τη Δημητρούλα για μαγείρισσα, που κάποτε, προτού πάει με τον Ζαμπακόλα, την είχαμε στο σπίτι μας με την κορούλα της, μια όμορφη κορούλα που της πέθανε. Στον Ζαμπακόλα είχε πίστωση ο γέρος.
     Τώρα με τις εκατό δραχμές πώς θα τα βγάλω πέρα; Τι θα φάω και πού θα κοιμηθώ; Καινούριες σκέψεις, καινούριες υπευθυνότητες. Όλα αυτά ανακατεύονται στο μυαλό μου. Έχω μετανιώσει; Να πάρω το τρενάκι και να πάω στο Μεσολόγγι; Εκεί τα ’χω βρωμίσει. Πώς θα παρουσιαζόμουνα στον καθηγητή; Οι συμμαθητές μου θα με παίρναν στο «μεζέ». Με τι βιβλία θα εξακολουθούσα τα μαθήματα; Και το σπουδαιότερο είναι πως θα ’μενα στην ίδια τάξη. Και την επόμενη χρονιά ο γέρος δε θα μ’ έστελνε στο σχολείο. Έτσι κι αλλιώς το σχολείο ξόφλησε. Βρίσκομαι προ τετελεσμένου γεγονότος.
 
 
Πήγα στο θέατρο και βρήκα τους θιασάρχες Μπίνη και Μπολίνη. Τους είπα την απόφασή μου αλλά και ψέματα, ότι άφησα το σχολείο με τη συγκατάθεση του πατέρα για να ακολουθήσω το θίασο. Έτσι έγινα δεκτός στο θίασο και ανέλαβα αμέσως και καθήκοντα. Μου δώσανε το θεατρικό έργο που θα παίζανε το βράδυ, το Γιο του ίσκιου του Σπύρου Μελά, να το διαβάσω γιατί το βράδυ θα το υπέβαλλα.
     Ύστερα πήγαμε στο μαγέρικο να φάμε. Έβγαλα το χωριάτικο ψωμί, τυρί κι ελιές, κι όλοι μαζί φάγαμε τη φασολάδα του μαγέρικου. Το βράδυ μετά την παράσταση θα τρώγαμε τον κόκορα που είχα μαζί μου, έτοιμο για την κατσαρόλα. Φώναξαν το μάγειρα και του είπαν να τον φτιάξει κοκκινιστό. Ο γερο-Μπολίνης τον ήθελε βραστό κι γερο-Μπίνης κοκκινιστό. Υπερίσχυσε η γνώμη του Μπίνη, που ήταν γερό ποτήρι, και έγινε κοκκινιστός γιατί έτσι τον θέλανε και τα κορίτσια.
     Μετά την παράσταση πήγαμε στην ταβέρνα κι ώσπου να μας ετοιμάσει ο ταβερνιάρης, έγινε και ο λογαριασμός της είσπραξης της βραδιάς και δόθηκε μίτζα στον κάθε ηθοποιό, γιατί η μοιρασιά δινόταν κάθε Δευτέρα. Το μερίδιο δινόταν με κλίμακα δεκαδική. Δηλαδή οι πρωταγωνιστές θα παίρναν δέκα, ο αμέσως επόμενος εννέα και ούτω καθεξής, μέχρι το πέντε, δηλαδή μισό μερίδιο. Εδώ σε τούτο το θίασο είχε συμφωνηθεί η πρωταγωνίστρια να παίρνει μια ποσοστιαία μονάδα παραπάνω, δηλαδή έντεκα τα εκατό. Αυτή η κλίμακα ήταν πολύ κλεψιμαίικη και αδικούσε πολύ τα μικρά μερίδια κι εκείνος που θα ’παιρνε πέντε τα εκατό δε θα μπορούσε να ζήσει, γι’ αυτό είπανε τότε στο τραπέζι που τρώγαμε να γίνει η κλίμακα με βάση το τριάντα και να μην κατεβαίνει κάτω από τα είκοσι. Έτσι κι έγινε. Όταν κάνανε λογαριασμό τη Δευτέρα, μου ήρθε μερίδιο εβδομήντα δραχμές. Αυτό για μένα ήταν πάρα πολύ ικανοποιητικό. Μπορούσα να τα βολεύω και ένιωσα μια κάποια σιγουριά.
     Στο Αγρίνιο δεν κάθισε ο θίασος πολλές μέρες, γιατί ήταν και Αποκριές κι ο κόσμος ήταν απασχολημένος με τα γλέντια, γι’ αυτό ο θίασος έφυγε για τον Κραβασαρά. Μεγάλη μου χαρά που πηγαίναμε πιο μακριά απ’ το χωριό μου, γιατί φοβόμουνα τον πατέρα μην έρθει και κάνει καμιά φασαρία. Στενοχωρήθηκε τόσο πολύ σαν έμαθε πως δεν πήγα στο σχολείο αλλά ακολούθησα το θέατρο, που έπεσε το βράδυ να κοιμηθεί και ξύπνησε από τη στενοχώρια του το πρωί με άσπρο μουστάκι. Τόσο πολύ του κόστισε που βγήκα στο θέατρο.
 
 
Μαγευτική θέα του Κραβασαρά. Το μικρό λιμανάκι του μέσα στον Αμβρακικό κόλπο, που τα ακύμαντα νερά του τα έσκιζαν μια φορά τη βδομάδα οι πλώρες των καραβιών που έκαναν τη συγκοινωνία, ήταν μια μαγεία για μένα που για πρώτη φορά αντίκριζα πλεούμενα.
     Στο παραλιακό καφενείο του Φλώρου στήθηκε η σκηνή και κάθε βράδυ γέμιζε από θεατές διψασμένους για θεατρική ψυχαγωγία. Εδώ στον Κραβασαρά ανέβηκα για πρώτη φορά στη σκηνή σαν επαγγελματίας ηθοποιός. Υποδύθηκα τον Σταυράκη στην Μαρία Πενταγιώτισσα. Ο Σταυράκης ήταν ο εραστής της Μαρίας και καθώς με είχανε δεμένο και με ανακρίνανε, ήθελα να «παίξω» τραγικά. Κοκκίνιζα, σφιγγόμουνα κι έτρεμα, αλλά το τρεμούλιασμα δεν ήταν από το παίξιμο του ρόλου, εγώ έτρεμα σύγκορμος μπας και χάσω τη συνοχή στη σκηνή και τα κάνω θάλασσα. Ο γέρο-Μπίνης που κατάλαβε την αγωνία μου, για να μου δώσει θάρρος, μου πετάει ένα «Μπράβο, Λουκά». Ξεΐδρωσα και πήρα κουράγιο.
     Τώρα το πράγμα είχε άλλη σημασία κι όχι αν έπαιξα καλά το ρόλο του Σταυράκη. Σημασία έχει πως ο θίασος είχε ανάγκη από έναν νέο, κι αυτός ο νέος ήμουνα εγώ, που θα μπορούσε ο θίασος να ανεβάσει τα γνωστά του έργα. Την άλλη μέρα μου δίνουν νέο ρόλο, του Εδουάρδο στο Ναύτη Βαν Βρουστ, και στη συνέχεια μεγαλύτερους ρόλους, που ταίριαζαν στην ηλικία μου και στην ηλικία της ενζενί Σοφίας που πάντα θα έπαιζα μαζί της. Τους ρόλους μου τους μάθαινα στα πεταχτά και γρήγορα απ’ έξω. Την είχα από μαθητής τη συνήθεια να αποστηθίζω εύκολα. Έπειτα ο πόθος μου για το θέατρο μου ’δινε περίσσια όρεξη και δύναμη. Από το πρωί ξεκινούσα με το βιβλίο υπό μάλης, έπαιρνα τον παραλιακό δρόμο που πάει για την Άρτα, την άραζα στης ακροθαλασσιάς τα βράχια και διάβαζα δυνατά για να συνηθίσω να λέω καθαρά και στρογγυλά τις λέξεις του κειμένου και να αποφύγω τη ρουμελιώτικη προφορά και τους ιδιωματισμούς που ήταν ριζωμένα μέσα μου και καταβρόχθιζα φωνήεντα και καταλήξεις. Παιδί ακόμα, τι να ’κανα; Μα έπρεπε να φανώ άξιος. Έπρεπε να γίνω καλός ηθοποιός, για να χαρούν κι οι γονείς μου που δεν είχαν μεγάλη εκτίμηση στο θέατρο. Τόσα ξέρανε και δικαιολογημένα έτσι σκεφτόντουσαν.
     Διάβαζα και μελετούσα κάθε ρόλο του έργου για να μπω στο νόημα, γιατί δε γινόταν καμιά πρόβα κι έπρεπε να διαβάσω όλο το έργο. Οι ηθοποιοί τα ξέρανε τα έργα και τους ρόλους τους γιατί τους είχανε χιλιοπαίξει και ξέραν τι θα κάνουν και πώς θα σταθούν στη σκηνή, ενώ εγώ άπειρο παιδί του χωριού τι να ξέρω. Διαβάζοντας μεγαλοφώνως κοντά στη θάλασσα θυμόμουνα τον αρχαίο Δημοσθένη που ’βαζε χαλίκια στη γλώσσα του. Έτσι μάθαινα τους ρόλους μου.
     Ένα πρωινό με φωνάζει ο γερο-Μπίνης και μου δίνει ένα μάτσο καπνό και μια φαλτσέτα τσαγκάρικη να τον κάνω χαρμάνι γιατί ήξερα από τέτοια. Βάζω τη φαλτσέτα στην από μέσα δεξιά τσέπη του σακακιού μου, με την αιχμή προς τα πάνω για να μη μου τρυπήσει η τσέπη. Παίρνω ένα ποδήλατο και τραβώ το δρόμο της Λευκάδας. Φτάνω μέχρι ένα ξωκλήσι, παραπέρα δεν πήγαινε ο δρόμος, κατεβαίνω γιατί δεν μπορούσα να γυρίσω ποδηλατώντας κι όπως κάνω να ξανανέβω στο ποδήλατο, η φαλτσέτα χτυπάει πάνω στη σέλα και καρφώνεται στα πλευρά μου. Το αίμα έτρεχε. Βάζω το μαντίλι μου και τρέχω γρήγορα στο ποδηλατάδικο. Με βλέπει ο ποδηλατάς κατακίτρινο. Με ρωτάει τι συνέβη και του δείχνω τα αίματα και την πληγή. Με παίρνει και πάμε στο φαρμακείο. Το τραύμα ήταν σοβαρό. Παρ’ ολίγο να έφτανε η φαλτσέτα στον πνεύμονα.
     «Φτηνά τη γλύτωσες. Αν ήτανε από αριστερά, δύσκολα...» μου λέει ο φαρμακοποιός.
     Μαθεύτηκε σ’ όλη την αγορά πως το παιδί του θιάσου παρ’ ολίγο να την κλάσει, όπως λένε στην πατρίδα μου. Ο γερο-Μπίνης φοβήθηκε γιατί θεώρησε τον εαυτό του υπεύθυνο. Εγώ όμως συνήλθα γρήγορα. Μαθημένος ήμουνα, είχα δοκιμάσει πολλές φορές τέτοιες καταστάσεις από γαϊδουροπεσίματα κι έχω ακόμα σημάδια στο κεφάλι μου. Το μόνο που φοβόμουνα μήπως το βράδυ δε μ’ αφήσουν να παίξω. Έγινα περδίκι! Τι είναι ο πόνος μπρος το θέατρο. Έπαιξα κι είχα και επιτυχία. Πάντα πονούσα, μα ο πόνος της πληγής μεταγγιζόταν στον πόνο της καρδιάς που εκφραζόταν με τους λυρικούς στίχους του έργου που έλεγα στην Αύρα, που την υποδυόταν η χαριτωμένη Σοφία, η οποία μόνο μέσα στο ρόλο της μου ανταποκρινόταν. Τρεις πόνοι: ο πόνος της φαλτσέτας, ο πόνος για την Αύρα του έργου και ο πόνος για τη Σοφία που πονούσε για τον Αλέκο της. Ένας πόνος 1+1+1 = μπουκάλα εγώ.

(από το βιβλίο: Λουκάς Χρέλιας, Όλη η Ελλάδα είναι ένα πατάρι, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1998)