Ο παπα-Οικονόμος μέγας τυχερός
Μουμτζής Τάσος
Εκτύπωση
Στον ρωσσοτουρκικό πόλεμο του 1768, ο Χασάν Τζεζαερλή, ναύαρχος του τουρκικού στόλου στη ρωσσοτουρκική ναυμαχία του Τζεσμέ απέναντι στη Χίο, έδειξε ασυνήθιστη για Τούρκο ναυτικό γενναιότητα, με αποτέλεσμα να τραυματιστή, και τελικά σώθηκε κολυμπώντας στην παραλία του Τζεσμέ. Έδεσε πρόχειρα τα τραύματά του, και ξεκινά δια ξηράς να πάη στην Πόλη, στην οικογένειά του. Περνώντας από τις Κυδωνίες, ζήτησε περίθαλψη απ’ τον παπα-Οικονόμου. Του προσφέρθηκε αμέσως στέγη, ιατρική περίθαλψη, διατροφή και ό,τι άλλο ζήτησε σχετικό με τη σύνδεσή του με την οικογένειά του, για να την πληροφορήση για την πολεμική του περιπέτεια. Σε ένα μήνα μέσα αποκαταστάθηκε η υγεία του και με τη φροντίδα του παπα-Οικονόμου ταξίδεψε για την Πόλη, ευγνωμονώντας για τις περιποιήσεις του Οικονόμου και των κατοίκων των Κυδωνιών, που θα του έμεναν αλησμόνητες, όπως δήλωσε φεύγοντας.
     Ύστερα από τέσσερα πέντε χρόνια, ο παπα-Οικονόμου βρέθηκε στην Πόλη, για δουλειές της κοινότητας και κυρίως για να φροντίση να λιγοστέψη το βαρύ φόρο για τα ελαιόδενδρα. Για να επιτύχη την εποχή εκείνη στις επαφές του με τις αρμόδιες υπηρεσίες έπρεπε, με τρόπο βέβαια, να σφίξη στο χέρι του υπαλλήλου το σχετικό φιλοδώρημα, αναλόγως ασημένιο ή χρυσό (μπαξίς, ή ντις παρασί ― παράδες για το δόντι). Έτσι κατόρθωσε να φθάση στην πόρτα του γραφείου του μεγάλου βεζίρη, του πρωθυπουργού, σαν να λέμε.
     Μόλις άνοιξε η πόρτα, βλέπει κατάπληκτος στη θέση του μεγάλου βεζίρη τον Χασάν Τζεζαερλή. Η συνάντηση των δύο παλαιών φίλων ήταν πολύ συγκινητική. Αφού αντάλλαξαν φιλοφρονήσεις, όπως συνηθίζεται στους επίσημους, κι αφού ξαναθυμήθηκαν με συγκίνηση τα παλιά, ο μεγάλος βεζίρης ρώτησε τον παπα-Οικονόμου:
     ― Πες μου τώρα, τι επιθυμείς. Είμαι στη διάθεσή σου.
     ― Για τον εαυτό μου τίποτε, απαντά ο παπάς. Για το Αϊβαλί.
    Με τον τρόπο αυτό, κατόρθωσε ο παπα-Οικονόμου το 1774 να αποσπάση το περίφημο για τις Κυδωνίες και σκανδαλώδες, για την εποχή εκείνη, αυτοκρατορικό διάταγμα (Χατ Σεριφί). Νά μερικά από τα προνόμια αυτά:
     1) Το Αϊβαλί θα διοικήται μόνο του, με δική του αστυνομία και αγροφυλακή, από εντόπιους.
     2) Θα έχη δικά του δικαστήρια με Κυδωνιάτες δικαστικούς.
     3) Διευρύνονται τα σύνορα της κοινότητας, παίρνοντας περιοχές προς το Αδραμύττι και την Πέργαμο.
     4) Χωρίς την έγκριση της κοινότητας, δεν θα επιτρέπεται να πλεύση στο λιμάνι πλοίο με οποιαδήποτε σημαία, έστω και τούρκικη.
     5) Οι περαστικοί αγάδες, να ξεπεταλώνουν τ’ άλογά τους, μπαίνοντας στην πόλη.
     6) Η φορολογία κατά ελαιόδενδρο κατέβηκε στους δυο παράδες το χρόνο.

(από το βιβλίο: Τάσος Μουμτζής, Αναμνήσεις 1894-1924, Θεσσαλονίκη, 1971)