Τα παιδικά μου χρόνια στο Αϊβαλί
Μουμτζής Τάσος
Εκτύπωση
Σ’ αυτή την ένδοξη, ωραία και αλησμόνητη γη γεννήθηκα. Οι γονείς μου ανήκαν στη μεσαία κοινωνική τάξη με μέτρια βέβαια μόρφωση, αλλά με μεγάλη πείρα στα θέματα της ανατροφής των παιδιών τους, της διατροφής και των σπουδών τους. Η εκλεκτή, όπως τη χαρακτήριζαν, μητέρα μου απέκτησε δεκατέσσερα παιδιά. Τα περισσότερα τα έχασε από διφθερίτιδα, οστρακιά κι άλλες παιδικές αρρώστιες, γιατί δεν υπήρχαν τότε φάρμακα και μπόλια όπως σήμερα.
     Γεννήθηκα τον Μάρτιο του 1894. Φοίτησα στο νηπιαγωγείο της κυρίας Σοφίας. Επτά χρονώ μπήκα στο δημοτικό σχολειό στη γειτονιά μου. Τον Σεπτέμβριο του 1906 μπήκα στο σχολαρχείο, που είχε τότε 54 μαθητές. Τον Σεπτέμβριο του 1908 μπήκα στο γυμνάσιο, που είχε 38 μαθητές και απεφοίτησα τον Ιούνιο του 1912, μαζί με άλλους 15. Εκεί και τι δεν διδαχτήκαμε! Το λιγώτερο 6-7 αρχαίους συγγραφείς, μαθηματικά μέχρι και ολοκλήρωμα, με ασκήσεις των Ιησουιτών, λογάριθμους κλπ., παγκόσμια ιστορία και γεωγραφία, γαλλικά, τούρκικα και λατινικά, χημεία και φυσική στην τεράστια αίθουσα δωρεάς Μαλέλλη, γεμάτη από επιστημονικά όργανα, γεωργικά σ’ ένα αγροκήπιο 500 στρέμματα ―εκπαιδευόμαστε απ’ το δημοτικό ακόμα και καταπιανόμαστε μ’ όλες τις αγροτικές δουλειές― απαγγελία, ωδική, θεωρία μουσικής και γυμναστική, στο εκ δωρεάς πλήρες γυμναστήριο 300x300 μέτρα, μεταξύ του γυμνασίου και της θάλασσας.
     Η περιουσία των σχολείων του Αϊβαλιού υπολογιζόταν σε πολλά εκατομμύρια χρυσές λίρες, προ πάντων κτηματική. Σπάνια ν’ ανοιχτή διαθήκη και να μην αναφέρεται δωρεά του θανόντος στα σχολειά, σε χρήμα ή σε δέντρα. Στους ελαιώνες των σχολείων Κυδωνιών κάθε δέντρο ήταν σφραγισμένο πυρογραφικά με τις λέξεις «ΣΧΟΛΕΙΑ ΚΥΔΩΝΙΩΝ».
     Την περιουσία αυτή την διαχειρίζονταν εξηκονταμελής επιτροπή, με πρόεδρο πάντα τον μητροπολίτη. Η ίδια επιτροπή, της οποίας τα μέλη ανανεώνονταν τακτικά, είχε και τη διοίκηση των σχολειών. Ενέκρινε διορισμούς και απολύσεις καθηγητών και προσωπικού, απεφάσιζε επί προτάσεων του καθηγητικού συλλόγου και του διδασκαλικού συλλόγου κλπ.
     Νά ένα σύστημα μελέτης των παιδιών του που επινόησε ο πατέρας μας. Επιστρέφοντας απ’ το σχολειό το απόγευμα, ψωμί και τυρί, και στον περίβολο του Αη-Δημήτρη για παιχνίδι. Στις 7 και 30΄ στο σπίτι. Φαγητό και στας 8 και 30΄ το πολύ στο κρεβάτι. Εγερτήριο περίπου 5 το πρωί την επομένη. Σε μισή ώρα πενέτοιμοι από απόψεως τουαλέττας, ροφήματος, (συνήθως γάλα και το χειμώνα σαλέπι με πιπερόριζα, κανέλα κλπ. ―εγώ το ήθελα και με λίγο γάλα) κλπ. Αμέσως μελέτη, έως τις 8 παρά δύο λεπτά, που χτυπούσε το προειδοποιητικό καμπανάκι για την έναρξη των μαθημάτων, στο απέναντι απ’ το σπίτι μας γυμνάσιο. Αυτές οι δυόμιση ώρες, με το φρέσκο πρωινό μυαλό μας, είχαν το ίδιο αποτέλεσμα μελέτης πέντε και πλέον ωρών του υπόλοιπου εικοσιτετραώρου.

(από το βιβλίο: Τάσος Μουμτζής, Αναμνήσεις 1894-1924, Θεσσαλονίκη, 1971)