Νησιά και ακρογιάλια
Μουμτζής Τάσος
Εκτύπωση
Λένε και γράφουν για τα ωραία νησιά και τ’ ακρογιάλια της πατρίδος μας και δεν έχουν άδικο. Μέχρι χτες τα ζούσαν οι νησιώτες και οι ξένοι τουρίστες, που στα μέρη τους τον ήλιο τον έχουν μόνο ακουστά.
     Σαν Αϊβαλιώτης, μισοθαλασσινός κι εγώ, επισκέφθηκα πολλά απ’ τα διακόσια νησιά της ελληνικής θάλασσας. Πολλά απ’ αυτά είναι σωστές ζωγραφιές, με τα δαντελένια ακρογιάλια τους και τα φυσικά στολίδια τους, που όσο περνάν τα χρόνια τα εξαφανίζει το τσιμέντο.
     Πού ’ναι τα δικά μας τ’ αλησμόνητα ακρογιάλια, που αδελφωμένα με το πεύκο μοσκοβολούσαν κι έλαμπαν σαν κρούσταλλα!
     Όπως λέει κι ο ποιητής:
 
     Πάντα ζουν μες στην ψυχή μου της πατρίδας τ’ ακρογιάλια
     κι είναι πόθος μου κι ελπίδα πάντα να τα ξαναδώ.
     Σαν θα να ’ρθη καλοκαίρι με τα μύρα αγάλια αγάλια
     θα ’θελα στην αγκαλιά τους το τραγούδι μου να πω.
 
     Τα έζησα και τα γλέντησα τα νησιά του Αϊβαλιού ώς τα δεκαοχτώ μου χρόνια και δεν χορταίνω να διαβάζω ό,τι γράφτηκε γι’ αυτά.
     Ο αλησμόνητος φίλος μου, ο Φώτης Κόντογλους, περιγράφει τα δυο μέσα μπουγάζια του λιμανιού μας στα νοτιοδυτικά, και με πόσες λεπτομέρειες! Άφθαστος στις λεπτομέρειες, λες και είσαι μαζί του, όταν τα περπατούσε, σαν το φίλο του το Ρομπινσώνα, στην Αγιά Παρασκευή, τη Νησοπούλα με το βασιλιά, τον Αη-Νικόλα, την Τρύπια πέτρα, τ’ Διαόλ’ του Τραπέζ, κι τ’ Λαγού τ’ αυτιά. Αυτό το ταξίδι το κάνω πολύ τακτικά, γιατί μόνο έτσι νιώθω την καρδιά μου να ξαναζωντανεύη.
 
     Ο ήλιος λάμπει πιο γλυκά
     στα μέρη που μας ξέρουν.
 
     Οι αξέχαστοι γονείς μου έκαναν τακτικές εκδρομές με συγγενικές και φιλικές οικογένειες, συνδυασμένες όμως με τάματα για λειτουργήματα σε ξωκλήσια, σαν τον Αη-Νικόλα, τα Τσαμέλια, την Αγία Κυριακή, τη Βαγγελίστρα κ.ά.
     Όπου δεν είχε παπά, κουβαλούσαμε έναν μαζί μας, πότε με παϊτόνι (λαντώ), πότε με νταλίκα και μερικές φορές με τα πόδια, με ένα δυο γαϊδουράκια για τους ανήμπορους. Συνήθως όμως με βάρκες, γιατί τα περισσότερα ξωκλήσια ήταν κοντά στη θάλασσα. Αν βρίσκαμε αποβάθρα, καλά. Αλλιώς, κάθιζαν τη βάρκα στα ρηχά και όσοι μπορούσαν περνούσαν ξυπόλητοι, οι άλλοι καβαλίκευαν τον βαρκάρη, που τους έβγαζε στη στεριά.
     Έπειτα άρχιζαν να ξεφορτώνουν δέματα, ζεμπίλια, καλάθια, καλαθούνες, τραμουτζάνες, στάμνες κλπ. Και τι δεν είχαν μέσα! Μόνο τ’ πουλιού το γάλα έλειπε.
     Πρώτα πρώτα βγάζανε τις λειτουργιές, τις παρέδιναν στον παπά με ένα χαρτί, που έγραφε τα ονόματα ζωντανών και πεθαμένων χωριστά, για να τα μνημονέψη. Πολλές φορές και άρτους για αρτοκλασία φέρναν στο λειτούργημα.
     Όλοι μέσα στο ξωκλήσι ψέλναμε, και με μεγάλη κατάνυξη. Φυσικά τον Απόστολο τον έλεγα εγώ, σε καθαρή βυζαντινή μουσική, χωρίς τις σημερινές κορώνες, όπως με είχε διδάξει ο ψάλτης Λαγός.
     Με το «Αμήν» του παπά, τρώγοντας το αντίδωρο, ανταλλάζαμε την «καλημέρα» και βγαίναμε στο νάρθηκα, αν υπήρχε, ή στα κοντινά δέντρα, όπου οι γυναίκες άνοιγαν τα δέματα κι άπλωναν κιλίμια και πολύχρωμες κουρελούδες, για να καθήσουμε.
     Ώσπου να φουσκώσει ο καφές στα μπρίκια, προσφέρονταν γλυκό του κουταλιού και κονιάκ, ώς και φέτα ψιλοκομμένος κουντραμπάδος καπνός και τσιγαρόχαρτο για να τυλίξουν τα τσιγάρα τους οι καπνιστές. Σε λίγο μοιράζονταν και ο καφές σε μεγάλα φλιτζάνια και βουτήματα σπιτίσια.
     Τα παιδιά εμείς, από μια φετάρα ψωμί κι ένα κομμάτι τυρί, και στο παιχνίδι.
     Πάντα θα υπήρχε και κανένα μαντολίνο ή καμιά κιθάρα, για ν’ αρχίση το τραγούδι κι ο χορός απ’ το πρωί ώς τη νύχτα.
     Ο καθαρός θαλασσινός αέρας μας έφερνε μεγάλη όρεξη.
     Όλη τη μέρα φαγοπότι τρελό. Η κάθε νοικοκυρά έπρεπε να εμφανίση τα δικά της σπεσιαλιτέ, σε κεφτεδάκια, ντολμαδάκια, τυροπιτάκια και άλλες λιχουδιές, και στο τέλος τα γλυκά, άφθαστα σε ποικιλία και πάντα επιτυχημένα.
     Δεν περιγράφεται το κέφι και η χαρά της παρέας, με πολλά γέλια, που προκαλούσαν τα έξυπνα καλαμπούρια, απαλλαγμένα από τα σαχλά και αισχρά υπονοούμενα των σημερινών.
     Έτσι περνούσε η εκδρομή, που άφηνε πολλές και ζωηρές εντυπώσεις.
     Το απόγευμα μετά τον εσπερινό και το σχετικό καφεδάκι, άρχιζε το ξεσήκωμα, με το μάζεμα όλων μας των πραγμάτων. Γυρνούσαμε στα σπίτα μας νύχτα, κι απ’ την κούραση πέφταμε ψόφιοι στα κρεβάτια μας.

(από το βιβλίο: Τάσος Μουμτζής, Αναμνήσεις 1894-1924, Θεσσαλονίκη, 1971)