Ο Κατσίκας
Μουμτζής Τάσος
Εκτύπωση
Δεν μπορώ να ξεχάσω τον προς τα βορεινά του Αϊβαλιού Αη-Νικόλα τα Τσαμέλια, σαν μια από τις μαγευτικότερες τοποθεσίες που γνώρισα. Ένα δάσος όχι και πολύ μεγάλο, με κάτι πεύκα πελώρια, με ίσιους κάθετους κορμούς, σαν τηλεγραφόξυλα και στην κορυφή μια φούντα καταπράσινη, τεράστιο παρασόλι. Κάτω η γη μαλακιά σαν στρωματέξ απ’ το παχύ στρώμα που δημιουργούσε το ξερό φύλλωμα του πεύκου. Απάτητο σαν να το ’στρωσε μηχανή. Στα δυτικά του το δάσος αυτό, λες κι είχε τα πόδια του μέσα στη θάλασσα. Κάτι μεγάλα και πολύχρωμα βράχια, τα μισά στο νερό σε είκοσι μπόγια βάθος κι άλλα τόσα έξω.
     Ένα χιλιόμετρο αριστερά είναι ένας μεγαλοπρεπής κάβος, πάντα αφροστεφανωμένος, με πέντε δέκα πελώριους βράχους μπροστά του, που δέχονται με μεγάλο βουητό τους πρώτους μπάτσους απ’ τα μανιασμένα πελαγίσια κύματα.
     Όλα αυτά τα περιεργαζόμαστε μπρούμυτα στην άκρη του δάσους, γιατί ζαλιζόμαστε όρθιοι απ’ το ύψος το πολύ και το θόρυβο που κάναν σκάζοντας τα κύματα, σε σημείο που δύσκολα άκουγε ο ένας τον άλλον.
     ― Ρε σεις μουρέλια. Πίσου, πίσου, να μη σας κλάψιν οι μάνες σας!
     Γυρίζουμε και βλέπουμε τον Κατσίκα. Τύπος ερημίτη, με σκουφί καλπάκι, κάποτε βελουδένιο, βρακί ξεθωριασμένο αϊβαλιώτικο, σαν του Κανάρη, με μαύρο ζωνάρι, κι από τα δεξιά ένα κομμάτι κόκκινο πανί, υπόλοιπο μεταξωτής μαντήλας που φορούσαν οι μερακλήδες Αϊβαλιώτες βρακάδες, με τουσλούκια και ψιλοκεντημένα γιλέκα. Η φορεσιά τους, από τσόχα ευρωπαϊκιά, στοίχιζε 25-30 λίρες τούρκικες χρυσές.
     Μοναχικός κάτοικος ο Κατσίκας, έμενε σ’ ένα δωμάτιο κολλητό στο ξωκλήσι του Αη-Νικόλα. Έψηνε καφέ και πουλούσε λουκούμια, ούζο, καπνό κοντραμπάδο χύμα, λαθραίο τσιγαρόχαρτο και, ανάλογα με την εποχή, πεπόνια, καρπούζια (μέχρι δέκα πέντε οκάδες το ένα), σταφύλια, κυδώνια κλπ.
     Εκτός απ’ αυτούς που έρχονταν για τα λειτουργήματα, είχε πελάτη και κάθε περαστικό κυνηγό και προ παντός τους πενήντα κι απάνω αραμπατζήδες που ανεβοκατέβαιναν κάθε μέρα κουβαλώντας στο Αϊβαλί άλευρα και άλλα βιομηχανικά προϊόντα, που βγάζανε πεντέξι χιλιόμετρα πιο βορεινά στο Γκιουμουσλί, οι φάμπρικες του Νικολαΐδη και Κοκκίνη.
     Ένας απ’ τους μεγαλόσχημους πελάτες, που περνούσε το Σαββατοκύριακό του στο Αϊβαλί, ήταν ο αρχιμηχανικός στις φάμπρικες του Γκιουμουσλί, ο Αχιλλέας Ρακίνας. Ένας άνθρωπος μπάλα, με ποδάρια. Από τον τετράτροχο αραμπά που θα ταξίδευε, αφαιρούσαν πεντέξι σακκιά αλεύρι για να στρογγυλοκαθίση ο Ρακίνας, διπλαρώνοντας τον αραμπά σε μια εξωτερική πέτρινη σκάλα των γραφείων της εταιρείας, για να πετύχη η επιβίβαση. Στον Αη-Νικόλα δεν κατέβαινε, γιατί δεν υπήρχε τρόπος. Τον καφέ του τον έπινε πάνω στον αραμπά. Τώρα πώς τον κατέβαζαν και τον ανέβαζαν στον αραμπά στο Αϊβαλί, δεν έμαθα. Ήταν, βλέπετε, η εποχή που και οι πιο μεγάλες βιομηχανίες ακόμα δεν διέθεταν λιμουζίνες για το ανώτερο προσωπικό τους, όπως γίνεται σήμερα. Τον έσφαξαν κι αυτόν οι τσέτες στην καταστροφή του 1922.
     Όσο μάκραινε το μάτι προς τα δυτικά, αγνάντευε στην αρχή τα ξερονήσια, περίπου καμιά δεκαριά νησιά ακατοίκητα (το Δασκαλειό, το Κρομμυδονήσι κ.ά.) και προς το βάθος τρία τέσσερα μίλια, την καταπράσινη ανατολική πλευρά του μεγάλου νησιού, τα Μοσχονήσια ή Εκατόνησο (Απολλόνησο).

(από το βιβλίο: Τάσος Μουμτζής, Αναμνήσεις 1894-1924, Θεσσαλονίκη, 1971)