Επεισόδια του 1912
Μουμτζής Τάσος
Εκτύπωση
Πίσω σ’ ένα απ’ τα νησιά αυτά, στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1912, παρ’ όλη την ταραγμένη θάλασσα, ένα ελληνικό αντιτορπιλικό, χωρίς να φουντάρη, έκανε συνεχείς βόλτες σαν να ’ψαχνε για κάτι. Θυμάμαι πολύ καλά τον κόσμο π’ ανέβαινε περνώντας απ’ το σπίτι μας, στην κορυφή του μεσαίου λόφου, απ’ τους τρεις, στους πρόποδες των οποίων είναι κτισμένο το Αϊβαλί, όπου η εκκλησιά του Προφήτη Ηλία. Ακολούθησα κι εγώ και παρακολούθησα στα βορεινά το αντιτορπιλικό να κόβη βόλτες ανάμεσα στα ξερονήσια. Στη δυτική πλαγιά του πολύ χαμηλότερου λόφου, περίπου χίλια πεντακόσια μέτρα προς το βοριά, ήταν μια τούρκικη στρατώνα και παραπέρα ένα χαμηλό τζαμί, με χαμηλό μιναρέ, το μόνο που υπήρχε στο Αϊβαλί, με τα δέκα εφτά καμπαναριά του.
     Σε μια στιγμή βλέπουμε μια λάμψη στο αντιτορπιλικό κι αμέσως ένα δυνατό μπαμ. Σ’ ένα δυο δευτερόλεπτα ένα πολύ δυνατό μπουμ και κόκκινο καπνό στη σκεπή της στρατώνας. Στο μεταξύ πετάγονταν απ’ το πίσω μέρος σκυφτοί Τούρκοι στρατιώτες. Τρέχαν να κρυφτούν στις χαράδρες, που ήταν ανατολικότερα μέσα στους ελαιώνες. Εκεί με το παιδικό μου μυαλό έβγαλα πολλά συμπεράσματα. Πρώτ’ απ’ όλα, ο Προφήτης Ηλίας βρισκόταν επάνω στην ευθεία γραμμή, που άρχιζε απ’ το πολεμικό καράβι, περνούσε απ’ τον στόχο του τη στρατώνα και τέλειωνε στο καμπαναριό της εκκλησιάς, που δεν ήταν ψηλότερο απ’ τη στρατώνα ούτε εκατό μέτρα. Φαινόταν το πολεμικό που σκαμπανέβαζε απ’ τα κύματα. Αναρωτιόμουνα λοιπόν, αν τη στιγμή που ξεμπουκάριζε το βλήμα, τύχαινε να έχη μεγαλώσει η κάθετη γωνία βολής, που δεν είναι στην περίπτωση του κουνάμενου καραβιού ίδια όπως στη στεριά, που ’ναι σταθερή, πάνω απ’ τις μισές οβίδες που ’ριξε έπρεπε να ’σκαζαν στο λόφο αυτόν, όπου θα ’χαμε μαζευτή και δέκα χιλιάδες άνθρωποι. Πρέπει να είχαν υπόψη οι πυροβοληταί αυτόν τον κλυδωνισμό. Έτσι φαίνεται· αλλιώς δεν εξηγείται. Άλλο συμπέρασμα ήταν η αφοβιά τόσου κόσμου, εκεί πάνω, που ασφαλώς έκανε το δικό του υπολογισμό κι όμως δεν αποφάσιζε να το βάλη στα πόδια. Ήταν, πιστεύω, όλοι πεπεισμένοι πως το πλήρωμα του καραβιού μάς έβλεπε συγκινημένους και δακρυσμένους από τις διάνες που πετύχαινε στους στόχους, από τέσσερα πέντε περίπου χιλιόμετρα μακριά, και την πεποίθησή μας ότι δεν κινδυνεύουμε. Και κάτι άλλο ακόμα, λίγο απίστευτο, κι όμως αληθινό ― το ’δα με τα μάτια μου: Δίπλα μου ένας Τούρκος, υπάλληλος του τελωνείου, ο μόνος που φορούσε φέσι, γιατί όλοι οι θεατές ήταν Έλληνες, απ’ το φόβο του βγάζει το φέσι και, ανοίγοντας το σακκάκι του, το τρύπωσε στον κόρφο του κατάχλωμος. Φαίνεται πως η κατάπληξη κι ο φόβος τού δημιούργησαν την εντύπωση πως μπορεί να τον είδε κιόλας ο καπετάνιος του πολεμικού και θα τον σκόπευε στο φέσι!
     Εν τέλει η στρατώνα ισοπεδώθηκε και δεν έμαθα αν οι Τούρκοι είχαν απώλειες.
     Σε μερικές μέρες, ξυπνήσαμε το πρωί με θόρυβο από δυνατή έκρηξη. Ένα τορπιλοβόλο του ελληνικού ναυτικού, με Αϊβαλιώτη ναυτικό για πιλότο, τρύπωσε απ’ το Ταλιάνι, το δυτικό στόμιο του λιμανιού, πέρασε σύρριζα απ’ τον Αη-Γιάννη τον Πρόδρομο και το Μπζάκι, και διπλάρωσε την Αγιά Παρασκευή. Κίνηση που το ’φερε με την πλώρη, δηλαδή τον τορπιλοβλητικό σωλήνα του, κάθετο στο δεξιό πλευρό μιας τούρκικης εξοπλισμένης ακταιωρού, που ήταν κρυμμένη στο μικρό κι όχι πολύ βαθύ λιμανάκι, που δημιουργεί ο «αμμουδερός μύτικας» η Γλώσσα, απ’ τη μεριά του Αη-Νικόλα, δυτικότερα απ’ την κούλα του Βαλσαμάκη. Όπως μαθεύτηκε, το γενναίο πλήρωμά της, πήρε είδηση, αλλά αντί να σπεύση στο μικρό έστω κανόνι και το πολυβόλο του καραβιού, προτίμησε να πέση στη θάλασσα και να περάση σώο και αβλαβές στη στεριά! Το ελληνικό τορπιλοβόλο αφού του φύτεψε την τορπίλη ακριβώς στο καζάνι και τις μηχανές, με αποτέλεσμα να σκάση με τρομερό θόρυβο, διαλύοντας μαζί του και το πλεούμενο, σφυρίζοντας το γνωστό άγριο σφύριγμα των πολεμικών πλοίων, βγήκε ολοταχώς απ’ το λιμάνι.
     Ώς την ώρα αυτή ―10.30΄ πρωινή― είχε αδειάσει το Αϊβαλί απ’ τους Τούρκους, που ο φόβος τους ήταν τόσο μεγάλος, ώστε βγήκαν απ’ την πόλη και κρύφτηκαν μέσα στους ελαιώνες στα ανατολικά. Αργά το απόγευμα άρχισαν να γυρίζουν. Το τραυματισμένο τουρκικό καράβι, ήταν πολύ καιρό καθισμένο στο λιμανάκι, με το νερό ώς την κουπαστή, και όπως ήταν παρατημένο τόσο καιρό, επόμενο ήταν να το λεηλατήσουν. Πουλήθηκαν διάφορα εξαρτήματά του ως αναμνηστικά. Άκουσα πως κάποιος πλούσιος, αγόρασε τη σφυρίχτρα του με δέκα τούρκικες χρυσές λίρες, για ενθύμιο.
     Περιττό να περιγραφή εδώ ο τρελός ενθουσιασμός και η μέχρι δακρύων συγκίνηση των Αϊβαλιωτών, για τις επιτυχίες του ελληνικού πολεμικού ναυτικού, σαν κι αυτή και τις άλλες που διαβάζαμε στη Σάλπιγγα της Μυτιλήνης και την Πατρίδα των Αθηνών, που μας έρχονταν λαθραία απ’ τη Μυτιλήνη και φθάναν μια λίρα χρυσή η μία. Πιστεύαμε, οι φουκαράδες, πως μετά την Μυτιλήνη, που μας χωρίζει πέντε μίλια θάλασσα, ήλθε και η δική μας σειρά να λευτερωθούμε. Όλους όμως αυτούς τους ενθουσιασμούς τους πλήρωσε αυτός ο τόπος πολύ ακριβά, με εξορίες, αίμα και φωτιά.

(από το βιβλίο: Τάσος Μουμτζής, Αναμνήσεις 1894-1924, Θεσσαλονίκη, 1971)