Παιδικά χρόνια
Μουμτζής Τάσος
Εκτύπωση
Γλεντούσαμε αμέριμνοι, σαν παιδιά που είμαστε. Κάθε βράδυ, έπρεπε να κάνουμε τη βόλτα μας στις γειτονιές, σαν τους Ζακυνθινούς, για τραγούδια με λίγες φωνές καλοβαλμένες στο κόρο, μ’ ένα κιθαρόνι στο avojo. Τα μεσάνυχτα και τις πρωινές ώρες, βγαίνοντας από σπιτίσια γλέντια και επίσημες νυχτερινές δεξιώσεις, πάντα τραγουδούσαμε, με συντροφιά μας πολλές φορές την τούρκικη νυκτερινή αστυνομική περίπολο. Αυτή όχι μόνο δεν μας απαγόρευε να τραγουδάμε αλλά μας παρακαλούσε κιόλας. Δεν παραπονέθηκε ποτέ κανένα σπίτι για διατάραξη κοινής ησυχίας.
     Γλεντούσαμε αμέριμνοι, σαν παιδιά που είμαστε. Ποτέ δεν ήταν δυνατόν να φαντασθούμε, πως σε δέκα χρόνια μέσα θα ’χαμε δυο μεγάλες καταστροφές, που θα χάνονταν οι μισοί και οι άλλοι μισοί θα σκορπούσαν σ’ όλο το ντουνιά, με μόνη συντροφιά την πίκρα και την απαρηγόρητη θλίψη, για το χαμό της πατρίδας μας.
     Η πίστη των Αϊβαλιωτών στις μεταξύ τους συναλλαγές θα ήταν ακατανόητη για τις σημερινές συνθήκες. Δεν ξέραν τι θα πη γραμμάτιο. Πού και πού κανένα ξένο να εμφανιστή στις δυο τράπεζες που λειτουργούσαν στην πόλη. Γι’ αυτούς γραμμάτιο ήταν ο λόγος. Εκείνος που αθετούσε το λόγο του, έλιωνε κυριολεκτικά. Έπρεπε να εκπατριστή το λιγώτερο. Στα χρόνια που έζησα στο Αϊβαλί μόνο μία πτώχευση θυμάμαι, και ο πτωχεύσας έφυγε στην Αίγυπτο για πάντα οικογενειακώς. Θυμάμαι τον πατέρα μου, που χαράματα τον χειμώνα ξεκινούσε για τα τριανταπέντε ελαιοτριβεία, που δούλευαν νύχτα μέρα για να αλέσουν τις ελιές, που σε χρονιές με μαξούλι (εσοδεία), περνούσαν τα έξι εκατομμύρια οκάδες λάδι. Στα εργοστάσια έψαχνε να βρει τα λάδια που είχε εντολή να αγοράση απ’ τους πελάτες εσωτερικού και εξωτερικού. Το λαρύγγι του, σωστό χημείο. Έβρισκε, να πούμε, δυο τρεις χιλιάδες οκάδες: «Τίνος είν’ αυτό το λάδι;» «Δικό μου κυρ-Γιάννη». «Πόσα θα το πληρώσω;» «Εσύ ξέρς, κυρ-Γιάννη». Και η εμπορική πράξη τελείωνε με μια κουβέντα. Έφθαναν τα κάρρα με τα τουλούμια και τα βαρέλια, και στην αποθήκη το λάδι. Φίλτρο και γέμισμα των μαρκαρισμένων και μπογιατισμένων ξύλινων βαρελιών για ταξίδι. Στο τελωνείο, στις μαούνες, στο βαπόρι το λάδι ταξίδευε. Περνούσαν δέκα, δεκαπέντε μέρες· συναντά ο πατέρας μου τον Νικολάκη. «Δεν ήρτες, κυρ-Νικολάκη, να παρς τα’ παράδις». «Δεν ξάδιασα, κυρ-Γιάννη». Περνούσε ακόμα κανένας μήνας, νά σου ο κυρ-Νικολάκης στο γραφείο. Καφέ, τσιγαράκι κλπ. Άνοιγε η κάσα, κι ένα σακκουλάκι με λίρες χρυσές για τον κυρ-Νικολάκη. «Άι κι τ’ χρόν’. Πόσα του κανόνσις, κυρ-Γιάννη;» «Σαρανταπέντε γρόσια του λαΐν’ (6 και 1/4 οκάδες), κυρ-Νικολάκη». «Έτς’ λουγάριαζα κι γω». Αυτός ο άνθρωπος μάθαινε ύστερα από δυο μήνες πόσα πούλησε το βιο του! «Κι τ’ χρόν’, κυρ-Γιάννη».
     Θα ’μουνα πεντέξι χρονώ. «Έλα δω, Τάσο. Βλέπεις εκεί κάτω μια μαύρη σιδερένια πόρτα; Θα πας μέσα και θα ρωτήσης να μάθης ποιος είναι ο κύριος Πολύδωρος. Θα του πης βέβαια καλημέρα και ύστερα. “Σας παρακαλεί ο μπαμπάς μου να μου δώσετε πεντακόσες λίρες”». Το βάζω στα πόδια. Βρήκα τον κύριο Πολύδωρο και φαίνεται πως τα ’πα καλά, γιατί μου ’πε και μπράβο. Βλέπω με γουρλωμένα μάτια ν’ ανοίγη μια μεγάλη σιδερένια κάσα, με μια ζυγαριά καλογιαλισμένη κι ένα μικρό φτιαράκι. Ανοίγει ο κύριος Πολύδωρος ένα συρτάρι και φτιαρίζει λίρες, που τις ρίχνει ψηλοκρεμαστές μέσα στο τάσι της ζυγαριάς, βάζοντας τα ανάλογα δράμια στο άλλο τάσι. Σε μια στιγμή σταματά. Σκαλίζει και βγάζει μια λίρα και τη βάζει σ’ ένα κουτάκι (όπως μου εξήγησε ο πατέρας μου, αυτή η λίρα ήταν λειψή και ο κυρ-Πολύδωρος, σαν άνθρωπος με πείρα, την πήρε τ’ αυτί του και την ξεχώρισε). Βγήκε απ’ το γραφείο και μου φόρτωσε ένα σακκούλι λίρες.
     Δεν ήταν δυνατό να ζήση μια γυναίκα, που δεν ήταν καλής διαγωγής. Έφευγε, για να μην την λυντσάρουν οι εξαιρετικά εύθικτοι σε ζητήματα οικογενειακής τιμής Αϊβαλιώτες.
     Τις ώρες εργασίας δεν έβλεπες στα καφενεία κανέναν που να μπορούσε να εργαστή. Το θεωρούσε ντροπή. Πήγαινε σε κανένα φιλικό γραφείο ή μαγαζί, ώσπου να ’ρθη η ώρα του καφενείου με μόνιμους πελάτες τα γεροντάκια. Δεν υπήρχε ζητιάνος. Πέθαιναν στην πείνα και δεν ζητιάνευαν.
     Ένα πολύ σπουδαίο εντευκτήριο των νέων υπήρξε ο «Σύνδεσμος των Εμποροϋπαλλήλων των Κυδωνιών», μέλη του οποίου εφέροντο και όλοι οι πνευματικοί άνθρωποι, ανεξαρτήτως ηλικίας, της πόλεως. Στην τεράστια σάλα του Συνδέσμου, με την απλή και επιβλητική επίπλωση, τις βιβλιοθήκες της, και τους κρεμασμένους στους τοίχους εκλεκτούς ζωγραφικούς πίνακες και τέλος την μεγαλοπρεπή έδρα του ομιλητού, γίνονταν τακτικώτατες συγκεντρώσεις των μελών και μη, για διαλέξεις, απαγγελίες κλπ., με ομιλητές καθηγητές των γυμνασίων, γιατρούς, δικηγόρους ή και ξένους περαστικούς. Κάθε χρόνο μεγάλος χορός με τρεις ορχήστρες.
     Μέχρι το 1912, κάθε χειμώνα, ήταν αδύνατο να λείψη απ’ τ’ Αϊβαλί το εκλεκτό θέατρο. Η Κυβέλη, η Κοτοπούλη με πλήρεις τους θιάσους των, έπρεπε να έλθουν οπωσδήποτε. Ένα μήνα πριν, εξασφαλίζονταν η πώληση όλων περίπου των εισιτηρίων. Ουδέποτε αρνήθηκαν και μία τελευταία παράσταση, υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού.
     Η Κυβέλη με το «Τριζόνι» της και το «Κουρέλι» της και η Κοτοπούλη με το «Σιμούν». Το 1911 θυμάμαι ότι κάποιος θίασος ανέβασε στη σκηνή «Το έγκλημα εν υπνοβασία» του Δημ. Νεραντζή, συγγενούς μου συγγραφέα και λογοτέχνη, γενικού γραμματέα του Ελληνικού Προξενείου των Κυδωνιών, που επί αρκετά χρόνια έγραφε στο ετήσιο ημερολόγιο της λογίας Ελένης Σβορώνου που εξεδίδετο στη Σάμο.
     Το Αϊβαλί είχε και τον αξέχαστο για τους τότε φιλάθλους «Αιολικό Γυμναστικό Σύλλογο», που διατηρούσε πολύ μεγάλο και καλά εφοδιασμένο με όργανα γυμναστικής στίβο. Ο «Αιολικός» ήταν περίπου σύγχρονος με τους γυμναστικούς συλλόγους της Σμύρνης «Πανιώνιο» και «Απόλλωνα».
     Οι συναντήσεις των συλλόγων αυτών ήταν τακτικές και στις δυο πόλεις με πολύ καλές αποδόσεις, εν σχέσει βέβαια με την προ εξηκονταετίας αθλητική δραστηριότητα.
     Οι δέκα τέσσερεις ενοριακές εκκλησίες του Αϊβαλιού, με τον πολύ μεγάλο χώρο που διέθεταν, ήταν γεμάτες από προσκυνητές κάθε Κυριακή και γιορτή. Χαιρόταν η ψυχή σου να παρακολουθής την λειτουργία στις εκκλησιές αυτές. Σεμνή και απέριττη η εμφάνιση των ιερωμένων. Οι εκλεκτοί ψαλτάδες δεν ξέφευγαν ούτε νότα απ’ το γραπτό βυζαντινό μουσικό κείμενο. Προσθήκες με κορώνες και γαργάρες άνοστες δεν σου έδιναν ποτέ αφορμή να φύγης στενοχωρημένος απ’ την εκκλησιά. Τα κηρύγματα ήταν αποκλειστικό δικαίωμα του μητροπολίτη και του πρωτοσύγκελλου.
     Με εξαιρετική μεγαλοπρέπεια εορταζόταν η εορτή των Τριών Ιεραρχών. Απέναντι στην πολύ μεγάλη εκκλησιά του Αγίου Δημητρίου, κοντά στο σπίτι μας, ήταν ένα οικοδομικό τετράγωνο, απάνω από δυόμισυ χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα. Εκεί στεγάζονταν δύο γυμνάσια αρρένων και θηλέων και δυο δημοτικά σχολειά. Οι αίθουσες διδασκαλίας του γυμνασίου αρρένων, δηλαδή όλη η νότια πλευρά του τετραγώνου, χώριζαν με συρταρωτές πόρτες, που άνοιγαν για να δημιουργηθή μια τεράστια αίθουσα για τις τελετές. Έτσι, μετά την θεία λειτουργία στον Αη-Δημήτρη, όπου εκτός απ’ τον μητροπολίτη και όλους τους κληρικούς της μητροπόλεως Κυδωνιών παρίσταντο η εξηκονταμελής εφορία των σχολείων, όλοι οι καθηγηταί και διδάσκαλοι και πολλές χιλιάδες λαός, ξεκινούσε η φάλαγγα της πομπής, με επικεφαλής τους ιερωμένους και τον χορό των ιεροψαλτών όλων των δέκα τεσσάρων ενοριών ψάλλοντας το τροπάριο «Τους τρεις μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου θεότητος». Στη μεγάλη αίθουσα όλοι οι επίσημοι: οι πρόξενοι Ελλάδος, Αγγλίας, Γαλλίας, ο Τούρκος έπαρχος, οι προϊστάμενοι υπηρεσιών, οι σύλλογοι ιατρών, εμπόρων, δικηγόρων. Κόρο, από εκατό περίπου επιλέκτους για την καλή φωνή τους μαθητάς, έλεγε στην αρχή τον τουρκικό ύμνο. Το ίδιο γινόταν και μόλις έμπαινε στην αίθουσα κάθε πρόξενος: λέγαμε τους ύμνους των κρατών που αντιπροσώπευαν στη γλώσσα τους. Αμέσως έπειτα στην έδρα ο γυμνασιάρχης εκφωνούσε τον λόγο της ημέρας, όπως γίνεται και σήμερα στα πανεπιστήμια. Φιλόλογοι γυμνασιάρχες σαν τον Σακάρη και τον Ολύμπιο σοφοί. Γνώρισα περισσότερο τον δεύτερο. Μας δίδασκε αρχαία ελληνικά στις δυο τελευταίες τάξεις του γυμνασίου. Με ζήτησε πολλές φορές στο σπίτι του, πότε να του αντιγράψω κάτι, πότε να του φέρω κανένα βιβλίο από τις χιλιάδες τόμους της βιβλιοθήκης του γυμνασίου. Το γραφείο του, μόνο στο ταβάνι δεν είχε βιβλία. Δούλευε τότε, 1910-1912, τα σχόλια της «Απολογίας» του Πλάτωνος, που, αν θυμάμαι καλά, έλεγε πως θα ’φθανε και τους σαράντα τόμους. Δεν ξέρω αν πραγματοποιήθηκε ο τόσο μεγάλος του πόθος. Στο τέλος του πανηγυρικού, το κόρο υπό τον καθηγητή της μουσικής Κρητικό, με πρώτο πρίμο επί επτά χρόνια εμένα, τραγουδούσε παλιά τραγούδια μεγάλης διαρκείας, σαν το «Δάσος», τον «Ναβουχοδονόσορα» κ.ά.
     Επίσης σπουδαία γιορτή γινόταν στο γυμνάσιο του Σταυρού, ημέρα της αρχής του σχολικού έτους. Όλο το οικοδομικό τετράγωνο, όπως είπα πάρα πάνω, είχε στο εσωτερικό του, μπροστά στις αίθουσες διδασκαλίας, συνεχή στοά πολύ φαρδειά, με κίονες δωρικού ρυθμού. Με το κόρο του γυμνασίου και ενωμένες τις τρεις ορχήστρες του Αϊβαλιού, όλοι οι επισκέπται ―και περνούσε όλος ο κόσμος― έπαιρναν μέρος σε πλειστηριασμούς πάσης φύσεως ειδών, δώρων όλων των καταστημάτων και οικοκυράδων στα σχολεία, σε πλεκτά, κεντήματα, χαλιά, υφάσματα, χαλκώματα, έπιπλα κλπ. σε μεγάλη αφθονία. Με τον τρόπο αυτό, τα σχολεία εκάλυπταν αρκετά απ’ τα έξοδά τους, γιατί η συνεισφορά των μαθητών για δίδακτρα ήταν μάλλον εικονική.
     Στο Αϊβαλί, κυκλοφορούσε μία ντόπια εφημερίδα, περιορισμένη βέβαια σε διαστάσεις, ο Κήρυξ, με ειδησεογραφία πανελληνίου ενδιαφέροντος. Προσέφερε πολύτιμες εξυπηρετήσεις στο κοινό, χωρίς να παύση την έκδοσή της μέχρι την παραμονή της καταστροφής.

(από το βιβλίο: Τάσος Μουμτζής, Αναμνήσεις 1894-1924, Θεσσαλονίκη, 1971)