[ H ζωή στις ελληνικές συνοικίες ]
Καρτσωνάκης-Νάκης Νικόλαος
Εκτύπωση
Gavurun akili sonradan gelir
Του Ρωμιού η γνώση ύστερα έρχεται
 
 
Ηγεννήθηκα στη Σμύρνη 9 του Σεπτέμβρη 1899 στη συνοικία Ταμπάχανα, που ήτανε ενορία τση Ευαγγελίστρας. Ο Πατέρας μου Γιάννης καταγότανε από την Κρήτη. Το χωριό του λεγότανε ―παλαιά― Σκυλούς, στην επαρχία Πεδιάδας και τώρα λέγεται Καλλονή και βρίσκεται 18 χιλ. ανατολικά από το Ηράκλειο. Ο Πατέρας της Μητέρας μου λεγότανε Πέτρος Μουραφέτης, καταγότανε από το Νησί των Καλαμών κι ήτανε ρωμηοράφτης. Η Μητέρα μου λεγότανε Πολυξένη κι η νενέ μου κώνα Παρασκευούλα.
     Το σπήτι μας βρισκότανε στον κεντρικό δρόμο που ένωνε τη λαϊκή συνοικία τα Μορτάκια με το σιδηροδρομικό Σταθμό Μπασμά Χανέ και ήτανε καρσί από τον μεγάλο καφενέ του Μιλτιάδη. Ο μακρύς αυτός δρόμος είχε όλο μαγαζιά, ταβέρνες, μπακάλικα, φουρνάρικα, καφενέδες, γαλατάδικα, μανάβικα. Κάτω από το σπίτι μας είχε το καφετζήδικο ―το καφεκοπτείο― ένας Αρμένης που λεγότανε Χατζαρός ―δηλ. Λάζαρος. Στη μέση του μαγαζιού του υπήρχεν ένα μεγάλο πέτρινο γουδί, στο οποίο μέσα ο Χατζαρός κι ένας βοηθός του κοπανάγανε φρεσκοκαβουρντισμένο καφέ, με δυο αμφικέφαλους σιδερένιους κοπάνους. Ο ένας σήκωνε τον δικό του, ενώ ο άλλος τον κατέβαζε ρυθμικά. Κάνανε κι οι δυο κόπανοι έναν ήχο τρεμουλιαστό σαν του διαπασών και μύριζεν ούλη η γειτονιά φρέσκο καφέ.
     Λίγο παρακάτω ένας Τούρκος είχεν ένα κατάστημα κι έφτιαχνε γκιουζ-λεμέδες, κάτι λεπτές πίττες που τις πασπάλιζε με ζάχαρη. Κάτω από ένα μεγάλο σινί πασαλειμμένο με βούτυρα είχε φωτιά. Έπλαθε τις πίττες με ζύμη, τις άπλωνε απάνω στο σινί και τις γύριζε γύρω γύρω με την παλάμη του ώς που να ψηθούνε.
     Πλάι από το σπήτι μας είχε μια μεγάλη ταβέρνα ο Hλίας Λίζας, ήθελε να τη μεγαλώση κι αγόρασε το σπήτι μας το 1904. Παρακάτω προς τα Mορτάκια ήτανε το λεγόμενο Μεζαράκι κι ένας μοναχικός τάφος κάποιου Tούρκου με ένα ψηλό κυπαρίσσι, περιτριγυρισμένος με ψηλά ντουβάρια, χωρίς πόρτα, ίσια ίσια το ντουρσέκι ―γωνία― του δρόμου.
     Eκεί κοντά στην Eυαγγελίστρα ήτανε το Aρμενόχανο, γκρεμισμένο πια. Σωζότανε ο μεγάλος πυλώνας του και η ρημασμένη ξυλένια πόρτα του. Tο εσωτερικό του ήτανε μεγάλος ταρλάς ―ανοιχτός χώρος― με λίγα ερείπια δωματίων. Ποιος ξέρει άραϊς πώς ηκαταστράφηκε και ποια να ήτανε η ιστορία του.
     Πλάι από το Μεζαράκι ήτανε ένας παμπάλαιος μύλος με ξυλένια στέγη, το σαμολαδάδικο πούμοιαζε με κάτι σιδεράδικα που σώζονται ακόμα στην οδόν Ηφαίστου. Ο μύλος αυτός άλεθε σουσάμι κι ήβγαζε σαμόλαδο και ταχίνι ―ταχάν― το λένε οι Τούρκοι. Από το ταχίνι κάνανε τση χαλβάδες. Τα σανίδια που σκεπάζανε το μύλο ήτανε ρημαδιασμένα, αφίνανε πολλά αραλήκια ―χαραμάδες, ανοίγματα― από τα οποία το φως της μέρας ήμπαινε μέσα χαρούμενο, διάφορα παιχνίδια.
     Στο κέντρο του μύλου ήτανε η μυλόπετρα που τήνε γύριζε νωθρά ένα γαϊδουράκι.
     Ό,τι ηπέρσευε από το πιεζόμενο σουσάμι το λέγανε κιοσπέ. Μπαίναμε μέσα τα παιδιά και μας τόνε δίνανε τζάμπα και τον τρώγαμε.
     Πιο πέρα, πάνω σε σταυροδρόμι ήτανε ο μεγάλος καφενές του Χατζή Στέλιου που ονομάτιζε τον Μαχαλά και λίγο παρακάτω ηάρχιζε η συνοικία τα Μορτάκια τα φράγκικα και τα Ρωμέικα.
     Το Ταμπάχανα ―ταμπάκ χανέ τούρκικα― ήτανε παλιό Τούρκικο βυρσοδεψείο, είχε μέσα στην περιοχή του ένα τζαμί, γιαυτό όλα τα χριστιανικά χτίσματα που ήτανε κοντά του τα λέγανε βακούφικα ―βακούφ. Θυμάμαι τη μεγάλη πορτάρα των Ταμπάχανων, όξω απ’ αυτήν ήτανε μια μεγάλη γούρνα με μια σειρά βρύσες που τα τάσια τους ήτανε δεμένα με αλυσσίδες, για να μην τα αποκομίζουνε οι δροσιζόμενοι διαβάτες. Το να χτίζουνε κρήνες με τρεχούμενο νερό στους δρόμους οι Μουσουλμάνοι το θεωρούσανε μεγάλο ψυχικό. Ήπινες δροσερό νεράκι με το τάσι, κατόπιν ησήκωνες το κεφάλι σου προς τον ουρανό κι ευχαριστούσες τον Αλλάχ.
     Ανάμεσα από την περιοχή των Ταμπάχανων περνούσε ένα παρακλάδι του ονομαστού Ιωνικού ποταμού Μέλητα, στου οποίου τις όχθες μέσα σε ένα καλυβάκι ηγεννήθηκε ο ποιητής Όμηρος.
     Το παρακλάδι του ποταμού λεγότανε ποτάμα. Ήμπαινε στα Ταμπάχανα, ήβγαινε από την άλλην άκρη τους, περνούσε σκεπασμένο από τον Μαχαλά του ’η Δημητριού, τράβαγε κάτω από το μαχαλά τσης ’γιας Κατερίνας, περνούσε κάτω από τα Μπογιατζήδικα και χυνότανε στο Και, ανάμεσα στο Σπόρτιν Κλουπ και στο καφέ ντε Παρί. Εκεί που ήβγαινε ηβρωμούσε ο τόπος σαν γκερίζι ―οχετός.
     Το ποτάμι αυτό το θυμάμαι αξεσκέπαστο, ηπέρναγε μπρος από την εκκλησιά τση Ευαγγελίστρας. Καρσί ήτανε το σκολειό μας, η Αστική Σχολή Ευαγγελίστριας, ένα όμορφο χτίριο χτισμένο με κόκκινες πελεκητές πέτρες. Πλάι από το Σκολειό ήτανε τα Σκοντζέζικα Σπητάλια. Διευθυντής του Σκολειού μας ήτανε ένας ψηλός ξερακιανός δάσκαλος που λεγότανε Ιωάννου. Ήτανε αυστηρός, είχε πάντα μια ευλύγιστη βίτσα στο μανίκι του αριστερού χεριού του με την οποία μας τσιβούριζε ―χτύπαγε καυτερά― τις παλάμες μας όταν πηγαίναμε αδιάβαστα. Ήτανε κι ένας άλλος γέροντας δάσκαλος που μας χτύπαγε κι αυτός αλύπητα.
     Πίσω από το ιερό τση Ευαγγελίστρας ηκαθούντανε η Ζαχάρω Ντερτλή, η πασίγνωστη βεντέτα τση Επιθεώρησης, η Ζαζά Μπριλλάντη. Ήτανε αγοροκόριτσο ―αγόρα― ηπήδαγε, ήκανε τσέρκι, ήπαιζε ούλο με τ’ αγόρια. Εκεί πλάι ηκαθούντοστε οι παπάδες τση Ευαγγελίστρας, ο παπά Πέτρος που με βάφτισε, κι ο παπά Σωτήρης. Η εκκλησιά τση Eυαγγελίστρας ήτανε καινούργια κι είχε το σκέδιο τση Μητρόπολης των Αθηνών. Η παλιά εκκλησιά ήτανε παράγκα ξυλένια μέσα στον ίδιο τον αυλόγυρο.
     Θυμάμαι ακόμας και το ξυλένιο γιοφύρι του ποταμού που ήτανε μπρος από το σκολειό μας. Μπαίναμε στο ποτάμι για να πιάσωμε ψαράκια. Ύστερα ο Μπελεντιές, η Δημαρχία, σκέπασε το ποτάμι και σχηματίστηκε μια ωραία λεωφόρος που τη λέγανε το Τσάι ―το ποτάμι.
     Κάνανε εκεί ένανε κινηματογράφο με το όνομα «Μέλης» και πίσω του ένα υπαίθριο θέατρο. Στην αρχή της λεωφόρου ήτανε ο ονομαστός καφενές του Αυτάρα, όπου κάθε βράδυ ηπαίζανε παιχνίδια ―όργανα― κι ητραγούδαγε μια που τήνε λέγανε Κιορ Κατίνα-στραβή ―γιατί φαίνεται πως ήτανε λίγο αλλοίθωρη. Ο καφενές είχε και τζαμαρία κι ήτανε ονομαστός για τση πλούσιοι μεζέδες που συνοδεύανε τα καραφάκια ―το ούζο.
     Κάθε βραδάκι από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο αυτή η ωραία λιθόστρωτη λεωφόρος ηφιόριζε ―ανθούσε. Ο Μπελεντιές ήστελνε ένα βυτίο κι ησουλάντιζε ―κατάβρεχε― το δρόμο. Από τση κοντινές συνοικίες του ’η Νικόλα, του ’η Βούκλα, τση Ευαγγελίστρας, ηρχούντοστε οι κοπέλλες και τα τζόβενα ―οι νεαροί― κι ηβολτατζάρανε μασουλίζοντας σπόροι. Παρέες τα κορίτσια, πιασμένα αγκαζέ, με γέλοια και πειράγματα πηγαίνανε απάνω κάτω και οι νεαροί όλο και τση τσατίζανε ―τους κάνανε ερωτικά πειράγματα. Ήτανε σαν ένα χαρούμενο λαϊκό πανηγύρι, μέσα στην ηδύπαθην ατμόσφαιρα της Ιωνίας.
     Ας γυρίσωμε τώρα στα Ταμπάχανα που βρισκόντουστε μέσα σε μια μεγάλη περιοχή. Κατά μήκος τους έτρεχε το ποτάμι. Ούλη η γειτονιά ηβρώμαγε απ’ αυτό. Είχανε πολλά σκυλιά αμολυμένα μέσα στην περιοχή τους, κι ηματζεύανε τα περιττώματά τους που τα χρησιμοποιούσανε σαν δεψική ουσία. Ήστελνε η Εταιρία μικρά Τουρκάκια στση ρωμιομαχαλάδες να μαζεύουνε από τση δρόμοι τα περιττώματα των σκυλιών. Αυτά ηβαστάγανε ένα καλαθάκι και με μια μασιά τα ματζεύανε. Όλη τη νύχτα τα σκυλιά ηγαυγίζανε και μάλιστα όταν βλέπανε το φεγγάρι ολόγιομο, γιατί ητσαντιζόντουστε.
     Όταν εμείς τα παιδιά πλησιάζαμε την πορτάρα των Ταμπάχανων για να κυττάξωμε μέσα, οι Τούρκοι εργάτες βουτηγμένοι μέσα στση ακαθαρσίες, μας διώχνανε. Ουστ κιοπέκ ―σκυλιά― μας λέγανε κι ησκύβανε τάχατες να πιάσουνε μια πέτρα να μας τη σαβουρντίσουνε ―να μας τη ρίξουνε.
     Στην αρχή της λεωφόρου το Τσάι, ο δρόμος ηγύριζε προς τα δεξιά και πέρναγε τις σιδηροδρομικές γραμμές. Όταν πέρναγε το τραίνο ηκλούσανε το δρόμο με δυο τεράστιες σιδερένιες πόρτες τις οποίες ο λαός τσή λεγε οι Πορτάρες. Πέρα από τση Πορτάρες ήτανε μια άλλη Χριστιανική συνοικία του ’η Βούκλα, του Αγίου Βουκόλου επισκόπου Σμύρνης. Η συνοικία αυτή σώζεται σήμερα καθώς και η εκκλησιά της που την έχουνε τώρα οι Τούρκοι μουσείο Ρωμαϊκών αρχαιοτήτων.
     Η συνοικία βρίσκεται στα πόδια του χαμηλού βουνού του Πάγου. Κοντά εκεί στην κορφή του ήτανε το ρωμαϊκό στάδιο στο οποίο μαρτύρησεν ο πρώτος επίσκοπος τση Σμύρνης, ο ’γιος Πολύκαρπος. Τον κάψανε ζωντανό οι Ρωμαίοι.
     Από το φαρδύ δρόμο του ’η Βούκλα λίγο πιο πέρα ήτανε το παληό γιοφύρι απάνω στο Μέλη που το λέγανε των Καραβανιών. Από κει άρχιζεν ένας δρόμος παραποτάμιος προς τον Μέλη, στα κράσπεδα τα ανατολικά του λόφου Πάγου, κάτω από τση Τούρκικοι μαχαλάδες που μας έφερνε στην εξοχή της Αγιανάνας τση Κουρελούς. Ο δρόμος αυτός πήγαινε προς τα δυο υδραγωγεία ―τση Καμάρες και προς στο μεγάλο ξωκκλήσι του Προφητηλία, το οποίο βρισκότανε στην κορφή ενός λόφου όλο πέτρες.
     Το δεύτερο υδραγωγείο ήτανε φαίνεται ρωμαϊκό. Το πρώτο ήτανε ή γενοβέζικο ή τούρκικο. Έπειτα ο δρόμος τράβαγε στον Παραδείσο και κατόπιν στο Μπουτζά.
     Το ξωκκλήσι τση Αγιανάνας ήτανε κι αυτό σε λοφίσκο απάνω χτισμένο στα ανατολικά πόδια του Πάγου. Κοντά στο εκκλησάκι ήτανε μια αγριαπιδιά και οι γυναίκες που είχανε κάποιον άρρωστο στο σπήτι ηκόβανε ένα κουρέλι από τα ρούχα του και το δένανε στα κλαδιά τση αγριαπιδιάς παρακαλώντας την Αγιανάνα να τόνε γειάνη. Το ίδιο κάνανε κι οι Τουρκάλες.
     Στση τελευταίοι Χαιρετισμοί που πέφτανε πια την άνοιξη, πολύς κόσμος από τους λαϊκούς μαχαλάδες ηπηγαίνανε στην Αγιανάνα για να τση ακούση. Επειδή ήτανε μέρα Παρασκευή, μέρα γιορτής για τση Τούρκοι, σαν την Κυριακή τη δική μας, βγαίνανε κι οι Τουρκάλες από τση γειτονικούς μαχαλάδες με τα παιδιά τους και ηκαθούντοστε κοντά στο δρόμο λίγο μακρυά από το εκκλησάκι, ηακούγανε τση ψαλμουδίες και κάνανε χάζι τον κόσμο που πηγαινοερχότανε στο δρόμο. Οι γρηές κι ηλικιωμένες ήτανε κοντά στην εκκλησιά, ενώ οι νέες και τα τζόβενα, σουλατσάρανε χαρούμενα κορτάροντας.
     Τα τζόβενα ―οι νεαροί― πειράζανε τα κορίτσια. Αχ, Στέλια μου, θα με λωλάνουνε τα μάτια σου. Πολλές Τουρκάλες που ηθυμούντοστε τη Χριστιανική καταγωγή τους ηλέγανε σιγανά: ― Για Ισά πεϋκαμπέρ, Για Μιριέμ ανέ ― ω προφήτη Ιησού, ω μάννα Μαρία.
     Το ανοιξιάτικο αγεράκι εφύσαγεν ανάλαφρα, μυρωμένο από τα ανθισμένα δέντρα κι ησκόρπιζε τις δροσερές φωνές των παιδιών που καλοναρχούσανε το ανοιξιάτικο τροπάρι της Παναγίας:
     «Ανοίξω το στόμα μου και πληρωθήσεται πνεύματος και λόγον ερεύξομαι τη βασιλίδι μητρί, και οφθήσομαι φαιδρώς πανηγυρίζων και άσω γηθόμενος ταύτης τα θαύματα».
     Η μικρή παρόχθια κοιλάδα τση Αγιανάνας ήτανε όλο πρεβόλια που ηβγάζανε κάτι μαρουλάρες μιαν αγκαλιά το καθένα. Είχε πολλά καρποφόρα δέντρα και τζανεριές. Το ρεύμα του Μέλη ποταμού κινούσεν επίσης δυο αλευρόμυλοι.
     Καμμιά εικοσαριά λεπτά δρόμο παραπέρα ήτανε η εκκλησιά του Προφητηλιά, που ήτανε τση εκκλησιάς του Γραικικού Νοσοκομείου. Το πανηγύρι του ημάτζευε πολύ κόσμο. Οι γυναίκες παίρνανε από βραδύς και τα παιδιά τους και ηκάνανε ολονύχτια. Ηπαίρνανε και τση σπιρτολόγοι ―καμινέτα― κι ηψήνανε καφέδες τη νύχτα για να μην τση παίρνει ο ύπνος. Το εξωκκλήσι ήτανε μαντρωμένο, είχε μεγάλο πρεβόλι και στη μέση του πρεβολιού ήτανε ένα συντριβάνι περιωρισμένο με μεγάλες σιδερένιες βέργες σαν είδος κλουβιού. Αυτό το συντριβάνι το είχε κάνει δώρο στην εκκλησιά ένας Τούρκος, γιατί ο Προφητηλίας τον έγειανε όταν ηαρρώστησε μια φορά. Στο πρεβόλι ήτανε μερικά παγώνια. Κάτω από το λόφο ήτανε το αγίασμα τση εκκλησιάς, ένα νερό που ήβγαινε από το βράχο. Πέρα από το ποτάμι ήτανε μια μικρή κοιλάδα και ένα δάσος όλο μεγάλα πλατάνια ακόμα και ένα δυο καφενέδες. Εκεί πήγαινεν ο λαός και διασκέδαζε μετά τη λειτουργία.
     Σ’ αυτήν επίσης τη μικρή παραποτάμια κοιλάδα του Προφητηλιά ηπήγαινε πολύς χριστιανικός λαός τη δεύτερη μέρα τση Λαμπρής κι ηγλεντάγε. Τα παιδιά αμολάρανε τσερκένια ―αετούς― κι οι κοπέλλες κάνανε κούνιες. Ηκρεμάγανε με δυο δυνατά σκοινιά σανίδες απ’ τα χοντρά κλωνιά των πλατανιών, ηκαθούντοστε τρεις στη σανίδα, ηστεκούντοστε άλλες δυο όρθιες στση δύο άκρες τση σανίδας και λέμπανε, πότε η μια γονάτιζε λίγο και πότε η άλλη ησηκονούντανε κι έτσι ηδίνανε κίνηση και παλμό στση κούνιες. Από κάτω ένα δύο νεαροί ησπρώχνανε τη σανίδα με τα χέρια τους όταν αυτή ηρχούντανε κοντά τους για να τση δώσουνε φόρα. Ήχανε και το πονηρό στο νου τους μήπως δούνε τίποτε κάτω από τα φουστάνια των κοριτσιών που ανεμίζανε.
     Το 1904 ηπουλήσαμε το σπίτι μας που ήτανε στα Ταμπάχανα κι αγοράσαμε ένα άλλο στο μαχαλά του ’η Δημητριού. Σ’ αυτό το σπίτι το 1905 ηγεννηθήκανε τα δίδυμα αδέρφια μου Γιώργος και Ελένη.
     Τέσσερα τετράγωνα πιο πέρα από το σπίτι μας βρισκότανε η εκκλησιά τ’ ’η Δημήτρη. Αυτή ήτανε ένας μεγάλος δρομικός ναός, βασιλική χωρίς τρούλλο, χτισμένος μέσα σε έναν μεγάλον αυλόγυρο. Ήμπαινες μέσα από το νάρθηκα που ήτανε μεγάλη τζαμαρία. Δεξιά μπρος στην κυρία είσοδος ήτανε το παγκάρι, πίσω του ηστεκούντουστε οι Έμφοροι τση εκκλησίας και πουλάγανε κεριά. Στην αριστερή μεριά του νάρθηκα ήτανε η ξυλένια σκάλα που ηανέβαινες στο γυναικείο.
     Στο εσωτερικό της αυτή η μεγάλη εκκλησιά ήτανε χωρισμένη σε τρία κλίτη με δυο σειρές κολώνες, χτισμένες με τούβλα, σουβαντισμένες με κονίαμα και χρωματισμένες με τέτοιον τρόπο που να φαίνουνται σαν μαρμαρένιες.
     Ο αυλόγυρος του ’η Δημήτρη είχε τρεις πόρτες που κλείνανε το βράδυ μετά τση οχτώ. Η μια που βρισκότανε καρσί από τη δυτική είσοδο τση εκκλησιάς είχε εσωτερικά μια στοά που στηριζότανε σε τέσσερις κολώνες. Η δεύτερη, η βορεινή πόρτα ήτανε του Καμπαναριού το οποίο όμως ήμεινε μισοτελειωμένο. Το σχέδιό του θα ήτανε σαν τα άλλα καμπαναριά τση Σμύρνης όπως τση ’για Φωτεινής και ’η Γιάννη στον απάνω Μαχαλά. Στην βορεινήν αυτή πλευρά του αυλόγυρου ήτανε στη σειρά τα κελλιά των παπάδων και το εφορείο.
     Από την πόρτα τση ανατολικής πλευράς του αυλόγυρου ηπήγαινες στο κοριτσίστικο σκολείο το οποίο βρισκότανε καρσί τση. Αυτό ήτανε ένα άλλο θαυμάσιο πέτρινο οικοδόμημα με δύο πατώματα. Μεγάλος κήπος βρισκόντανε πίσω από την εκκλησιά και εκτεινότανε και στην μεσημβρινή πλευρά τση.
     Τέλος στο ανατολικό-μεσημβρινό μέρος του αυλόγυρου ήτανε χτισμένη ολόφωτη και μεγάλη η Χατζηαντώνειος Σχολή, το δημοτικό του μαχαλά μας. Στο κέντρο του ορθογώνιου κτιρίου βρισκότανε η μεγάλη αίθουσα και γύρω της οι τάξεις.
     Εκεί φοίτησα τα δύο τελευταία χρόνια του Δημοτικού ματζί με τον αδερφό μου το Γιώργο. Διευθυντής της Σχολής ήτανε τότε ένας καλοκάγαθος γηραλέος δάσκαλος που λεγόταν Κολόμβος, κι όταν ήθελε να μας βρίση μας έλεγε πατσαβουράκια. Έπειτα απ’ αυτόν ήρθεν ο Ιωάννης Μαγκριώτης που καταγότανε από τη Θράκη. Αυτός ήτανε άξιος διευθυντής. Μετά την καταστροφή ήκανε δήμαρχος τση Νέας Σμύρνης και ησκοτώθηκε στο κίνημα του 1944. Ακόμα στον περίβολο του ’η Δημήτρη υπήρχεν ένα νηπιαγωγείο του οποίου δασκάλα ήτανε η Κυρία Αικατερίνη, μια ξερακιανή άγαμη κοπέλλα που ο σίφουνας τση καταστροφής την εκουβάλησεν κι αυτήν στη Αθήνα.
     Όταν σκολάγανε το απόγευμα τα παιδιά ημπαίνανε σε λόχο δυο-δυο πιασμένα από τα χεράκια τους κι ηβγαίνανε απ’ το σκολειό εύτακτα για να πάνε σπίτι τους χωρίς να γαυριάζουνε γιά να κουντουρντίζουνε ―να χαλάνε τον κόσμο. Ο λόχος ήπαιρνε τον δρόμο του ’η Δημητριού και σιγά σιγά διαλυότανε, όταν κάθε παιδί ήφτανε ομπρός από το σπίτι του. Οι γυναίκες που ηξαίρανε την ώρα που θα περνούσεν ο λόχος ηπεριμένανε τα παιδιά τους στση πόρτες τους, κι άλλες πάλι ηβγαίνανε και ρωτάγανε τση άλλες καλέ ηπέρασεν ο λόχος;
     Την παραμονή του ’η Δημητριού, η εκκλησιά ηστολιζούντανε με μερσίνες και δάφνες και μοσκομύριζεν ολόκληρη. Οι καμπάνες τση ηχτυπάγανε από νωρίς χαρμόσυνα κι ο κόσμος χαρούμενος ημπαινόβγαινε μέσα στην εκκλησιά κι ηπροσκύναγε.
     Οι δυο φούρνοι του Μαχαλά μας ηψήνανε λουκουμάδες με σαμόλαδο και δεν ηπροφταίνανε να βγάζουνε κατημέρια ―κρούστα με αυγά.
     Σε κάθε ντουρσέκι ―γωνιά, σταυροδρόμι― ηστήνανε μόλις βράδυαζε μασαλάδες, οι οποίοι ήτανε κυλινδρικά καλάθια καμωμένα από σιδερένιες λουρίδες όπως των βαρελιών, τση μπήγανε τση μασαλάδες στο δρόμο με ένα παλούκι ώς ενάμισυ μέτρο αψηλό. Μέσα σ’ αυτούς ηβάζανε μεγάλα κομμάτια δαδί και τα ανάβανε. Ούλα τα σπήτια του μαχαλά είχανε τα παραθύρια τους ανοιχτά κι ήτανε κατάφωτα.
     Το ίδιο απόγευμα τα παληόπαιδα τση γειτονιάς εισβάλλανε στον γειτονικό μαχαλά τση ’για Κατερίνας κι αρχίζανε τον πετροπόλεμο με τα παιδιά τση ’για Κατερίνας που τα περιμένανε.
     Πίσω από το σπίτι μας ήτανε τα σπιτάλια του Σαρόκκου, τα οποία ήτανε ένα μεγάλο οικοδόμημα, παλαιά ίσως λοιμοκαθαρτήριο, στο οποίο τον καιρό μας ηκαθούντοστε φράγκικες φτωχές φαμίλιες.
     Οι Λαϊκοί Χριστιανικοί μαχαλάδες, ο ’ης Τρύφωνας, ο ’ης Νικόλας, ο ’ης Βούκλας, ο ’ης Γιάννης στην αλυγαριά, τα Μορτάκια, του Χατζή Φράγκου είχανε χαμηλά μονώροφα σπήτια, καμωμένα χωρίς σκέδιο, τα οποία είχανε έναν κηπάκο στο εσωτερικό τους. Τα σοκάκια ήτανε ακανόνιστα αλλά οι μαχαλάδες αυτοί είχανε μπρος στα σπήτια φυτεμένα δέντρα συκαμιές, ακασιές, οι οποίες την άνοιξη ανθίζανε, ευωδιάζανε τση γειτονιές. Στα ανατολικά της πόλης και πέρα από τση σιδηροδρομικές γραμμές, βρισκότανε η Χριστιανική συνοικία του Αγίου Κωνσταντίνου που λεγόταν Τεπετζίκι. Εκεί γεννήθηκε και μεγάλωσεν ο ονομαστός φιλόλογος Γιάννης Συκουτρής.
     Λίγο πριν από το Τεπετζίκι και πέρα από τον Μέλη βρισκότανε η Αμαρτωλή συνοικία τα Χιώτικα ή Ντεμίρ Γιολού κοντά στις γραμμές του σιδηροδρόμου. Εκεί ήτανε ματζεμένα τα λαϊκά πορνεία. Στον κεντρικό δρόμο ήτανε μεγάλα καφενεία κι όταν βράδυαζε ηπαίζανε τα παιχνίδια ―λαϊκά όργανα.
     Οι πελάτες ηρχούντοστε με καρότσες γιατί ήτανε μακρυά η απόσταση απ’ την πόλη. Κοντά στο πέτρινο γιοφύρι του Μέλη ηστεκούντοστε αραδειασμένες οι Ταταρικές καρότσες που ήτανε αραμπάδες σκεπασμένοι ημικυλινδρικά με τέντες. Αυτές την ημέρα ηκάνανε τη συγκοινωνία με τα κοντινά χωριά και το βραδάκι ηκάνανε τη συγκοινωνία με τα λαϊκά πορνεία.
     Οι Τούρκοι αραμπατζήδες ηφωνάζανε ―’λα για το Ντεμίρ Γιολού - ’ιντε ντεμιργιολουντάν― κι ηκάνανε στράκες στον αγέρα με τα καμουτσίκια τους. Παρέες παρέες ανεβαίνανε στση καρότσες χαρούμενοι οι νέοι κι όσο ητράβαγε η καρότσα αυτοί μέσα ηκάνανε γκεβεζελήκια ―αστεία.
     Στα καφενεία ηκαθούντοστε ξαπλαρωμένοι οι νταβατζήδες με στριμμένες μουστάκες καθώς και οι προαγωγοί. Στα παραθύρια των σπιτιών και στα μπαλκόνια ηκαθούντοστε ξεστηθιασμένες οι πόρνες, ακόμα και στση πόρτες και ηπολεμάγανε να ψουνίσουνε πελάτες. Αυτές ήτανε απ’ ούλα τα μιλλέτια, Χριστιανές, Τουρκάλες, Οβρηές, Αρμένισσες, Φράγκισσες, Αραπίνες. Γρηές πόρνες ξεδοντιασμένες ηκάνανε χουσμέτια ―θελήματα― κι όταν ήπεφτε πολλή δουλειά ηστεκούντοστε ομπρός από τση κάμαρες, χτυπάγανε διακριτικά τση πόρτες κι ηφωνάζανε. ― ’ιντε κάντε γλήγορα γιατί περιμένει ο κόσμος.
     Κίναιδοι, μεγάλοι την ηλικία πια και παλαιάς χρήσεως, ηπολεμάγανε κι αυτοί να ζήσουνε απ’ αυτή την αμαρτωλή συνοικία. Καμμιά φορά ηξέπεφτε κατά κει κανένας φουκαράς Τούρκος χαμάλης γιά εργάτης του λιμανιού, του παίρνανε οι κίναιδοι κανένα τεσσαράκι και τέλος πάντων δε χάλασε ο κόσμος.
     Εκεί στο κέντρο του μαχαλά αυτουνού ήτανε και το καρακόλι ―ο αστυνομικός σταθμός. Τα βραδάκια ήβγαινε κι ηκαθούντανε ο κομισέρης, ο αστυνόμος, στην ευρύχωρη είσοδό του κι ηφουμάριζε τον ναργιλέ του συγκαταβατικά. Ψηλά κυμάτιζεν η Τούρκικη σημαία ―η σημαία που αγκάλιαζε τότες ούλα τα μιλλέτια, της ευτυχισμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
     Το Σαββατόβραδο ώρα 5 ηχτυπάγανε οι καμπάνες τση ’για Φωτεινής, για τον εσπερινό. Το μαρμαρένιο καμπαναριό τση ―αριστούργημα αρχιτεκτονικό― ήπαιρνε ένα χρώμα χρυσορόδινο, το χρώμα της εσπερινής Ιωνίας. Οι καμπάνες εξαπολύανε ρυθμικά τους ήχους των απάνω από την πολιτεία, για να τση θυμίσουνε ότι ο Χριστός αγρυπνούσε. Τα χελιδόνια πετάγανε γύρω από το καμπαναριό χαρούμενα, σπαθίζοντας τον αέρα με τα φτερά τους και χαλάγανε τον κόσμο τιτιβίζοντας. Στο άκουσμα των ήχων των κωδώνων τση ’για Φωτεινής, ούλοι οι Χριστιανοί τση Σμύρνης ανασηκωνούντοστε και κάνανε το σταυρό τους ευλαβικά. Οι γυναίκες ηβάζανε κάρβουνα και λιβάνι στα θυμιατά τους, θυμιάζανε όλο το σπίτι τους και βγαίνανε μέχρι το δρόμο θυμιάζοντας. Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν Σου. Ούλες οι γειτονιές μυρίζανε λιβάνι κι ευφραινότανε η ψυχή μας.
     Η Μητρόπολη των ορθοδόξων, η ’για Φωτεινή, ήτανε παληά εκκλησιά διακόσων χρόνων και βάλε. Ήτανε χαμηλή όπως όλες οι εκκλησιές των Χριστιανών τα παληά χρόνια, για να μην προκαλούνε τον φανατισμό των Τούρκων. Μετά την επανάσταση που η σκλαβιά των ραγιάδων τση Τουρκίας αλάφρωσε λιγάκι, αρχινήσανε να χτίζουνε μεγάλες εκκλησιές με τρούλλους και να εξακοντίζουνε προς τον ουρανό ψηλά καμπαναριά. Χαμηλή λοιπόν και στοργική ήτανε η ’για Φωτεινή σα ν’ αγκάλιαζε μέσα στση αγγελικές φτερούγες της τους φοβισμένους Χριστιανούς.
     Βρισκότανε μέσα σε μεγάλον αυλόγυρο και στα μέσα του 19ου αιώνα ―1856― ο Σμυρνηός Αρχιτέκτονας Λάτρης έχτισε το περίλαμπρο μαρμάρινο καμπαναριό 30 μέτρα ύψος, το οποίο κυριαρχούσε σ’ όλην την πολιτεία. Ο ίδιος έχτισε και την εκκλησιά της Παναγίας στην Τήνο. Οι χτύποι του ρολογιού του ήτανε ο παλμός τση Χριστιανικής Σμύρνης. Τις μεγάλες καμπάνες τού τις δωρήσανε Ρώσσοι μεγάλοι Δούκες. Στον ίδιον αυλόγυρο ήτανε και το Μητροπολιτικό Μέγαρο. Καρσί από τη δυτική θύρα τση εκκλησιάς βρισκότανε ο βερχανές του Ελληνικού Προξενείου. Πίσω από το Μητροπολιτικό Μέγαρο ήτανε το Mεγάλο Σκολειό, η περιώνυμος Ευαγγελική Σχολή ―ο τηλαυγής φάρος της Ανατολής.
     Σ’ αυτόν τον χώρο Τρίστρατο, Γυαλιάδικα, εκκλησιά τ’ ’η Γιωργιού, ήτανε συγκεντρωμένη η ψυχή της Ελληνικής Σμύρνης, Γκιαούρ Ιζμίρ.

(από το βιβλίο: Ν. Kαρτσωνάκης-Nάκης, Θυμάμαι τη Σμύρνη, Tο Eλληνικό Bιβλίο, 1972)