Η Άγια Φωτεινή
Καρτσωνάκης-Νάκης Νικόλαος
Εκτύπωση
Ραντιείς με υσσώπω και καθαρισθήσομαι,
Πλυνείς με και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι.
 
 
Καθώς ήμπαινες μέσα στην εκκλησιά αιστανόσουνε ότι ήμπαινες κάτω από την ασφάλεια του Χριστού. Αυτή είχε τρία κλίτη, ήτανε ναός δρομικός. Φωτιζότανε λίγο από τα τζάμια των παραθύρων της που είχανε πολλά χρώματα κόκκινα-κίτρινα, πράσινα, μπλε, μωβ. Το φως του πρωινού ή του απογεύματος ήμπαινε μέσα φιλτραρισμένο από τα πολύχρωμα τζάμια κι ήδινε μια μυστηριώδικη ατμοσφαίρα στην εκκλησιά.
     Το τέμπλο που χώριζε την εκκλησιά από το ιερό, ήτανε ξυλόγλυπτο, ψιλοδουλεμένο και επίχρυσο. Η διακόσμησή του ήτανε καμωμένη από άνθη, φυτά, πουλιά και ζώα, όμορφα συνθεμένα κι αριστουργηματικά σκαλισμένα. Ίσως να είχε ακόμα μικρές ανάγλυφες θρησκευτικές σκηνές, όπως έχει και το ξυλόγλυπτο τέμπλο της εκκλησιάς του Άη Γιάννη του Θεολόγου στον Απάνω Μαχαλά, που σώθηκε και τώρα είναι στημένο στην εκκλησιά τση Άγια Φωτεινής της Νέας Σμύρνης. Και τα δύο αυτά τέμπλα είναι φαίνεται σύγχρονα καμωμένα στις αρχές του 19ου αιώνα.
     Οι εικόνες του τέμπλου ήτανε παλαιικές μαυρισμένες από τα κεριά και τα λιβάνια. Μερικές ήτανε καπλαντισμένες με ασήμι. Βαρύτιμα ασημένια καντήλια ήτανε κρεμασμένα μπροστά τους.
     Ο θρόνος ο δεσποτικός καθώς και ο άμβωνας ήτανε ξυλόγλυπτα έργα. Καρσί από τον δεσποτικό θρόνο ήτανε δυο άλλοι, ο ένας του Πρόξενου της Ρωσσίας και ο άλλος της Ελλάδας. Και οι δυο τους είχανε στο απάνω μέρος τα στέμματα των δύο κρατών κεντημένα απάνω σε ατλάζι.
     Όταν ήβλεπες το Ρούσικο δικέφαλον αετό, ο νου σου ηπήγαινε στην Άγια Πετρούπολη, στο παλάτι του Τσάρου πασών των Ρωσσιών που ήτανε ο βραχίονας της Ορθοδοξίας. Φανταζόσουνα τον Τσάρο καθισμένο στον μαλαματένιο θρόνο του να ρίχνη άγριες ματιές κατά την Κωνσταντινούπολη και να τρίζη τα δόντια του. Τότες ο Σουλτάνος τση Τουρκίας ηζάρωνε από την τρομάρα του, κι ηχωνούντανε πιο βαθειά μέσα στο φέσι του. Έπειτα έβλεπες το Ελληνικό Στέμμα, σκεπτόσουνα τον Βασιληά των Ελλήνων Γεώργιο, με το ξανθό μουστάκι του και τον γυιο του Κωνσταντίνο. Αυτός θάμπαινε στην Πόλη και στην Αγία Σοφιά, έτσι ήγραφε τουλάιστον ο Αγαθάγγελος.
     Στον θρόνο του ηστεκούντανε ο Δεσπότης, εμ πατέρας εμ προστάτης. Μόλις ηγύριζε το κεφάλι του κατά το πλήθος για να το ευλογήση, ηάστραφτε η κορώνα του από τη λάμψη των διαμαντιών και των ρουμπινιών που είχε απάνω της. Τα πετράδια ηπετάγανε ασπίθες. Ήρριχνε το γαληνεμένο βλέμμα του με στοργή στο εκκλησίασμα σαν χάδι κι ο κόσμος ηστανότανε μια φρικίαση να διαπερνά το σώμα του σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Ένα γλυκό χαμόγελο ήτανε στα χείλια του και φώτιζε όλο του το πρόσωπο με αγιωσύνη.
     Eμπόροι, νοικοκυραίοι και προύχοντες ήτανε το εκκλησίασμα. Στα στασίδια τους ηστεκούντοστε οι χαλεπλήδες κασμηράδες που φοράγανε τα αμπασουάδικα, μακρυές τσόχινες βράκες που φτάνανε μέχρι τσοι αστραγάλοι τους. Ήτανε ζωσμένοι με πλατειά βυσσινιά μεταξωτά ζωνάρια και το φέσι τους το βγάζανε μόνον όταν περνάγανε τα Άγια.
     Έβγαινεν ο διάκος ντυμένος με βαθυκόκκινο στιχάρι κεντημένο με χρυσά κοσμήματα, θύμιαζε δεξιά, αριστερά, απάνω κάτω. Ο κόσμος υποκλινότανε με ευλάβεια. Ο ήχος των ασημένιων κουδουνιών του θυμιατού ανεκατευότανε με τα ψαλσίματα των ψαλτάδων και τις μελωδικές φωνές των παιδιών που καλοναρχούσανε.
     Ο καπνός του θυμιατού γινότανε πολύχρωμος όταν ήπεφτε στο φως του ήλιου που ήμπαινε από τα χρωματιστά τζάμια των παραθύρων τση εκκλησίας. Την εγιόμιζε με τη μυρωδιά του λιβανιού, θάμπωνε τα πάντα, ακόμα και τη μορφή του αρχαϊκού Χριστού, που μας κοίταζεν αυστηρά εμάς τσοι αμαρτωλοί, αλλά εμείς δεν τόνε φοβούμαστε γιατί ηξαίραμε πως μας αγαπούσε και ότι σταυρώθηκε για μας για να μας γλυτώση από τα νύχια του Σατανά.
     Λίγο συνεπαρμένος να ήσουνα από τη Θεία Χάρη, θα άκουες το φτερούγισμα των αγγέλων ψηλά στους θόλους τση εκκλησιάς που συνοδεύανε τα Άγια των Αγίων όταν τα βγάζανε οι παπάδες από το ιερό.
     Ταπεινή ήτανε εκεί η ορθόδοξη θρησκεία μας. Μα πόσο γέμιζε την ψυχή μας με ελπίδες για μια λευτεριά στη γη και για μια ζωή μακαρισμένη στον άλλο κόσμο.
     Όταν μπαίνανε μέσα στο ιερό τα Άγια, ηβγαίνανε οι Eμφόροι με τση ασημένιοι δίσκοι στα χέρια κι άκουες τότες ένα άλλο μεταλλικόν ήχον ντιν, ντιν, ντιν, να πέφτουνε μέσα στση δίσκοι τα μετζήτια, τα οχταράκια, τα καρτάκια, τα τεσσαράκια των πιστών, για να συντηρηθούνε μ’ αυτά σχολεία, νοσοκομεία, εκκλησιές, ορφανοτροφεία, συσσίτια.
     Και μετά όλα αυτά; Το μαχαίρι, το αίμα ―η φωτιά κι ο εξανδραποδισμός.
     Χαίρε, μεγαλοφυής ελληνική πολιτική, χαίρε. Ξεκαθάρισες ριζικά το ζήτημα των αλυτρώτων.

(από το βιβλίο: Ν. Kαρτσωνάκης-Nάκης, Θυμάμαι τη Σμύρνη, Tο Eλληνικό Bιβλίο, 1972)