|
Kαλλιτέχνες Σμυρναίοι
| Καρτσωνάκης-Νάκης Νικόλαος |
|
Καλλιτέχνες Σμυρναίοι ήταν ο σύγχρονός μου στην Ευαγγελική, αν και σε μεγαλύτερη τάξη από μένα, ο διαπρεπής μας γλύπτης Αθανάσιος Απάρτης. Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1899. Τον θυμούμαι από μικρόν, είχε μιαν ακατανίκητη κλίση στη γλυπτική και στο σχέδιο. Στην αρχή μαθήτεψε κοντά σ’ έναν Αρμένη γλύπτη που λεγόταν Παπαζιάν, ο οποίος είχε το μαρμαράδικό του με το υπόστεγο στην Αρμενιά κοντά στο Μπασμά Χανέ. Ο Απάρτης ήτανε και είναι ακαταπόνητος δουλευτής. Στο εργαστήριο του σχεδίου της Σχολής μάς είχε κρεμάσει δυο μεγάλα σκέδια με σινική μελάνη, το ένα εικόνιζε τον Μωυσή του Μιχαήλ Άγγελου και το άλλο τον Ερμή του Πραξιτέλη. Το 1919 έφυγε για το Παρίσι γιομάτος ενθουσιασμό και όνειρα κι είχε την τύχη να μαθητέψη κοντά σ’ έναν από τους μεγαλύτερους σύγχρονους γλύπτες, τον Antoine Bourdelle.
Ο Απάρτης σταδιοδρόμησε με επιτυχία στο Παρίσι κι ήτανε στην πρώτη σειρά των γλυπτών εκεί. Τώρα είναι καθηγητής της Σχολής των Καλών Τεχνών.
Την ίδιαν εποχή σπούδαζε στην Ευαγγελική Σχολή κι ένας άλλος ονομαστός καλλιτέχνης, νεώτερος από μένα τρία χρόνια. Αυτός είναι ο Κώστας Γιαννίδης-Γιάννης Κωνσταντινίδης, ένας λεπτός καλλιτέχνης που είχεν από παιδί κλίση στη Μουσική αλλά και στο σχέδιο. Ήτανε ένα λεπταίσθητο και ευγενικό παιδί με βαθειά καλλιτεχνική διαίσθηση, υποδειγματικός τύπος αληθινού καλλιτέχνη, που βγήκε μάλιστα από καλλιτεχνικήν οικογένεια. Σπούδασε Μουσική στο Βερολίνο και σταδιοδρόμησε σαν δημιουργός στο ελαφρό είδος της Μουσικής, αν και έχει γράψη πολλά αξιόλογα έργα της σοβαρής μουσικής.
Ο Γιαννίδης είναι ένας έξοχα καλλιεργημένος καλλιτέχνης και διακρίθηκε στο είδος που επιδόθηκε κι εδώ και στην Ευρώπη όπου βραβεύτηκε πολλές φορές.
Στην ίδια τάξη με μένα ήτανε ο λόγιος Φίλιππος Φάλμπος. Αυτός ήτανε από τους λίγους συμμαθητές μου που είχανε αυθόρμητη πνευματική διάθεση. Επιδόθηκε στην λαογραφία και την τοπογραφία της χαμένης πατρίδας μας κι έγραψεν εκτεταμένες πραγματείες για τα Χάνια της Σμύρνης. Τα μπεζεστένια της, τα τσαρσιά, για τον Φραγκομαχαλά και για τα Φραγκοχιώτικα, καθώς και για τα Καραμανλήδικα βιβλία. Ετοίμασε τώρα μιαν μεγάλη μονογραφία για τον Σμυρναίο ζωγράφον Ευάγγελο Ιωαννίδη. Ο ακαταπόνητος αυτός ερευνητής, είναι φιλότεχνος συλλέκτης και βιβλιόφιλος, έχει δε μια μεγάλη βιβλιοθήκη στην οποίαν έχει συγκεντρώσει πολλές Μικρασιατικές εκδόσεις.
Συμμαθητής μας ήτανε και ο στρατηγός Καλλιγέρης Μιχαήλ που σταδιοδρόμησε ευδόκιμα στο Στρατό τον οποίον υπηρέτησε με αφοσίωση. Έλαβε μέρος στον Αλβανικό πόλεμο, στην αντίσταση κατά των Γερμανών και στον ανταρτοπόλεμο.
Την τελευταία χρονιά του πολέμου φέρανε στην Ευαγγελική τον Ιπποκράτη Τσουρουκτσόγλου, καθηγητή στο σκέδιο και την καλλιγραφία. Καταγότανε από τη γνωστή οικογένεια Τσουρουκτσόγλου της Σμύρνης και πολύ νέος πήγε στο Μόναχο όπου σπούδασε κοντά στον Γκύζη που ήτανε καθηγητής της σκιαγραφίας στην Ακαδημία του Μονάχου. Σ’ αυτήν έμεινε τέσσερα χρόνια.
Γύρισε κατόπιν στη Σμύρνη και προσπάθησε να ζήση από την ζωγραφική, πράγμα που του ήτανε σχεδόν αδύνατο. Μπήκε λοιπόν σαν σχεδιαστής στη μεγάλην Αγγλική Εταιρία χαλιών «Οριένταλ Κάρπετ». Κατά την διάρκεια του πολέμου την κλείσανε οι Τούρκοι σαν εγγλέζικια που ήτανε, κι έτσι ο Τσουρουκτσόγλου έμεινε χωρίς δουλειά κι ήρθε στην Ευαγγελική σαν δάσκαλος πια. Του δώσανε μιαν μικρήν αίθουσα πλάι από τη βιβλιοθήκη της Σχολής και την έκανε εργαστήριο Ζωγραφικής και κοντά του πήρα τα πρώτα μου μαθήματα.
Σ’ αυτό το εργαστήριο ήρθε μετά την ανακωχήν όταν γύρισεν από την εξορία ο Εθνομάρτυρας Μητροπολίτης Χρυσόστομος. Με συστήσανε σ’ αυτόν, έδειξε τη χαρά του και με προσκάλεσε στη Μητρόπολη να τον επισκεφτώ. Με υποστήριξε και υποσχέθηκε ότι θα φρόντιζε να με σπουδάση.
Όμως δεν θα ξεχάσω πόσο αγαθός άνθρωπος ήτανε ο Τσουρουκτσόγλου, πόσο με φρόντισε, πόσο με στάθηκε.
Εδώ ας σταθώ για να μνημονέψω μιαν άλλη ευγενική καλλιτέχνιδα, την κυρία Ιουλία Πεστεμαντζόγλου. Πώς να περιγράψω την καλωσύνη της με λόγια που ακτινοβολούσε στο πρόσωπό της. Στη διάρκεια του πολέμου και ίσως πρωτήτερα είχε δημιουργήση στο σπίτι της, που βρισκότανε κοντά στην Άγια Κατερίνα, μια μικρή σχολή ζωγραφικής στην οποίαν φοιτούσαν αγόρια και κορίτσια των καλών οικογενειών της Σμύρνης. Πήγα κι εγώ και την παρεκάλεσα να με δεχτή στη Σχολή της, πράγμα το οποίο έκανε με μεγάλην ευχαρίστηση.
Κάθησα εκεί ένα καλοκαίρι νομίζω, σπουδάζοντας το σκέδιο.
Εκείνη την εποχή ζούσε στη Σμύρνη ο Ζωγράφος Σαράντης Παλλάκος. Ηκαθούντανε στην Καραντίνα κι είχε το εργαστήριό του στο δεύτερο πάτωμα ενός βερχανέ του Φραγκομαχαλά. Είχε τελειώσει τη Σχολή των Καλών Τεχνών τση Αθήνας, το δίπλωμά του καδρωμένο κρεμόταν στον τοίχο, όταν έμπαινες μέσα στο εργαστήριό του σου τόδειχνε για νάσαι σίγουρος για την αξία του.
Αυτός ζούσε απ’ τη ζωγραφική αλλά έκανε όλες τις δουλειές που μπορούσε να βγάλη το πινέλλο. Ο πάντα ενθουσιώδης Λάμπρος Παραράς με σύστησε σ’ αυτόν και πήγα το καλοκαίρι του 1917 για να μάθω κοντά του ζωγραφική και τα μυστικά της τέχνης, αλλά μόνο αυτό δεν μούδειξε, γιατί μ’ έβαζε κι έκανα χειρωνακτικές δουλειές.
Μια φορά του παράγγειλε ο προμηθευτής ψωμιού των φυλακών, ένας Τουρκοκρητικός, να διακοσμήση το γραφείο του Διευθυντού των φυλακών. Καθίσαμε λοιπόν κι οι δυο και ζωγραφίσαμε στους τοίχους του γραφείου διάφορα τοπεία της Πόλης. Όπου ένα απόγευμα, εκεί που ήμουνα ανεβασμένος στη σκάλα κι ηζωγράφιζα τον ουρανό των τοπείων, ήρθανε κάτι ερασιτεχνικά εγγλέζικα αεροπλάνα και ρίξανε μερικές μπόμπες στον ταρλά ―το γήπεδο― του κισλή ―στρατώνα― που βρισκότανε καρσί απ’ τις φυλακές. Σείστηκεν ούλη η γης κι εγώ βρέθηκα απ’ τη κορφή τση σκάλας κατάχαμα. Μετά επειδή ήτανε φάιβ-ο-κλοκ ησηκωθήκανε οι Εγγλέζοι και φύγανε και πήγανε για τσάι. Το μόνο που κάνανε οι Εγγλέζικες μπόμπες ήτανε να ρίξουνε τση χρείες του κισλά και να κόψουνε τη χολή ενούς στρατιώτη που ήτανε μέσα.
Στον Παλλάκο είχε παραγγείλη ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος μια σύνθεση που παρίστανε την συνάντηση στη Σμύρνη του επισκόπου Αντιοχείας Ιγνάτιου με τον Επίσκοπο της Σμύρνης Πολύκαρπο. Τον Ιγνάτιο τον πηγαίνανε οι Ρωμαίοι δεμένο για να τόνε δικάσουνε στη Ρώμη, επειδή ήτανε Χριστιανός. Μαρτύρησε το 107 μ.Χ. Το πλοίο που τον πήγαινε έκανε σταθμό στη Σμύρνη και πήγεν ο επίσκοπος Πολύκαρπος να τον χαιρετίση. Μόλις πλησίασε τον Ιγνάτιο γονάτισε και του φίλησε τις αλυσσίδες των χεριών του, μια εξαίσια συμβολική Πράξη. Αυτό ήτανε το θέμα της παραγγελίας του πίνακα. Την σκηνή την εζωγράφισεν ο Παλλάκος να γίνεται στην παραλία της Σμύρνης. Όρθιος ο Ιγνάτιος, γονατιστός ο Πολύκαρπος να του φιλάη τις αλυσσίδες. Πλάι τους Ρωμαίοι στρατιώτες και Χριστιανικός λαός οδυρόμενος. Στο φόντο φαινότανε το πλοίο.
Είχε λοιπόν ο Παλλάκος στο εργαστήρι του μιαν Εγγλέζικια Άγια Γραφή Holy Bible θαυμάσια εικονογραφημένη με ακουαρέλλες που παριστάνανε διάφορα επεισόδια από την Άγια Γραφή.
Όλες οι φιγούρες της σύνθεσης «Η συνάντησις Ιγνάτιου και Πολυκάρπου» ο Παλλάκος τις ξεσήκωσε από τις εικόνες της Εγγλέζικης Αγίας Γραφής.
Έτσι ο πίνακας της συνάντησης ήτανε συνονθύλευμα μορφών που ήτανε άσχετες η μια με την άλλη καθώς είχανε παρθή στα κουτουρού. Αυτόν τον πίνακα τον είχανε κρεμασμένο στη Μεγάλην αίθουσα της Μητρόπολης, πίσω από το γραφείο του Χρυσόστομου. Όταν αυτός με κάλεσε να τον επισκεφτώ στη Μητρόπολη μου το έδειξε και με ρώτησε πώς μου φαίνεται. Εγώ όμως που θυμήθηκα τη λήστεψη των εικόνων της Εγγλέζικιας Αγίας Γραφής, του απάντησα μουδιασμένος: ωραίος είναι Σεβασμιώτατε. Αυτός κατάλαβε τον ενδοιασμό και μου λέει. Μα πώς, εδώ έχω μια κριτική του Παραρά, και ανοίγει το συρτάρι του γραφείου του. Και μου τη δείχνει. Ήτανε μια ενθουσιώδης κριτική κι επειδή είχεν ο πίνακας στο πρώτο επίπεδο ένα παιδάκι, θυμάμαι που έγραφεν ο Παραράς: «Τρέχα, τρέχα, παιδάκι».
Τόσον καιρό δούλεψα στον Παλλάκο και ποτές του δεν μου είπε, πάρε κι εσύ ένα μεταλλήκι να πάρης ένα γκιουβρέκι ―κουλούρι. Ήμαθα ότι μετά την καταστροφή τόνε πιάσανε οι Τούρκοι κι αυτός τους έκανε την προσωπογραφία του Κεμάλ κι έτσι έσωσε τη ζωή του.
Τώρα θα γράψω και για το Χρυσόστομο. Μόλις πάτησε στη Σμύρνη έδωκε μια ώθηση στην Παιδεία, έχτισε σκολειά, θρησκευτικά ιδρύματα, άσυλα, συσσίτια. Σύστησε και την ετήσια εορτή του ιερού Πολύκαρπου να γίνεται απάνω στον Πάγο, στον τόπο όπου εμαρτύρησε, μέσα στο χώρο του αρχαίου Ρωμαϊκού σταδίου της Σμύρνης.
Η πάνδημη λειτουργία γινότανε στην εκκλησιά του Άη Βούκλα ―Βουκόλου― γιατί την ίδια μέρα γιορτάζανε κι οι δυο Άγιοι, «Βουκόλου και Πολύκαρπου». Μετά τη λειτουργία, ο λαός μ’ επί κεφαλής τον Μητροπολίτη και τον κλήρο, διασχίζανε την Τούρκικη συνοικία, πηγαίνανε όλοι στην κορφή του Πάγου όπου γινότανε Δέηση. Μετά όλος ο λαός σκόρπιζε γύρω κι έτρωγε ό,τι είχε φέρη ο καθένας μαζί του, χωρίς τραγούδια και φωνές. Το απογεματάκι γυρίζανε ούλοι χαρούμενοι πίσω. Όμως εγώ έβλεπα το δεσπότη να έχη μπροστά στα μάτια του ζωντανό το μαρτύριο του επισκόπου Σμύρνης Πολύκαρπου. Έκανε το παν για να ξαναζωντανέψη τη μνήμη του μέσα στις ψυχές του Χριστιανικού λαού. Με τη στάση του απέναντι στους Τούρκους ήτανε σαν να τους προκαλούσε. Το στεφάνι του μαρτυρίου του Πολύκαρπου έλαμπε στη φαντασία του σαν αδαμάντινο στεφάνι. Και το αξιώθηκε με το δικό του μαρτύριο.
|
|
(από το βιβλίο: Ν. Kαρτσωνάκης-Nάκης, Θυμάμαι τη Σμύρνη, Tο Eλληνικό Bιβλίο, 1972)
|
|