H Aρμενιά και οι Mεγάλες Tαβέρνες
Καρτσωνάκης-Νάκης Νικόλαος
Εκτύπωση
Όταν ήθελες να ξεκινήσης από το Τρίστρατο τση Άγια Φωτεινής για να πας στση μέσα μαχαλάδες τση Σμύρνης, πέρναγες από έναν δρόμο που λεγότανε Γερανιό όπου ηβρισκούντοστε πολλά τσαγκαράδικα. Μόλις οι τσαγκαράδες που καθούντοστε ομπρός από τση μικροί μπάγκοι τους και δουλεύανε, ηβλέπανε να πέρναε από το δρόμο καμμιά ώμορφη νταρντάνα, στολισμένη με γούστο, αρχινάγανε και χτυπάγανε το μπάγκο τους με κάτι ειδικούς μικρούς κοπάνους που μεταχειρίζουνται οι τσαγκάρηδες με πλατειά την κάτω επιφάνεια. Το σύνθημα το ακούγανε κι οι άλλοι τσαγκάρηδες από τα άλλα μαγαζιά κι αρχίζανε κι αυτοί να κοπανάνε τση μπάγκοι τους κι έτσι η κοπέλλα πέρναγε από το Γερανιό μέσα σε ένα θόρυβο των χτυπημάτων σαν μιαν θριαμβευτική αναγνώριση της ωμορφιάς της.
     Προχωρώντας ήμπαινες μέσα στο στενό σοκάκι που πιο κάτω ηφάρδαινε, που λεγότανε Μεγάλες Ταβέρνες κι ήτανε η μεγάλη αγορά τροφίμων. Σ’ αυτόν τον δρόμο υπήρχανε πολλές μεγάλες ταβέρνες, ολόκληρα εργοστάσια οινοπνευματωδών. Στη στενόμακρη είσοδό τους αυτές οι ταβέρνες είχανε μακρόστενο τεζιάκι και σερβίρανε το μεσημέρι ούζα και μαστίχες στους περαστικούς νοικοκυραίους που ηπερνάγανε φορτωμένοι με ψούνια και ηπηγαίνανε σπίτια τους. Δεν σερβίρανε μεζέδες, αλλά τίποτα ντομάτες, αγγούρια, τουρσιά και λιμπινάρια. Μια τέτοια ταβέρνα ήτανε του Καλντή κι άλλη μια του Αργυρού πελώρια, ολόκληρος βερχανές. Αυτός ο Αργυρός ήτανε θείος του Γλύπτη Απάρτη, αδερφός τση μάννας του.
     Στις Mεγάλες Tαβέρνες ήτανε επίσης μεγάλα μπακάλικα, χασάπικα, μανάβικα, ψαράδικα, χορταβατζήδικα ―μαγαζιά που πουλάγανε ξερά φρούτα― και καφενέδες. Aπάνω σ’ αυτόν το δρόμο είχε την είσοδό του του Nτερβίσογλου το Xάνι.
     Ο δρόμος Μεγάλες Ταβέρνες σε πήγαινε στην Αρμενιά, μια ξεχωριστή συνοικία που ηκαθούντοστε οι Αρμεναίοι τση Σμύρνης, ένας λαός εργατικός κι έξυπνος, έμποροι, μαγαζάτορες, τεχνίτες. Ο μεγάλος δρόμος τση Αρμενιάς στην αρχή του είχε το συγκρότημα των χτιρίων της Αρμενικής κοινότητος. Σε ένα πελώριο αυλόγυρο περιωρισμένο με ψηλό ντουβάρι, ήτανε η Αρμενική Μητρόπολη του Αγίου Στεφάνου, Σουπρ Στεπάν, ο μεγαλείτερος χριστιανικός ναός τση Σμύρνης, το μέγαρο τση Αρμένικης αρχιεπισκοπής, σχολεία και άλλα ευαγή ιδρύματα. Ο αυλόγυρος παλαιότερα χρησίμευε για νεκροταφείο, γιατί υπήρχανε σ’ αυτόν πολλοί μαρμαρένιοι τάφοι. Φαίνεται ότι σ’ αυτήν την τοποθεσία του περίβολου θα ήτανε την αρχαία εποχή ρωμαϊκό νεκροταφείο, γιατί στην εσωτερική πλευρά του βόρειου τοίχου του αυλόγυρου αυτουνού, ήτανε εντοιχισμένα πολλά κακότεχνα ρωμαϊκά ανάγλυφα. Το ένα μάλιστα παρίστανε κηδεία.
     Η εκκλησία του Αγ. Στεφάνου ήτανε βασιλική με τρούλλο, είχε ένα ωραίο αρχιτεκτονικό σχέδιο. Στην πρόσοψη ο ναός είχε στοά ευρύχωρη και η κεντρική θύρα της εισόδου του είχε χάλκινα θυρόφυλλα με μεγάλα ανάγλυφα, το ένα παρίστανε τον πρωτομάρτυρα Στέφανο.
     Στο εσωτερικό του ο ναός είχε επιβλητική μεγαλοπρέπεια. Την είχανε στολισμένη οι Αρμεναίοι με μεγάλο μεράκι. Ηλέγανε πως τον καιρό που την χτίζανε το 1863, όταν τα πλοία ξεφορτώσανε τα μεγάλα κομμάτια ογκώδη μάρμαρα στην προκυμαία τσης Σμύρνης που θα χρησιμεύανε για να πελεκήσουνε τις κολώνες του εσωτερικού και των εξωτερικών στοών του Αγίου Στεφάνου, ματζευτήκανε οι Αρμεναίοι στο γιαλό, ηζωστήκανε τα σκοινιά και τραβάγανε ούλοι ματζί τα μάρμαρα και τα φέρανε στην εκκλησιά τους που χτιζότανε ακόμα.
     Ο ναός ήτανε πάμφωτος. Κάτω από τον υψηλό τρούλλο υπήρχεν ένας ημικυκλικός χώρος, καμωμένος από σιδερένια κάγκελα κι εκεί μέσα ηκαθούντοστε οι ψαλτάδες με τα ψαλτάκια απάνω σε ψάθες κατά τον ανατολίτικο τρόπο, σταυροπόδι δηλαδή.
     Στην ανατολική αψίδα του ναού ήτανε το ιερό, το οποίο δεν είχε μπροστά του εικονοστάσι, αλλά η αγία Τράπεζα ήτανε στημένη απάνω σε μιαν εξέδρα ένα μπόι ύψος από το επίπεδο της εκκλησιάς. Ο θρόνος του δεσπότη ήτανε στην αριστερή μεριά της εξέδρας. Υπήρχεν ένα μεγάλο βελουδένιο παραπέτασμα μπρος από το ιερό, το οποίο το τραβάγανε και κλείνανε το χώρο από τα μάτια του εκκλησιάσματος, όταν λειτουργική ανάγκη το απαιτούσε.
     Τον μαύρο καιρό του πολέμου ηπήγαινα κάθε Κυριακή το πρωί στην Αρμενόκλησσα κ’ ηάκουα τη λειτουργία, η οποία κράταγε μέχρι το μεσημέρι. Δεν καταλάβαινα τίποτα αλλά μου αρέσανε οι μελωδίες και οι καλλίφωνοι ψαλτάδες. Άκουγες την πανάρχαια φωνή της πολιτισμένης Ανατολής κι ο νους σου πήγαινε στο δικό σου το Βυζάντιο που τόσους δεσμούς είχε με την Αρμενία, η οποία πάλι έδωσε σ’ αυτό τόσους μεγάλους αυτοκράτορες, στρατηγούς και μεγάλους πολιτικούς. Ερχότανε συχνά στην λειτουργία και ένας Έλληνας Καθηγητής από την Κύπρο, που λεγότανε Παπαδόπουλος. Φόραγε χρωματιστά σκούρα γυαλιά και κράταγε το ημίψηλό του στο χέρι του. Σε ποιο σχολειό ήτανε καθηγητής δεν ήξαιρα. Όμως φαίνεται πως ήτανε μουσικολόγος, γιατί ήξαιρε τις αρμένικες ψαλμωδίες και τις έψελνε ο ίδιος σιγανά, κρατώντας με το πόδι του τον χρόνο.
     Θυμάμαι τον Αρμένιο Αρχιεπίσκοπο της Σμύρνης, ο οποίος λεγότανε Ματέος Ιντζεγιάν. Ήτανε ένας ψηλός επιβλητικός άντρας ώς σαράντα πέντε χρόνων, σπουδαγμένος δικηγόρος. Είχε μιαν ελαττωματική φωνή αλλά ήτανε μεγαλοπρεπής λειτουργός, με την αψηλή μίτρα του, που είναι σαν των καθολικών επισκόπων, τα χρυσά βαρύτιμα άμφιά του και στο χέρι την πατερίτσα του.
     Ένα απόγευμα το λοιπόν, Μεγάλης Παρασκευής, μέσα στη βράση του πολέμου, ηπήγα να παρακολουθήσω τον επιτάφιο στην Αρμενόκκλησα. Η εκκλησιά γιομάτη από Αρμεναίους. Ησυχία απόλυτη από μέρους του λαού. Οι ψαλτάδες και τα ψαλτάκια όλοι καθισμένοι σταυροπόδι απάνω στις ψάθες μέσα στο ημικυκλικό καγκέλωμα, κάτω από τον μεγάλο θόλο του ναού. Ο επιτάφιος ήτανε στολισμένος με άσπρα απριλιάτικα τριαντάφυλλα και βαλμένος πάνω στην εξέδρα του ιερού. Οι παπάδες ηπηγαινοερχόντουστε πάνω στην εξέδρα, ντυμένοι με μαύρα άμφια. Ο δεσπότης καθισμένος στο θρόνο του, οι διάκοι θυμιατίζουνε δεξιά αριστερά. Οι ψαλτάδες αρχινήσανε να ψέλνουνε τον επιτάφιο θρήνο του Χριστού που ήτανε και ο θρήνος του σφαζόμενου Αρμένικου έθνους. Μπροστά από τον επιτάφιο ήτανε γονατισμένες πολλές μαυροντυμένες γυναίκες με μακρυά πέπλα. Ήτανε γυναίκες που είχανε ξεφύγη το μαχαίρι των Τούρκων μέσα στην Ανατολή και φτάσαν αλαλιασμένες στη Σμύρνη. Όσο προχωρούσεν ο θρήνος του Χριστού τόσο αυτές αναστενάζανε βαθειά και κουνούσανε τα σώματά τους πότε μπρος πότε πίσω. Οι αναστεναγμοί τους ηγενήκανε βογγητά και θρήνοι και ανεκατευόντουστε με τις ψαλμωδίες των ψαλτάδων.
     Ο νους σου πήγαινε στους σφαγμένους δικούς των, σε βρέφη λογχιασμένα, σε αγόρια σφαγμένα, σε κορίτσια μοσκοαναθρεμένα, ατιματισμένα και σφαγμένα. Πώς τα είδανε με τα μάτια τους αυτά τα πολυαγαπημένα πρόσωπα να σφάζουνται και να σπαράζουνε μπροστά τους;
     Χανόντανε η ψυχή σου μέσα σε τόσην οδύνη. Ηκύτταζες ζητώντας έλεος, προς τον θόλο της εκκλησιάς που συμβολίζει τον ουρανό. Αλλά ο θόλος ήτανε άδειος, δεν υπήρχεν σ’ αυτόν ζωγραφισμένη η γλυκειά παρήγορη μορφή του Παντοκράτορα του πολυελέου και πολυεύσπλαχνου, γιατί οι Αρμένηδες ήτανε εικονοκλάστες.
 
 
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΣΦΑΓΗΣ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
 
Bizim ιçin Allah yokmu?
Δεν υπάρχει Θεός για μας;
 
Δυο Aμερικάνες νοσοκόμες που υπηρετούσανε σ’ ένα Νοσοκομείο Αμερικανικό κοντά στον Ευφράτη ποταμό, ήτανε αυτόπτες μάρτυρες των σφαγών των Αρμενίων. Γράφει η μια απ’ αυτές, η αδελφή Ελισάβετ: «Τα πτώματα των γυναικών επιπλέανε στον Ευφράτη, ενώ τους άνδρες τούς είχανε ξεχωρίση από πριν και τους τουφεκίσανε. Οι Αμερικάνοι είχανε συστήση στο Νοσοκομείο τους μέσα, ένα ορφανοτροφείο για τα παιδάκια, αλλά οι Τούρκοι πήγανε και τα πήρανε μέσα από το Νοσοκομείο».
     Αυτές οι δυο νοσοκόμες πήγανε στον Βαλή Εσάτ Πασά και του λέγανε κλαίγοντας: «Βαλή πασά, έλεος για τα μικρά παιδάκια». Ο Βαλής φάνηκε να συγκινήθηκε απ’ αυτήν την ξαφνική παρέμβαση των Αμερικανίδων αδελφών. Η μια από τις αδελφές, η Ελισάβετ γράφει: «Τον κύτταζα και για μεγάλη μου έκπληξη είδα δακρυσμένα τα μάτια του». Πήρε χαρτί και είπε στην Νοσοκόμο.
     ― Χανούμ εφέντη, αυτό που κάνω μπορεί να μου στοιχίση τη θέση μου, αν το μάθουνε. Νά η διαταγή μου που αναφέρεται αποκλειστικά στο άσυλό σας για τα παιδιά. Οφείλετε να το δείξετε στην αστυνομία.
     Η Νοσοκόμος πήρε το χαρτί και το εξέτασε με καυτό μάτι.
     ― Είναι αλήθεια; Είναι για όλα τα παιδιά μου;
     ― Ακριβώς κυρία.
     Βγήκαμε απ’ τη Νομαρχία κι αρχίσαμε να τρέχουμε. Ο δρόμος ήτανε μακρύς μέχρι τη Διεύθυνση της Αστυνομίας, η οποία βρισκότανε στην άλλη άκρη της πόλης. Επί τέλους φτάσαμε. Μόλις μας είδανε οι χωροφύλακες να πλησιάζουμε κλειδωθήκανε μέσα και τραβήξανε τον σύρτη.
     Η αδελφή Βερονίκη άρχισε να χτυπάη την πόρτα με τις γροθιές της.
     ― Ανοίχτε, έχω ένα γράμμα από τον Βαλή, κάνετε γρήγορα.
     Έπειτα από μερικά λεπτά, ανοίξανε. Η αδελφή Βερονίκη λαφιασμένη έδειξε το χαρτί. Είχαμε το φόβο ότι φτάσαμε πολύ αργά.
     Ο υποδιευθυντής της Αστυνομίας διάβασε το γράμμα του Βαλή και σήκωσε τους ώμους του.
     ― Καλά, είπε, μπορείτε να κρατήσετε κοντά σας τα παιδιά του Ασύλου σας, αν μπορέσετε να τα βρήτε, αλλά μόνο εκείνα που είναι κάτω από οχτώ ετών.
     Είχαμε παραλύσει.
     ― Κάτω από οχτώ ετών;
     Το πρόσωπο του αστυνομικού είχεν ένα διαβολικό μειδίαμα.
     ― Ναι, είναι καθαρά καθορισμένο, κάτω των οχτώ ετών. Δεν ξέρετε να διαβάσετε Τούρκικα; Μπορούσατε να είχατε μάθει κατά το διάστημα της παραμονής σας εδώ. Αλλά οι κυρίες δεν θελήσανε να δώσουνε σημασία. Αυτό που είναι γραμμένο εδώ επί τέλους, μπορεί να εξηγηθή κατά δύο τρόπους. Εγώ το εννοώ όπως σας είπα.
     Κι εχτύπησε το χέρι του στο χαρτί. Η Βερονίκη έσφιξε τα χέρια της με απελπισία. Μας γέλασεν ο Βαλής, μας γέλασε. Θεέ μου, τι να κάνω; Μικρέ μου Χάικ και Βασάν και Αρακές και Στεπάν, και και και.
     Πήρε το κεφάλι της στα δυο της χέρια.
     ― Ας τρέξωμε προς το μέρος που έχουνε ματζεμένα τα παιδιά.
     Βρεθήκαμε πάλι έξω μέσ’ στον ήλιο και τη σκόνη. Επειδή επρόκειτο για παιδιά και η ζέστη ήτανε πνιγηρή δεν κάνανε τον κόπο να τα πάρουνε όξω από την πόλη, όπως κάνανε για τους άντρες που τους λέγανε πως θα τους εξορίζανε. Όχι. Ήτανε απλώς στην πλατεία της αγοράς που η σφαγή γινότανε.
     Η πλατεία ήτανε περικλεισμένη από την αστυνομία. Αλλά το χαρτί του Βαλή Εσάτ Πασά μας άνοιξε το δρόμο. Τι θέαμα γύρω γύρω. Γυναίκες, άλλες λιγοθυμισμένες, άλλες τρελλές, τρέχανε και χτυπιόντουστε με τους χωροφυλάκους. Οι φωνές, οι ολολυγμοί, τα χτυπήματα και οι άγριες διαταγές. Από καιρό σε καιρό πιστολιές και πάνω απ’ όλα τα παρακάλια, οι φωνές των παιδιών, τα παράπονά τους, οι παρακλήσεις τους, το μαρτύριό τους.
     Και πώς να περιγράψω το σφαγείο, δεν μπορώ και δεν θέλω. Συγκρατώ μονάχα το όραμα των κυμάτων του αίματος, το οποίο πλημμύριζε το έδαφος κι ήτρεχε κατά μήκος των δρομίσκων. Όλος ο Τουρκικός πληθυσμός είχεν ανακατευτή βοηθώντας τους δημίους, για να πάρη μπαξίσι.
     Για τη σφαγή των παιδιών μεταχειριζόντουστε μαχαίρια και μπαλτάδες.
     Ένας νέος μπεξής ―φύλακας― που τον χρησιμοποιούσανε στο νοσοκομείο μας για να σπάζει ξύλα, έδειχνε τον μεγαλύτερο ζήλο. Από τα χέρια του τρέχανε αίματα. Εργαζότανε με το μαχαίρι και με το τσεκούρι σαν να μην έκανε τίποτε άλλο στη ζωή του από το να χωρίζη τα κεφάλια των παιδιών από τα κορμιά τους.
     Κύτταζε τα κεφάλια τους να κατρακυλάνε και τα έσπρωχνε για να κάνη σωρό σαν ήτανε λάχανα.
     Κατάλαβα πως θα τρελλαινόμουνα. Τα όρνια πετάγανε πια από πάνω σκίζοντας τον αγέρα με τους κρωγμούς των.
     Ένας Τούρκος που μας γνώριζε μας πλησίασε και μας είπε: Φύγετε γλήγορα, κινδυνεύετε μένοντας εδώ. Η παρουσία σας εξερεθίζει τον πληθυσμό.
     Πήρε το χαρτί από τα χέρια της αδελφής Βερονίκης και μας υποσχέθηκε ότι θα προσπαθήση να σώση τα παιδιά. Απομακρυνθήκαμε τέλος παίρνοντας μερικά μικρά παιδιά. Αλλά τα μεγάλα; Και όλα τ’ άλλα;
     ― Κύριε του Ελέους και των οικτιρμών, πώς μπορείς να βλέπης τέτοια εγκλήματα; Μήπως το βλέμμα σου δεν στρέφεται προς αυτή την τρομερή γη; Πώς να πιστέψωμε πως αυτά γίνονται με τη θέλησή σου; Πώς να πούμε ότι γίνηκε το θέλημά Σου;
     Η καρδιά μου έκαιε από εκδίκηση. Κατά το βράδυ μια Τουρκάλα μας έφερεν έξη μικρά παιδάκια. Τα είχε βάλει μέσα σε κοφίνια πάνω σε δυο γαϊδούρια και τα σκέπασε με λαχανικά και μ’ ένα σακκί. Είχανε όλα στο σβέρκο τους τραυματιστή βαθειά με χτυπήματα του μπαλτά. Η Τουρκάλα μου διηγήθηκεν ότι τα ξαπλώσανε το ένα πλάι στ’ άλλο απάνω σ’ ένα μεγάλο μπάγκο όπως τ’ αρνιά αλλά τα χτυπήματα δεν ήτανε βαθειά και ότι ζούσανε και τα έξη.
     Τα επέδεσα χωρίς να ξαίρω τι κάνανε τα χέρια μου. Το ένα πέθανε στα γόνατά μου. Είχε χάσει τόσο αίμα. Τα άλλα πέντε κοιμηθήκανε αμέσως, ένα ύπνο που έμοιαζε με θάνατο. Ω αυτά τα πέντε παιδάκια. Ήτανε ξαπλωμένα πλάι πλάι με το κεφάλι ανασηκωμένο από τους επιδέσμους που σκεπάζανε τους πέντε μικρούς σβέρκους. Και είναι περίεργο, όταν τα περιποιόμουνα ξέχασα τις εκατοντάδες των άλλων παιδιών που είχανε σφαχτή, χτες εκεί κάτω, μέσα στην Πόλη.
     Το μεγαλύτερο δεν ήτανε οχτώ ετών. Το γνώρισα αμέσως. Ήτανε ο μικρός ΝΟΥΜΠΑΡ του γιατρού.
     (Από το βιβλίο της Σουηδέζας Ναλμπαντιάν).

(από το βιβλίο: Ν. Kαρτσωνάκης-Nάκης, Θυμάμαι τη Σμύρνη, Tο Eλληνικό Bιβλίο, 1972)