Aπό τη ζωή της Σμύρνης
Καρτσωνάκης-Νάκης Νικόλαος
Εκτύπωση
Η ΛΕΣΧΗ. Ο πατέρας μου έφυγεν από τον καφενέ του αδελφού του Μπαρμπαντώνη και ήπιασε δουλειά στην αψηλή λέσχη των κυνηγών, που λεγότανε κτήμα Αλλιότι. Κατά το 1910 τη Λέσχη αυτή την αγόρασε ο Κίμων Πανταζόπουλος, ο οποίος με τον αδερφό του είχανε αλευρόμυλο στο Ντενιζλή. Καταγόντουστε από το Πήλιο και γενήκανε Ιταλοί υπήκοοι για να μπορέσουνε να εργαστούνε σ’ εκείνο το βάθος της Ανατολής που ήτανε μεγάλη σιτοπαραγωγική περιφέρεια. Όταν την αγόρασε πρόστεσε στο χτίριο της Λέσχης ακόμα ένα πάτωμα, τόκανε κατοικία του και το διακόσμησε με μεγάλη πολυτέλεια. Θυμάμαι την πρωτοχρονιά του 1911 που γενήκανε τα εγκαίνια της Λέσχης έπειτα από την προσθήκη. Είχανε ανάψη τα καλοριφέρ και μυρίζανε δυνατά οι φρέσκιες μπογιές. Εμένα με διορίσανε φωτιατζή, μου βάλανε μια κατακόκκινη στολή της φωτιάς, σύμβολο της ειδικότητάς μου και ένα κασκέτο με χρυσό γαλόνι τρία δάχτυλα φάρδος. Η δουλειά μου ήτανε να βάζω αναμμένα κάρβουνα στση λουλάδες των ναργκιλέδων των μελών της Λέσχης, γιατί εκείνα που ήβαζε ο πατέρας μου χωνεύανε.
     ― Μικρέ, φέρε μου φωτιά, μου φωνάζανε. Τα κάρβουνα τα είχα μέσα σ’ ένα μπρούτζινο μαγκαλάκι με αχιλιά και τάβαζα απάνω στο λουλά με μασιά.
     Επίσης ήκανα χουσμέτια ―θελήματα. Με στέλνανε τα μέλη στην πόστα ―ταχυδρομείο―, με στέλνανε να τους αγοράσω τσιγάρα, με στέλνανε να πάω στα σπίτια τους να τους φέρω το πανωφόρι τους ή το παρασόλι τους ή να πάω τίποτα ψώνια και μου δίνανε πάντα μπαξίσι κανένα δυο μεταλλήκια, γιά κανένα τεσσαράκι οι πιο κουβαρντάδες.
     Η λέσχη ―το κλουπ― είχε τρία πατώματα, χώρια η κατοικία του Πανταζόπουλου. Το ισόγειο είχε δυο στενόμακρες αίθουσες και τις χώριζε ένας μακρύς διάδρομος. Στη μια μαζευότανε μια ομάδα από μέλη που ήτανε όλοι φίλοι, καμιά εικοσαριά άτομα. Η άλλη αίθουσα ήτανε τα μπιλλιάρδα.
     Το μεγαλείτερο μέρος του δεύτερου πατώματος τόπιανε η σάλα της Λέσχης. Είχε τρία παράθυρα στο νοτιά και τρεις τζαμόπορτες προς τη θάλασσα. Ομπρός από τις τζαμόπορτες υπήρχε ένας ευρύχωρος εξώστης μαρμαρένιος κι η σκάλα του κατέβαινε στον κήπο, προς τη θάλασσα, στον οποίο ηκαθούντοστε τα μέλη τα καλοκαιριάτικα βράδυα και τα καλοκαιριάτικα πρωινά, γιατί είχε γύρω γύρω και από πάνω τέντες.
     Το εσωτερικό της σάλας ήτανε τετράγωνο, γύρω στους τοίχους υπήρχανε πέτσινοι καναπέδες. Δεξιά και αριστερά από την εσωτερική της είσοδο είχε δυο μεγάλους κατρέφτες. Στο κέντρο της σάλας ήτανε ένα μεγάλο μαρμαρένιο στρογγυλό τραπέζι κάτω από το πολύ ωραίο πολύφωτο. Πολλά άλλα μικρότερα μαρμαρένια τραπέζια ήτανε διασκορπισμένα σε κανονικές σειρές. Κάτω στο έδαφος κόκκινα χαλιά με μπλε διακόσμηση επίτηδες παραγγελμένα. Γύρω γύρω της σάλας σε αρκετό ύφος ήτανε ένας συνεχής εξώστης στον οποίον βρισκότανε το πιάνο κι ήπαιζε εκεί μουσική όταν δίνανε τους μεγάλους αποκρηάτικους χορούς. Σ’ αυτόν τον εξώστη καθούντοστε οι ηλικιωμένες κυρίες και τα παιδιά και κυττάζανε εκείνους που χορεύανε κάτω στη σάλα.
     Τα μέλη της Λέσχης ήτανε οι περισσότεροι εμπόροι και μερικοί γιατροί, ο Μπρουνέτης, ο Αναστασιάδης και άλλοι. Μερικοί Δικηγόροι ο Ευσταθόπουλος, ο ποιητής Μιχαλάκης Αργυρόπουλος. Ρωμηοί, Αρμεναίοι, Φράγκοι και μερικοί Τούρκοι παίζανε ήσυχα ντόμινο και φουμάρανε τους ναργκιλέδες τους με αξιοπρέπεια. Καθόντανε μοναχικός πάντα ένας Τούρκος με ξανθό γενάκι και διάβαζε όλο εγγλέζικα βιβλία. Λέγανε πως ήτανε Eγγλέζος και τούρκεψε. Γύρευε τι μηχανή της ιντέλιτζενς σέρβις ήτανε κι αυτός.
     Τα ούζα πηγαινοερχόντανε, οι μεζέδες άφθονοι και μια ατμόσφαιρα θαλπωρής ήτανε ξαπλωμένη μέσα στη σάλα.
     Υπήρχανε ακόμα δυο σάλες που παίζανε τάβλι και στο βάθος μια αίθουσα αναγνωστηρίου, μια μικρή βιβλιοθήκη κι ένα γραφείο.
     Στο απάνω πάτωμα ήτανε τρεις άλλες αίθουσες που παίζανε χαρτιά. Αλλά εκεί δεν αφίνανε να μπης. Στο διάδρομο ηκαθόντανε το γκαρσόνι ο Αλέκος κι είχε κι αυτός το ναργκιλέ του και φούμαρε. Μόλις χτύπαγε το κουδούνι πεταγότανε μέσα στις αίθουσες.
     Κάθε χρόνο τις απόκρηες δίνανε τέσσερις χορούς κι ακόμα έναν σαρακοστιανό. Στους χορούς αυτούς προσκαλάγανε κι άλλους Σμυρναίους που δεν ήτανε μέλη της Λέσχης. Ήτανε ωραίες κοινωνικές συγκεντρώσεις όπου οι πλούσιες Σμυρνιές δείχνανε την πολυτέλειά τους, φορώντας ακριβά φορέματα και πολύτιμα κοσμήματα. Η μεγάλη αίθουσα κοσμημένη με πούλουδα και στα παράθυρα είχανε κρεμασμένες σημαίες διαφόρων εθνών. Όταν ήτανε αραγμένα στο λιμάνι της Σμύρνης ξένα πολεμικά πλοία προσκαλούσανε τους αξιωματικούς των, οι οποίοι ηρχόντουστε με τη μεγάλη στολή τους και δίνανε μια ξεχωριστή λάμψη στους χορούς.
     Στο τέλος του χορού κατά την αυγή χορεύανε τον καλαματιανό κι ηχάλαγεν ο κόσμος από ενθουσιασμό. Κατόπιν ένας ρολογάς Φράγκος που τόνε λέγανε Αστλίκ που είχε το κατάστημά του κοντά στην είσοδο του Μεγάλου Μπεζεστενιού, ηκατέβαινε ματζί με άλλους νέους στην αίθουσα των μπιλλιάρδων που βρισκόντανε στο ισόγειο, ηπαίρνανε τις στέκες των μπιλλιάρδων, ανέβαινε στη μεγάλην αίθουσα του χορού, μπαίνανε αράδα κι ηκάνανε δήθεν γυμνάσια με τις στέκες για όπλα. Αυτουνού μάλιστα του Αστλίκ τα πόδια ήτανε παραμορφωμένα και πορπάταγε κουτσαίνοντας.
     Καμμιά φορά οι παρέες που συχνάζανε στο ισόγειο κάνανε μεσοβδόμαδα τις απόκρηες δικό τους γλέντι. Φέρνανε τα παιχνίδια ―τα όργανα― σαντούρι, βιολιά, μαντολίνα, κιθάρες και διασκεδάζανε. Μια φορά οι νοικοκυραίοι αυτοί το παρακάνανε. Βάλανε τον ζωγράφο Χρ. Συρράκο και τους ζωγράφισε με παστέλ ένα μεγάλο θυμωμένο πέος (από κάτι τέτοια δα ο μακαρίτης ήτανε μάνα) και το κολλήσανε στον τοίχο. Εκείνη τη φορά φέρανε και μερικές παστρικιές από τα πορνεία που ήτανε εκεί κοντά στο Γαλάζιο και τις πασπατεύανε. Αλλά επειδής την άλλη μέρα ηγίνηκε σούσουρο δεν ξανακάνανε τέτοιο γλέντι. Ο μπουφές στους χορούς ήτανε στημένος μέσα στο αναγνωστήριο κι είχε του κόσμου τους εκλεκτούς μεζέδες.

(από το βιβλίο: Ν. Kαρτσωνάκης-Nάκης, Θυμάμαι τη Σμύρνη, Tο Eλληνικό Bιβλίο, 1972)