O πατέρας
Καρτσωνάκης-Νάκης Νικόλαος
Εκτύπωση
Ο πατέρας μου ηγεννήθηκε στο χωριό Σκιλλούς της επαρχίας Πεδιάδας της Κρήτης το 1867. Σήμερα αυτό το χωριό το λένε Καλλονή κι απέχει ανατολικά από το Ηράκλειο 18 χιλιόμετρα. Στη Σμύρνη τον έφερε ο μεγαλύτερος αδελφός του ο Μπαρμπαντώνης που είχε ένα καφενείο στην προκυμαία, κοντά στο Κουμέρκι και το λέγανε «Νέα Ιερουσαλήμ». Φαίνεται πως ο πατέρας μου κοντά του έμαθε την τέχνη του μπουφετζή, του ταμπή, που λένε εδώ, κι ακόμας ο πατέρας μου δούλεψε σε καφενέ που βρισκότανε στην Τούρκικην αγορά, στου Αλή πασά το μεϊντάνι, γιατί ήξαιρε καλά τα τούρκικα. Σ’ αυτό το μεϊντάνι ―πλατεία― κρεμάγανε οι αρχές τους κατάδικους και πολλές φορές Χριστιανούς λιποτάχτες. Ήτανε καλός τεχνίτης στο ψήσιμο των καφέδων και στο συγύρισμα των ναργκιλέδων, γιατί ήτανε τέχνη τότες να ψήνης καφέδες σύμφωνα με τις ιδιοτροπίες των πελατών. Ο Γιάννης ο Kρητικός με το όνομα. Επίσης το σιάξιμο του λουλά του ναργκιλέ ήτανε μαστοριά.
     Ηφέρνανε κάθε τόσο στη Λέσχη των Κυνηγών όπου ο πατέρας μου ήτανε μπουφετζής, ένα μεγάλο σακκί φίνου Περσικού Τουμπεκιού, του οποίου τα φύλλα μυριστικά και αφράτα πρέπει να ήτανε το καθένα 60 εκατοστά. Τα φύλλα ήτανε όμορφα συγυρισμένα μέσα σε χοντρό βαμβακερό σακκί, το οποίο πάλι ήτανε μέσα σε άλλο από λινάτσα για προφύλαξη. Έπαιρνε ο πατέρας δυο τρία πλατειά φύλλα τουμπεκιού (καπνός ήτανε) τα τύλιγε με προσοχή και τάκοβε σε λουρίδες τεχνικά, άλλες στενώτερες κι άλλες φαρδύτερες ώσαμε ένα χοντρό δάχτυλο. Διατηρούσε το κομμένο τουμπεκί μέσα σ’ ένα συρτάρι κι άπλωνε απάνω του ένα βρεμμένο πανί για να κρατιέται φρέσκο και να μην ξεραίνεται. Όταν ήθελε να φτειάξη το λουλά του ναργκιλέ τοποθετούσε τις λεπτές λουρίδες του τουμπεκιού απάνω στο λουλά ανάλαφρα κι έπειτα τύλιγε το κεφάλι του λουλά με μια πλατειά λουρίδα τουμπεκιού σαν κολλάρο. Με ένα σύρμα σαν βελόνη πλεξίματος τρύπαγε το τουμπεκί για να ελευθερώσει τις τρύπες του λουλά και κατόπιν μπουσκιούρντιζε το τουμπεκί του λουλά ―το ράντιζε― με νερό που τόβαζε στο στόμα του. Kι απάνω στο τουμπεκί ήβαζε τα κάρβουνα.
     Έτσι κι εγώ ήμουνα υπάλληλος στο Κλουπ, ήπαιρνα 5 μετζήτια το μήνα κι ήβγαζα από τα μπαξίσια. Το πρωί και το απόγεμα ηπήγαινα σκολείο και το βράδυ 5 με 9,5 στη Λέσχη. Μετά τις δέκα το λοιπόν ήπρεπε να κάτσω να διαβάσω και να γράψω, έντεκα χρονών παιδάκι.

(από το βιβλίο: Ν. Kαρτσωνάκης-Nάκης, Θυμάμαι τη Σμύρνη, Tο Eλληνικό Bιβλίο, 1972)