Η Eρημιόλα
Καρτσωνάκης-Νάκης Νικόλαος
Εκτύπωση
Τις απόκρηες ήβγαινε στους λαϊκούς μαχαλάδες η ερημιόλα. Αυτή ήτανε ένας θίασος που τον αποτελούσανε κάτι αληταράδες από τα Μορτάκια ή κι από άλλους λαϊκούς μαχαλάδες. Ήτανε μασκαρεμένοι Αραπάδες. Μουτζουρώνανε τα μούτρα τους και τα χέρια τους με τη μαυρίλα του τσουκαλιού, βάζανε μιαν άσπρη πουκαμίσα και φέσι. Ήτανε δεμένοι ο ένας με τον άλλονε με σκοινί περασμένο γύρω από την κοιλιά τους. Είχανε κρεμασμένη στο λαιμό τους μια κουδούνα. Ο κορυφαίος κράταγε μια μεγάλη μαγκούρα στο χέρι του, η οποία είχε στην απάνω άκρη της μια ακόμη πιο μεγάλη κουδούνα. Χτυπούσε μ’ αυτή το έδαφος και ρύθμιζε το χορό τση Ερημιόλας. Ηστεκούντοστε ομπρός από τα μαγαζιά κι αρχίναγε να τραγουδάη ο κορυφαίος, ενώ οι άλλοι χοροπηδάγανε ρυθμικά.
 
     Κορυφαίος: ε, ε, ερημιόλα.
     Ο χορός: ε έιβαλλαχ (να δώση ο Θεός).
     Κορυφαίος: Παρά μαφίς (δεν έχομε παράδες).
     Ο χορός: έιβαλλαχ.
     Κορυφαίος: Παπούτς μαφίς.
     Ο χορός: έιβαλλαχ.
     Κορυφαίος: Παρά ιστέριμ (θέλω παράδες).
     Ο χορός: έιβαλλαχ.
     Κορυφαίος: κι εσύ φούρναρη έιβαλλαχ, εκμέκ ιστέριμ (ψωμί θέλω).
     Ο χορός: έιβαλλαχ.
     Κορυφαίος: Μπρος το χασάπικο: κι εσύ χασάπη έιβαλλαχ.
     Μπρος το μπακάλικο: κι εσύ μπακάλη έιβαλλαχ.
     Μπρος τα σπίτια: κι εσύ κοκώνα έιβαλλαχ. Pίξε παράδες έιβαλλαχ.
 
Οι γειτονιές απ’ όπου πέρναγε η Ερημιόλα ήτανε ανάστατες. Τα παιδιά γύρω τους φωνάζανε και χορεύανε. Όταν πια νύχτωνε πήγαινεν ο θίασος τση ερημιόλας σε καμμιά ταβέρνα, πίνανε ό,τι βγάλανε και ηγινούντοστε ούλοι στραβοί στο μεθύσι.
     Οι Χριστιανοί τση Σμύρνης είχανε αναμετάξυ τους μιαν αλληλεγγύη σαν τση Οβραίοι. Κάθε σοκκάκι από ντουρσέκι σε ντουρσέκι είχε δική του κοινωνική ζωή. Άμα κάποια οικογένεια δυστυχούσε κι ήχανε τον προστάτη τση ούλοι οι γείτονοι τήνε συντρέχανε. Άμα ηαρρώσταινε κανένας ούλοι είχανε το νου τους. Ένας θάνατος ήτανε ένα δυστύχημα για όλη τη γειτονιά. Ούλοι τρέχανε απ’ οδώ και από κει κι ο θρήνος ήτανε γενικός. Και το διάστημα του πρώτου παγκόσμιου πολέμου κανένας φτωχός δεν πέθανε από την πείνα. Ο ένας Χριστιανός ηβοηθούσε τον άλλονε όσο μπόραγε. Μια φορά θυμάμαι, θάτανε το 1906, ξεμπαρκάρανε στη Σμύρνη Ρώσσοι προσκυνητές που ερχόντουστε από τον Άη Τάφο, σε άθλια κατάσταση. Τι τους συνέβηκε ακριβώς δε θυμάμαι. Ίσως τους ληστέψανε στο γυρισμό τους από την Ιερουσαλήμ ληστές Τούρκοι γιά αράπηδες.
     Τότες η Σμύρνη ολόκληρη ηξεσηκώθηκε. Τους βάλανε μέσα στις εκκλησιές και στα σκολειά, διοργανώσανε συσσίτια, ματζέψανε ρούχα και χρήματα και οι Σμυρνιοί κάνανε σαν λωλοί για να τση περιποιηθούνε. Ύστερα ήρθανε ρούσικα καράβια και τους πήρανε.
     Οι Χριστιανοί της Ανατολής είχανε εκείνο που θα μπορούσε να το πη κανείς το αληθινό στοιχείο του πολιτισμού: την συμπόνια για τους άλλους. Ήτανε και οι Τούρκοι σπλαχνικοί και ελεήμονες αλλά μόλις τους ήπιανε η λύσσα του θρησκευτικού φανατισμού ηγινούντοστε θηρία ανήμερα.
     Τα λαϊκά σπίτια της Σμύρνης ήτανε χτισμένα χωρίς σκέδιο, από καλφάδες που κρατάγανε προαιώνια την τέχνη του χτίστη από πατέρα σε γυιο. Πολλοί απ’ αυτούς ήτανε νησιώτες Αξιώτες, Παριανοί και Μυτιληνιοί. Όλα τα σπίτια σχεδόν είχανε μικρό κήπο στο βάθος, γιατί τα παλαιότερα χρόνια οι Χριστιανοί δεν κυκλοφορούσανε τα βράδυα πολύ, κι έτσι παίρνανε τον αγέρα τους στους μικρούς κήπους των σπιτιών τους που τους λέγανε αυλές. Μ’ αυτόν τον τρόπο ένα οικοδομικό τετράγωνο είχε στη μέση του τους μικρούς κήπους των σπιτιών που το αποτελούσανε. Οι κήποι αυτοί είχανε και δέντρα, συκιές, λεμονιές, κλήματα. Δεν λείπανε τα αγιοκλήματα που το καλοκαίρι ησκορπίζανε τη μεθυστική μυρωδιά τους. Όλες οι γυναίκες είχανε στα σπίτια τους γλάστρες που τις τοποθετούσανε στο χαγιάτι. Απαραίτητοι ήτανε οι φύκοι, λάστιχα τα λέγανε. Άσε πια τι γινότανε με τα γαρούφαλα και τα τριαντάφυλλα. Πολλά παλαιά σπίτια κοντά στα Ταμπάχανα είχανε αρκετά μεγάλους κήπους και αυλές στρωμένες με χοχλαδάκια άσπρα και μαύρα, τα οποία σχηματίζανε διάφορα διακοσμητικά σχέδια.
     Αλλά το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό κάθε Σμυρνέικου σπιτιού ήτανε ο δώμας ή η ταράτσα. Ένα δωμάτιο στα μέσα, στο δεύτερο πάτωμα, αντί για κεραμίδια είχε μιαν επίπεδη στέγη ξυλένια στρωμένη με τσίγκο ―φύλλα λεπτής αλαμαρίνας― κολλημένα το ένα φύλλο με το άλλο με καλάι για να μη στάζη ο δώμας τα νερά τση βροχής μέσα στο δωμάτιο.
     Ο δώμας είχε γύρω του μπαρμακλήκια, ξυλένια κάγκελα και στις τέσσερις γωνιές του δοκάρια ώς τρία μέτρα αψηλά για να δέσουνε σκοινιά και να κρεμάνε τη μπουγάδα. Ανέβαινες στο δώμα με πλατειά ξυλένια σκάλα.
     Πολλοί ηστρώνανε στρώματα στο δώμα τα καλοκαίρια κι ηκοιμούντοστε κάτω απ’ τ’ αστέρια ότι η ζέστη μέσα στση κάμαρες ήτανε ανυπόφερτη. Τα παιδιά αμολάρανε τα τσερκένια, τους αετούς, από τα δώματα κι αυτά τα περιγράφει ο Κοσμάς Πολίτης πάρα πολύ ωραία στο βιβλίο του Στου Χατζηφράγκου.

(από το βιβλίο: Ν. Kαρτσωνάκης-Nάκης, Θυμάμαι τη Σμύρνη, Tο Eλληνικό Bιβλίο, 1972)