Kαλοκαιριάτικες αποσπερίδες
Καρτσωνάκης-Νάκης Νικόλαος
Εκτύπωση
Άμα ηκαλοσύνευεν ο καιρός κι ηπέρναγεν πια ο χειμώνας οι γυναίκες των λαϊκών μαχαλάδων ηβγαίνανε το απογεματάκι και σουλαντίζανε ―καταβρέχανε― το δρόμο με το σουλαντιστήρι ―ποτιστήρι― για να δροσιστή λιγάκι ο ντουσεμές ―το λιθόστρωτο. Όταν μάλιστα ηάρχιζε να φυσάη κι ο μπάτης, τότες ηματζευούντοστε παρέες παρέες οι γειτόνισσες μπρος τση πόρτες των σπιτιών, καθίζανε στση μπαγκέττες τους ―ξυλένια σκαμνάκια― ηφέρνανε και το σπιρτολόγο τους ―το καμινέτο― και ηψήνανε καφέ. Η νενέ μου όταν ηκαβούρντιζε καφέ, ήρριχνε και λίγο κριθάρι μέσα. Πίνανε ούλες από ένα κουπάκι καφέ, ρίχνανε μετά λίγο ζεστό νερό στο φλυτζάνι για να πιούνε και το ντελβέ, το κατακάθι του καφέ, και σε κάθε γουλιά που ηπίνανε οι γρηγιές αναστενάζανε εκ βαθέων, βγάζανε από μέσα τους ένα βαθύ αααχ. Ηπέρναγε και κανένας κι ηπούλαγε λιμπινάρια ―λούπινα αλατισμένα ή σπόροι―, πασατέμπο ―κι όσες είχανε τα μέσα ηαγοράζανε ένα μεταλλίκι σπόροι. Αφ’ ού ευχαριστιούντοστε με τον καφέ ηαρχίζανε τότες το κουσέλι ―το κουτσομπολιό. Τι ήκανε η μια, τι ήκανε η άλλη, τι θα κάνη η μια, τι θα κάνη η άλλη, ούλα τα ξαίρανε, τίποτα δεν τους ξέφευγε. Το ψι-ψι ηγινούντανε ψείρα και τρέχα πια να βρης το δίκιο σου. Οχτώ η ώρα το βράδυ ηχτυπάγανε οι καμπάνες των εκκλησιών για να ειδοποιήσουνε τση Χριστιανοί πως ήτανε καιρός να συμματζευτούνε στα σπίτια τους. Οι άντροι ηρχούντοστε απ’ τη δουλειά τους, μπαίνανε σε καμμιά ταβέρνα, ηκατεβάζανε μερικά ούζα, άλλοι και περισσότερα και ηγυρίζανε στα σπίτια τους μισοζαλισμένοι κι όλας.

(από το βιβλίο: Ν. Kαρτσωνάκης-Nάκης, Θυμάμαι τη Σμύρνη, Tο Eλληνικό Bιβλίο, 1972)