Kυριακή πρωί
Καρτσωνάκης-Νάκης Νικόλαος
Εκτύπωση
Στση Κυριακές, όταν αποψάλνανε οι εκκλησιές ηπηγαίνανε οι Σμυρνιοί στση μεγάλοι καφενέδες της Προκυμαίας και στις Λέσχες. Η προκυμαία ήτανε γυρισμένη προς τη Δύση κι έτσι μέχρι τη μια το μεσημέρι δεν την έπιανεν ο ήλιος. Οι καφενέδες γιομίζανε από κόσμο. Η «Αλάμπρα», το «Σπόρτιν», το «Καφέ ντε Παρί», του Ποσειδώνα, οι δυο λέσχες των Κυνηγών, του Κλωναρίδη, του Κραίμερ και άλλοι παρακάτω. Σε μερικούς παίζανε τα παιχνίδια ―μικρές ορχήστρες και μαντολινάτες. Οι παρέες ηπίνανε τα ούζα τους με το καραφάκι, το ένα ηάδειαζε το άλλο ηρχούντανε. Επίσης σερβίρανε μπύρες εγχώριες και ευρωπαϊκές. Όσο για τση μεζέδες, αυτοί ήτανε λογιών λογιών, θαλασσινά, τζιγεράκια, ζαμπόνια χοιρινά, πολλοί και χορταστικοί. Οι νεαροί που δεν επιτρεπόντανε να καθίσουνε στα καφενεία, σεργιανούσανε στην Προκυμαία παρέες παρέες, ηπηγαίνανε μέχρι τη Μπελαβίτσα και γυρίζανε πάλι πίσω όταν ηβαριούντοστε κι ηφεύγανε πια.
     Καρσί από τα βαποράκια ήτανε ένας φούρνος που ήβγανε τση καλλίτεροι λουκουμάδες και τα κατημέρια· είχε ένα πατάρι απάνω, ηπήγαινε ο κόσμος ήτρωγε κι ήφευγε.
     Όταν άρχιζε το καλοκαίρι, κατά το βραδάκι μόλις ήγερνε ο ήλιος, πολύς κόσμος ηκατέβαινε στην Προκυμαία, το Και, για να σεργιανίση και για να δη το μοναδικό θέαμα της Δύσης του ήλιου στη θάλασσα και να δροσιστή. Οι καφενέδες γιομίζανε σιγά σιγά, ηανάβανε τα φώσια, παίζανε οι μουσικές. Οι τελάληδοι ομπρός από τση κινηματογράφοι ηφωνάζανε ελληνικά και τούρκικα: «Μπούγιουρουμ ― γενή προγκράμ, γενή κορδέλλα βαρ». (Περάστε, έχει καινούργιο πρόγραμμα, νέες ταινίες).
     Πολλές φορές τα βράδυα ήβλεπες τον ποιητή τον Σύλβιο να ξεπροβάλλη από το δρόμο του Ιταλικού σκολειού για να καθίση με την παρέα του στο «Καφέ ντε Παρί». Είχε στην αγκαλιά του ένα μεγάλο μάτσο τριαντάφυλλα πότε κόκκινα και πότε κάτασπρα, πότε κίτρινα. Αυτό φαίνεται το απαιτούσε η εθιμοτυπία της ποίησης. Ο Μπελεντιές ―η δημαρχία― ήστελνε από νωρίς ένα βυτίο με νερό και ησουλάντιζε ―κατάβρεχε το Και. Εκείνη την ώρα από τη Μπελαβίτσα ίσαμε την πόστα δεν επιτρεπότανε να κυκλοφορούνε οι καρότσες για να σουλατσάρη ο κόσμος ελεύθερα.
     Πολλές φορές ήβλεπες να κατεβαίνη στο Και για να περπατήση ο Επίσκοπος Ξανθουπόλεως Αμβρόσιος, με μερικούς παπάδες για συντροφιά. Ο Αμβρόσιος ήτανε τοποτηρητής του Μητροπολίτη Χρυσόστομου, τον οποίον είχανε κάνει σιργούνι ―εξορία― οι Τούρκοι στην Πόλη κατά το διάστημα του Πολέμου.
     Ο κόσμος όταν ήβλεπε τον Δεσπότη του να σεργιανάη παραμέριζε με σεβασμό και τόνε χαιρέταγε. Kι αυτός δόστου ευλογούσε δεξιά κι αριστερά τση Χριστιανοί. Ώς κι οι πολίτσιες άμα τον εβλέπανε τον χαιρετάγανε στην προσοχή. Αυτός ο επίσκοπος ήτανε ωραίος άντρας με ωραία μάτια, στητός και ήρεμος και ηφερνούντανε στση Τούρκοι με μεγάλη πολιτικότητα, ενώ ο Χρυσόστομος ήτανε λιγάκι προκλητικός.
     Ο Αμβρόσιος ήτανε ταπεινής καταγωγής. Γεννήθηκε στση Τσικουδιάς το χάνι κι ο πατέρας του ήτανε μανάβης. Ήβλεπες τση Κυριακές στην Άγια Φωτεινή τον επίσκοπο Αμβρόσιο να στέκεται στο θρόνο του με την πατερίτσα στο χέρι και κοντά στο θρόνο του να στέκεται ο γέροντας πατέρας του, ο οποίος φορούσε βράκες, να παρακολουθάη τη λειτουργία κι ήλεγες τι μακαρισμένος πατέρας ήτανε να βλέπη το παιδί του απάνω στο θρόνο του.
     Αυτόν τον επίσκοπο που έγινε κατόπιν Μητροπολίτης Μοσχονησίων τον πιάσανε οι Τούρκοι τον καιρό της καταστροφής και τόνε θάψανε ζωντανό.

(από το βιβλίο: Ν. Kαρτσωνάκης-Nάκης, Θυμάμαι τη Σμύρνη, Tο Eλληνικό Bιβλίο, 1972)