Ο Κόπανος
Καρτσωνάκης-Νάκης Νικόλαος
Εκτύπωση
Όταν ανακηρύχτηκε το σύνταγμα στην Τουρκία το 1908, επιτράπηκεν η ελευθεροτυπία. Τότες ο Μυτιληνιός δημοσιογράφος Γ. Αναστασιάδης ήβγαλε στη Σμύρνη ένα βδομαδιάτικο σατυρικό περιοδικό με το όνομα ο «ΚΟΠΑΝΟΣ».
     Το περιοδικό αυτό είχε μεγάλην επιτυχία, γιατί είχεν έξυπνο περιεχόμενο και το περιμένανε να κυκλοφορήση οι Σμυρνιοί την Κυριακή το πρωί.
     Τις γελοιογραφίες του τις καρικατούρες τις σχεδίαζε ο ζωγράφος Χρήστος Συρράκος με το ψευδώνυμο Γερλήσιος. Αυτά τα σκίτσα είχανε πολύ λαϊκό χαρακτήρα. Ο ίδιος ο ζωγράφος ήγραφε και μικρές σμυρνέικες ηθογραφίες, γραμμένες με τη σμυρναϊκή διάλεκτο. Ήτανε τόσο επιτυχημένες, είχανε τόσο λαϊκό χρώμα και χιούμορ που νόμιζες ότι ο Συρράκος ηγεννήθηκε κι ανατράφηκε μέσα στση Τσικουδιάς το χάνι.
     Έπειτα ο Συρράκος ητσακώθηκε με τον Αναστασιάδη κι ηπήγε κι έβγαλε ένα άλλο σατυρικό περιοδικό, που το ονόμασε Κόσμος. Τόβγαλε με τον εκδότη Νικολαΐδη. Αλλ’ απ’ αυτό έλειπε το σπινθηροβόλο πνεύμα του Αναστασιάδη και το περιοδικό δεν ήπιασε.
     Όταν ήφυγε ο Συρράκος τα σκίτσα του Κόπανου τα έκανε ο ζωγράφος Ιθακήσιος.
     Ο Συρράκος ήτανε ένας χαρακτηριστικός Σμυρναϊκός τύπος. Ηκαθούντανε στο Φασουλά καρσί από το Μεγάλο Καρακόλι ―αστυνομικό σταθμό― στο δεύτερο πάτωμα ενός σπιτιού, του οποίου το πρώτο ήτανε μαγαζιά διάφορα. Το σπίτι αυτό είχε ανοιχτό μπαλκόνι στο οποίον είχεν ο Συρράκος δεμένη μια μαϊμού, η οποία έκανε μαϊτάπια ―καραγκιοζλήκια να πούμε― κι ο κόσμος από κάτω ηκαθούντανε κι ήκανε σεΐρι ―χάζευε.
     Ο Συρράκος που φόραγε κορσέ και μπερρούκα γιατί ήτανε φαλακρός, ήφτιαχνε τση Ζαμφούδες οι οποίες ήτανε μικρές γύψινες προτομές της ποιήτριας Σαπφούς ―Ζαμφώ τη λέγανε στη Σμύρνη. Στο βάθρο τους ήτανε γραμμένο το όνομα της Σαμφώ. Ο Συρράκος πέθανε στην Αθήνα το 1945.
     Μετά την ανακωχή του 1918 ξαναβγήκε ο Κόπανος. Τότες με πήρε ο Αναστασιάδης να κάνω τα σκίτσα του περιοδικού. Αυτός μούδινε τα θέματα κι εγώ ήκανα τση γελοιογραφίες. Στον Κόπανο, εργάστηκα μέχρι το 1920, ώς που πήγα στρατιώτης.
     Έτσι, αναγνώστη, η ζωή στη Σμύρνη, τη φτωχομάννα, μέχρι τον Πόλεμο ηπέρναγεν αμέριμνη. Ηστεναχωριόσουνα, δεν είχες τίποτα να κάνης, ηκατέβαινες στο Και, ήπαιρνες το βαποράκι κι ηπήγαινες στο Κορδελλιό, ηκαθούσανε σ’ έναν καφενέ κοντά στη θάλασσα, κατέβαζες κανένα καραφάκι ούζο με θαλασσινό μεζέ κι ήπαιρνες τον αγέρα σου. Ηπέρναγε η ώρα σου και γύριζες στη Σμύρνη φρέσκος και αστεναχώρητος. Πάλι είχες όρεξη, ηνοίκιαζες μια καρρότσα, σε πήγαινε στα Χιώτικα ―στο Ντεμίρ γιολού― που από το βραδάκι ίσαμε την αυγή ήτανε σαν πανηγύρι. Ηδιάλεγες όποια σου γουστάριζεν, ήκανες το κέφι σου και γύριζες πίσω ξαλαφρωμένος. Λίγο παραδάκι να οικονομούσες ύπαρχε βόλεψη για ούλα, τα πάντα.

(από το βιβλίο: Ν. Kαρτσωνάκης-Nάκης, Θυμάμαι τη Σμύρνη, Tο Eλληνικό Bιβλίο, 1972)