O Mεγάλος Πόλεμος
Καρτσωνάκης-Νάκης Νικόλαος
Εκτύπωση
Μέσα στον πόλεμο 1914-18 ηβρέθηκα χωρίς πόρους ματζί με τη νενέ μου. Οι γονηοί μου φύγανε απ’ τη Σμύρνη πριν κλείση το λιμάνι τση ο αποκλεισμός, και ήρθανε στον Περαία ματζί με τα δυο άλλα δίδυμα αδέρφια μου. Υποφέραμε τα πάνδεινα, πολλές φορές ηπήγαινα σκολειό νηστικός, στην Ευαγγελική, που φοίταγα τότες. Εμένα με πάψανε από την μεγάλη θέση του φωτιατζή τον Φλεβάρη του 1915. Πείνα, δυστυχία, τρόμος. Πώς τη γλύταρα κι εγώ δεν ξαίρω.
     Μια φορά την άνοιξη του 1916 ήμαστε μαθητές της Β΄ Γυμνασίου κι ακούσαμε την ώρα του πρωινού μαθήματος πολλές κανονιές. Πεταχτήκαμε ούλοι στα μεσημβρινά παράθυρα της τάξης μας, απ’ όπου φαινότανε το βουνό ο Πάγος και απ’ όπου πέφτανε τα κανόνια. Γινότανε αερομαχία ―ένα Γερμανικό καταδιωκτικό έρριξε ένα εγγλέζικο αεροπλάνο το οποίο έπεσε στον Παραδείσο. Την άλλη ημέρα ηγίνηκε η κηδεία του εγγλέζου αεροπόρου με τιμές. Πέρασεν από την Προκυμαία η νεκροφόρα του με τέσσερα αλόγατα κατάφορτη από στεφάνια, το φέρετρο ήτανε σκεπασμένο με μιαν εγγλέζικη σημαία και πίσω από την νεκροφόρα ακολουθούσε σε μιαν ανοιχτή καρρότσα σαν τεθλιμμένος συγγενής, ο γερμανός αεροπόρος που κατέρριψε τον εγγλέζο. Ηκαθούντανε με το ένα πόδι απάνω στ’ άλλο με το μπαστουνάκι του στο χέρι και το μονόκλ στο μάτι. Λεγότανε Μπούντεκε. Μόνο δεν θυμάμαι αν φόραγε και πένθος στο μανίκι του. Αυτό θα πη ιπποτισμός και μάλιστα Γερμανικός.

(από το βιβλίο: Ν. Kαρτσωνάκης-Nάκης, Θυμάμαι τη Σμύρνη, Tο Eλληνικό Bιβλίο, 1972)