|
Θεατρική κίνηση
| Καρτσωνάκης-Νάκης Νικόλαος |
|
Μέσα στη φωτιά του πολέμου, οι ποιητές Σύλβιος και Καρακάσης είχανε οργανώσει έναν θίασο με επί κεφαλής τον μονόφθαλμο θιασάρχη Ζαχαρία Μέρτικα, που είχε σαν πρωταγωνίστρια την κόρη του Έλλη. Ο θίασος έδινε παραστάσεις στο θέατρο «Πατέ» το χειμωνιάτικο και το καλοκαιρινό, ακόμα και στο θέατρο Σμύρνης. Τότες ηπρωτοπαίχτηκε η κοσμοαγάπητη οπερέττα του Κάλμαν, «η Τζάρντας φύρστιν». Ακολούθησε «το Ρόδο της Σταμπούλ» και άλλες οπερέττες. Στο τέλος ο Σύλβιος κι ο Καρακάσης κάνανε δικές τους επιθεωρήσεις. Έκανε μια επιθεώρηση που παίχτηκε στο θέατρο του Σπόρτιν ο Ν. Κυριακίδης, ο δημοσιογράφος που σκοτώθηκε την πρώτη μέρα της Κατοχής. Τότες ηξεπετάχτηκε στο παλκοσένικο και ηλώλανε τον κόσμο η νεαρή Ζαχάρω Ντερτλή, από το Νταμπάχανα, η Ζαζά Μπριλάντη. Είχε ένα διαολεμένο μπρίο που χάλαγε τον κόσμο. Ακόμα τότες πρωτοβγήκε στη σκηνή ο κωμικός Στυλιανόπουλος και ο βαρύτονος Τζινιόλης που ήτανε υδραυλικός. Επίσης από τη γειτονιά μας βγήκε ένας νέος κωμικός που λεγότανε Ζαφειρόπουλος, πέθανε όμως νέος από τύφο. Τότε θυμάμαι παίζανε την περίφημη οπερέττα «Λεμπλεμπιτζή Χορ-Χορ Αγά». Την είχε γράψει ένας Αρμένης μουσικοσυνθέτης, κι η μουσική τση ήτανε γλυκειά, παρμένη από αρμένικα λαϊκά μοτίβα. Η οπερέττα γράφτηκε Τούρκικα, παίχτηκε στα Ελληνικά, αλλά τα τραγούδια της τα τραγουδάγανε οι ηθοποιοί Tούρκικα.
Η πρωταγωνίστρια του θιάσου Έλλη Μέρτικα ήπαθε καλπάζουσα φυματίωση κι ηπέθανε. Κόσμος πολύς συνώδεψε το λείψανο στο Νεκροταφείο, που ήτανε μακρυά, στην Πούντα. Την είχανε ντυμένη νυφούλα και τα μαλλιά της ξέπλεκα ηκρεμούντοστε από το φέρετρο. Ο Μουσουργός Μιλανάκης ηπήγε με το κόρο του και την ώρα που τήνε κατεβάζανε στον ανοιχτό λάκκο, τση ψάλλανε το τραγούδι από τη «Tζάρντας», που αυτή πρωτοτραγούδησε και το οποίο ήλεγε:
Μικρούλα, μικρούλα, μικρούλα του Σαντάν.
Τότες ο πατέρας τση ο Ζαχαρίας Μέρτικας διάκοψε το κόρο κι ήβγαλε μιαν αγριοφωνάρα: «Αμαάν δεν νταγιαντάω πια» (δεν αντέχω πια). Αφήστε με να σκοτωθώ (δεν τον βάσταγε κανένας) και τράβηξε με επιδεικτική χειρονομία από την τσέπη του μια πιστόλα. Ούλος ο κόσμος ήπεσε απάνω του και του φώναζε: «Μην το κάνεις». Τρέξανε και οι πολίτσιες να του πάρουν τη μπιστόλα, αλλ’ αυτή ήτανε του θεάτρου, άδεια και σκουριασμένη. Την είχε φέρει ματζί του για την περίσταση. Αυτήν την εποχή του πολέμου ηγνώρισα τον φιλόλογο Χατζή Κωστή Νικ. που ηκαθούντανε στον Μπουρνόβα σε μια ιδιόκτητη οικογενειακή του βίλλα με μεγάλον εγκαταλειμένο κήπο κι ήλεγεν ο ίδιος πως σ’ αυτήν τη βίλλα ηκάνανε τραπέζι και χορό στον Βασιληά Όθωνα, όταν αυτός επισκέφτηκε τη Σμύρνη. Όταν γίνηκε η προσφυγιά ήρθε ο Χατζή Κωστής στη Σχολή των Καλών Τεχνών και με βρήκε. Ήρθε και στο σπίτι μας, στον Περαία. Κατόπιν ηπήγε στο Τριέστι που είχε φαίνεται συγγενείς, αλλά πέθανε στο γυρισμό μέσα στο βαπόρι.
|
|
(από το βιβλίο: Ν. Kαρτσωνάκης-Nάκης, Θυμάμαι τη Σμύρνη, Tο Eλληνικό Bιβλίο, 1972)
|
|