Ο Ζεϊμπέκ
Καρτσωνάκης-Νάκης Νικόλαος
Εκτύπωση
Θάτανε η άνοιξη του 1918 όταν πια φαινότανε πως θα τελείωνε ο πόλεμος και με φώναξε στη βιβλιοθήκη της Ευαγγελικής Σχολής, ο διευθυντής της Πολύβιος Αργυρόπουλος, καθηγητής των Γαλλικών και των Λατινικών. Εκεί ήτανε και κάποιος Τούρκος στρατιώτης που μου τον σύστησεν ο Αργυρόπουλος. Αυτόν τον καλέσανε οι Τούρκοι για να τους διοργανώση τη βιβλιοθήκη τους.
     Μου λέει λοιπόν ο Αργυρόπουλος: «Ο στρατιώτης από δω θέλει να βγάλη ένα σατυρικό περιοδικό και θέλει να του κάνης τις γελοιογραφίες, αλλά για την ώρα δεν έχει να σε πλερώνη. Άμα πιάση το περιοδικό τότε θα τα πάρης και με το παραπάνω». Επειδή εγώ ηγνώριζα ότι πολλοί τον πλούτον εμίσησαν αλλά την δόξαν ουδείς, δέχτηκα.
     Το περιοδικό θα ονομαζόταν Ζεϊμπέκ και θα ήτανε σαν τον Κόπανο του Αναστασιάδη. Μου ζήτησεν λοιπόν ο στρατιώτης να κάνω μιαν αφίσα που να ρεκλαμάρη την έκδοση του περιοδικού, η οποία να δείχνη ένα ζεϊμπέκ ―Τούρκο χωριάτη― να στρίβη το μουστάκι του.
     Έκανα λοιπόν το σκίτσο της αφίσας και το πήγα στα γραφεία του περιοδικού που ήτανε κοντά στο Kονάκι. Το είδε ο διευθυντής και άλλοι Τούρκοι διανοούμενοι και μου είπανε: «Μα αυτός είναι αρβανίτης, και όχι Ζεϊμπέκ». Τότες μου είπανε ότι θα πάρουνε μια άδεια από τον διευθυντή των φυλακών να μ’ αφίση να σκιτσάρω από το φυσικό ένα ζεϊμπέκι, από τση φυλακισμένοι.
     Οι φυλακισμένοι ζεϊμπέκοι δεχτήκανε να ποζάρουνε κι ήκανα διάφορα σκίτσα από τους κατάδικους που ήτανε πολύ προσηνείς σε μένα. Πίνανε τον καφέ τους καθισμένοι κατά γης σταυροπόδι και κάνανε γούστο με τα σκίτσα μου. Γύρευε τι εγκλήματα είχανε κάνει αυτοί οι άντρακλοι ―αγρίμια των βουνών και των δρυμών της Ανατολής― και τους είχανε μέσα στη Χάψη ―τη φυλακή.
     Έκανα τότες με βάση τα σκίτσα μου της φυλακής, έναν όρθιο Ζεϊμπέκο να στρίβη το μουστάκι του, τόνε λιθογράφησα και τοιχοκολλήθηκε η αφίσα σ’ όλη την Τούρκικη Σμύρνη, αγγέλλοντας την έκδοση του περιοδικού. Είχε και την υπογραφή μου Τούρκικα.
     Από τότες και μέχρι την Ελληνική κατοχή ήκανα τα σκίτσα στο Τούρκικο περιοδικό χωρίς να εισπράξω ούτε ένα μεταλλίκι.

(από το βιβλίο: Ν. Kαρτσωνάκης-Nάκης, Θυμάμαι τη Σμύρνη, Tο Eλληνικό Bιβλίο, 1972)