|
Η απόβαση στη Σμύρνη
| Καρτσωνάκης-Νάκης Νικόλαος |
|
Έκανε ο Θεός να τελειώση ο πόλεμος, δεν βάσταξε πολύ η χαρά μας, το όλον εφτά μήνες. Στις 2 του Μάη ημέρα Πέμπτη του 1919, ημέρα αποφράδα για τον Ελληνισμό της Τουρκίας και για όλους τους άλλους Χριστιανούς της, έγινε η απόβαση του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη μέσα σε απερίγραπτη χαρά των Ελλήνων της Σμύρνης που ούτε μπορούσανε να φανταστούνε τι τους περίμενε μετά τρία χρόνια. Όλοι οι άλλοι της Σμύρνης ήτανε εναντίον μας: Φράγκοι, Τούρκοι, Εβραίοι και ευχόντουστε την καταστροφή μας που έγινε με τον πιο άγριο και τρομερό τρόπο.
Το πρωί της 2 Μαΐου ώρα 9.5΄ αρχίσανε να αποβιβάζονται από τα καράβια τμήματα του Ελληνικού Στρατού στην προβλήτα της Πούντας και στο Κουμερκάκι. Από βραδύς μαθεύτηκε πως ο Ελληνικός Στρατός θάμπαινε στη Σμύρνη και όλος ο Ελληνικός πληθυσμός ήτανε ξεσηκωμένος. Οι Φράγκοι κι οι Οβραίοι είχανε κλειστή στα σπίτια τους. Εγώ πρωί-πρωί κατέβηκα στην προκυμαία και τράβηξα για το Κονάκι ―το Διοικητήριο― πέρασα την Πλατεία του, πήγα προς το Μπαχρή Μπαμπά όπου είδα τους λόφους που ήτανε στις παρυφές του Πάγου, πίσω από το Πανεπιστήμιο, νάναι γιομάτοι από Τούρκους πολίτες που κρατάγανε μαύρες σημαίες κι ήτανε πάνοπλοι. Γύρισα πίσω και παρακολούθησα τον στρατό που αποβιβαζότανε. Ο λαός παρακολουθούσε με έξαλλον ενθουσιασμό. Οι λόχοι συντάχτηκαν και τραβήξανε να καταλάβουνε τους στρατώνες. Ο λαός παρακολουθούσε στην προκυμαία το Στρατό δεξιά και ζερβά του ματζί κι εγώ πήγαινα. Μόλις τα πρώτα τμήματα του Στρατού φτάσανε στην πλατεία του Κονακιού, οι Τούρκοι από τα παράθυρα του Στρατώνα αρχίσανε να πυροβολάνε το Στρατό. Σύγχρονα από τις βάρκες του λιμανιού ρίχνανε εναντίον του και οι Τουρκοκρητικοί βαρκάρηδες. Kι ακόμα από τα ξενοδοχεία της προκυμαίας κρυμμένοι Τούρκοι πυροβολάγανε κι αυτοί.
Τότες αξιωματικοί και στρατιώτες φωνάξανε «πίσω πολίτες» κι ετοιμαστήκανε ν’ αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Εγώ μαζί με τους άλλους τραβήχτηκα κι έχασα το καπέλλο μου μάλιστα. Κατά το μεσημέρι έπιασε μια ραγδαιοτάτη βροχή και ξέπλυνε τους δρόμους από τα αίματα. Άμα ησυχάσανε τα πράματα και πήρε ο στρατός τον στρατώνα, ξαναπήγα στο Κονάκι, όπου στην πόρτα του είδα σκοτωμένο έναν γέροντα Τούρκο που κράταγε στο χέρι του ακόμα ένα μαντήλι με τομάτες και στην παραλία είδα σκοτωμένο ένα δικό μας παλληκαράκι. Το πρωί σκοτώθηκε μέσα στον στρατώνα ένας νέος δημοσιογράφος δικός μας, ο οποίος είχε μπη μέσα για να παρακολουθήση την κατάληψή του. Λεγότανε Νίκος Κυριακίδης, από την Πέργαμο. Ήτανε μουσικός, έπαιζε βιολί κι έγραφε ποιήματα. Μόλις άκουσε τους πυροβολισμούς γονάτισε για να προφυλαχτή κάτω από το παράθυρο που στεκόντανε και σε λίγο σήκωσε το κεφάλι του για να δη και τότε, τον βρήκε μια σφαίρα στο κούτελο και τον άφησε στον τόπο. Έτσι λοιπόν άρχισε η Μικρασιατική εκστρατεία σαν πυροτέχνημα για να τελειώση σε φριχτό ολοκαύτωμα της Σμύρνης και το ξερρίζωμα των Χριστιανών από την προαιώνια κοιτίδα τους.
Έχω την ιδέα πως το Βυζάντιο δεν καταστράφηκε το 1453 αλλά το 1922. Γιατί στην Άλωση οι Χριστιανικοί λαοί αλλάξανε κυρίαρχο, αλλά διατηρήσανε, όσοι δεν εξισλαμίστηκαν, τη θρησκεία τους, τα ήθη και έθιμά τους καθώς και τον παμπάλαιο πολιτισμό τους.
Όταν στις αρχές του 19ου αιώνα οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης ξαπλωνότανε σ’ όλη την Ευρώπη και στην Αμερική, οι υπόδουλοι λαοί αρχίσανε κι αυτοί να ελπίζουνε σε μια πολιτική απελευθέρωση. Οι Τούρκοι που κρατάγανε με τη βία τόσους Χριστιανικούς λαούς κάτω από το βάρβαρο ζυγό και τους είχανε σαν σκλάβους, αναγκαστήκανε σιγά σιγά, με την πίεση των δυτικών δυνάμεων και ιδιαίτερα της ορθόδοξης Ρωσσίας, να δίνουνε μερικές ελευθερίες στους Χριστιανικούς λαούς που είχανε υποδουλωμένους και ήτανε πια φανερό ότι με το χρόνο θα αναγκαζόντουστε να τους δώσουνε ισοπολιτεία όπως δήθεν κάνανε οι νεότουρκοι με το ψευτοσύνταγμα του 1908.
Οι Χριστιανοί της Τουρκίας, που ήτανε ανώτεροι σε πολιτισμό από τους Τούρκους, αναθαρρήσανε. Οι κυβερνήτες όμως της Τουρκίας αρχίσανε να καταλαβαίνουνε πως αν θέλανε να μην διαλυθή το κράτος τους και να ζήση σαν βιώσιμο κράτος, έπρεπε ν’ απαλλαγή από τους Χριστιανούς που κατοικούσανε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με βίαια μέσα το πράγμα ήτανε δύσκολο γιατί θ’ αντιδρούσανε οι Ευρωπαϊκές Χριστιανικές δυνάμεις και ιδιαίτερα η Ρωσσία, της οποίας ο σκοπός ήτανε να καταλάβη την Πόλη και να βγη στη Μεσόγειο. Και γύρευε κι αυτή αφορμή.
Κάνανε λοιπόν οι Τούρκοι μακροχρόνιο το σχέδιό τους για το ξολόθρεμα των Χριστιανών και στο τέλος του 19ου αιώνα αρχίσανε σφαγές των Αρμεναίων στην Κιλικία και σ’ άλλα μέρη της Τουρκίας, ακόμα και μέσα στην Πόλη. Αλλά τους Χριστιανούς της Τουρκίας τους εξωθούσανε εναντίον τους ακόμα και οι Μεγάλες Δυνάμεις άσπλαγχνα όταν τους επέβαλλε κάθε φορά το συμφέρον τους.
Του καθολικούς τους προστάτευε εργολαβικά η Γαλλία και ο καθολικός κλήρος. Τους ορθοδόξους και τους Αρμεναίους η Ρωσσία και τους προτεστάντες ψιλώ ονόματι η Αμερική, με τα Αμερικάνικα σχολεία και νοσοκομεία της που έχτισε μέχρι τα βάθη της Τουρκίας. Όσο για την Αγγλία, αυτή ανακάτευε το καζάνι του διαόλου χωρίς έλεος για τους αθώους Χριστιανούς. Όταν γινόσουνε προτεστάντης έλπιζες σε κάποια προστασία από την Αμερική. Πολλοί Αρμεναίοι γινόντουστε καθολικοί και οι Αρμενοκατόλικοι, για να προστατευτούνε κι αυτοί κάπως από τη Γαλλία.
Το ένα μεγάλο σαράκι της Τουρκίας ήτανε οι διομολογήσεις, όπου όλα τα ξένα κράτη είχανε μέσα σ’ αυτή το δικαίωμα της ετεροδικίας. Το άλλο και το πιο σοβαρό ήτανε ότι οι υπόδουλοι Χριστιανοί μορφωνόντουστε, πληθαίνανε, γινόντουστε δραστηριώτεροι και κατακτούσανε την οικονομική ζωή της Τουρκίας, ενώ ο Τούρκικος λαός έμενε απρόκοφτος, βυθισμένος στη θρησκοληψία και τον φυλετικό φανατισμό, στην αμάθεια, μην έχοντας καμμιά διάθεση για πρόοδο μέσα σ’ ένα κράτος θεοκρατικό και φεουδαρχικό συνάμα. Αυτόν τον λαόν τον έδερναν οι αρρώστειες, η φτώχεια και η δυστυχία κι όπως πήγαινανε τα πράγματα, οι δραστήριοι Χριστιανοί θα κυριαρχούσανε ειρηνικά μέσα στην Τουρκία. Για τους ιθύνοντες Τούρκους ένας δρόμος σωτηρίας της Τουρκίας υπήρχε: το διώξιμο με κάθε τρόπο των Χριστιανών απ’ αυτήν.
Όταν οι Τούρκοι το 1914 αποφασίσανε να βγούνε στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας και της Αυστρίας, αρχίσανε να διώχνουνε τους Ελληνικούς πληθυσμούς από τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας. Τους παίρνανε στο εσωτερικό και από τις κακουχίες κι απ’ την πείνα τους ξολοθρεύανε. Όταν πια βγήκανε στον πόλεμο το πρώτο μέτρο που λάβανε ήτανε να καταργήσουνε τις διομολογήσεις, ξεσηκώσανε κι εκτοπίσανε απ’ τις εστίες τους τους Αρμενικούς πληθυσμούς και αρχίσανε φριχτές σφαγές αυτουνών σε όλη την Τουρκία. Υπολογίζεται ότι σφάξανε κάπου ένα εκατομμύριο Αρμεναίους. Τους στρατευόμενους Χριστιανούς δεν τους βάζανε στο στρατό τους οι Τούρκοι αλλά τους στέλνανε στα εργατικά τάγματα, τα αμελέ ταμπουρού, για να κάνουνε δρόμους, σε βέβαιο δηλαδή θάνατο από τις κακουχίες και τις αρρώστιες.
Πόσους Χριστιανούς εξοντώσανε μ’ αυτόν τον τρόπο δεν ξαίρω, βέβαια, αλλά εξοντώσανε το άνθος της Χριστιανοσύνης. Η κατάρρευση του ελληνικού στρατού στη Μικρασία τους έδωκε την καλλίτερη ευκαιρία να λύσουνε το πρόβλημά τους: Να απαλλαγούνε για πάντα από τους Χριστιανούς.
Πριν περιγράψω την υπηρεσία μου στο στρατό της Μικράς Ασίας, ήθελα να πω δυο λόγια για τους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγήτορες που στείλανε οι κυβερνήσεις και των δύο παρατάξεων για την διεξαγωγή του απελπιστικού αυτουνού πολέμου. Χρήσιμο ακόμα είναι να θυμίσω την εσωτερική κατάσταση του Ελληνικού κράτους την εποχή εκείνη.
Πρώτα ο λαός ήτανε κουρασμένος και εξαντλημένος από τους αδιάκοπους πολέμους που έκανε ο Βενιζέλος. Έστειλε ακόμα ένα σώμα στρατού στη Ρωσσία για να καταπνίξη ματζί με τους Συμμάχους την επανάσταση του Ρούσικου λαού, ο οποίος ξεσηκώθηκε και καταπίεζε τους δυστυχείς μεγάλους δούκες και τους ευγενείς και τους έσφαζεν ανελέητα. Δεύτερο η οικονομική εξάντληση της χώρας. Τρίτο ο βαθύς διχασμός του Ελληνικού λαού, χωρισμένου σε δύο αλληλομισούμενα μέρη. Το κορύφωμα του μίσους ήτανε η αφορεσμάδα που έκανε η εκκλησία της Ελλάδος ενάντια στο Βενιζέλο, η οποία ήτανε ως εξής:
«Αφωρισμένος υπάρχειν και κατηραμένος και ασυγχώρητος και μετά θάνατον άλυτος και τω αιωνίω υπόδικος αναθέματι και αυτός και όσοι τοις ίχνεσιν αυτού κατηκολούθησαν ή κατακολουθήσωσι του λοιπού».
Με τέτοια κατάρα βαρημένος ανάλαβε τη Μικρασιατική εκστρατεία ο Βενιζέλος.
Ας αρχίσωμε λοιπόν τώρα να περιγράψωμε ποιοι ήτανε οι ηγήτορες του στρατού και της πολιτικής διοίκησης που έστειλαν ο Βενιζέλος και οι αντίπαλοί του στη Σμύρνη. Και πρώτα ο ύπατος αρμοστής Στεργιάδης.
Αυτός ήτανε ένας άνθρωπος έξαλλος που θέλησε να διοικήση τους Χριστιανούς με το βούρδουλα, με τη μάταιη ελπίδα να πείση τους Τούρκους ότι η Ελλάδα θα διοικήση με ισοπολιτεία. Χτύπαγε ακόμα με μια μπαστούνα τους Χριστιανούς που παρουσιαζόντανε μπροστά του να τον δούνε και να του ζητήσουνε κάτι. Φερνότανε υπεροπτικά σε όλους, έβριζε κι εξευτέλιζε τους δεσποτάδες και ζούσε απομονωμένος στο Μέγαρο της Αρμοστείας. Γνώριζε πως η θέση της Ελλάδας στη Μικρά Ασία ήτανε προσωρινή. Αλλά δεν ήτανε υπεύθυνος ούτε για την εκστρατεία αυτή, ούτε για την έκβασή της. Όμως στάθηκε στη θέση του μέχρι την τελευταία στιγμή, ενώ όλοι οι άλλοι φύγανε. Μετά την καταστροφή τραβήχτηκε στη Γαλλία κι ώς που πέθανε, δεν άνοιξε το στόμα του να μιλήση για ν’ απολογηθή. Αλλά ήτανε άραγε ο άνθρωπος για την περίσταση αυτή; Φέρνω ένα παράδειγμα. Μια φορά θυμάμαι επρόκειτο να γίνη δοξολογία στη Μητρόπολη της Άγιας Φωτεινής για την πρώτη του έτους 1920. Είχε παραταχθή στρατός στον Φραγκομαχαλά για ν’ αποδώση τιμές στους επισήμους και το πλήθος των Χριστιανών στεκότανε στα πεζοδρόμια για να χαρή την γιορτή και περίμενε να περάσουνε οι επίσημοι για να τους χειροκροτήση. Περάσανε πολλά αυτοκίνητα με προξένους των ξένων κρατών, με ανωτάτους υπαλλήλους της Αρμοστείας και στρατιωτικούς. Πέρασε σε ανοιχτό αυτοκίνητο και ο πληθωρικός Αρχιστράτηγος Παρασκευόπουλος κατάφορτος από παράσημα, με τους υπασπιστές του. Ο κόσμος χειροκροτούσε, πρώτη φορά έβλεπε τα μεγαλεία της φυλής μας. Τέλος πέρασε και ο Στεργιάδης, μέσα σε μαύρο κλειστό αυτοκίνητο, κανένας από το λαό δεν εκδηλώθηκε, και τράβηξε για τη Μητρόπολη κι αυτός. Σε λίγα λεπτά βλέπει ο κόσμος με κατάπληξη το αυτοκίνητο του Αρμοστή να γυρίζη πίσω και μέσα σ’ αυτό το Στεργιάδη κάτωχρο και ταραγμένο. Τι είχε συμβή μαθεύτηκε σε λίγο στον λαό. Μέσα στην εκκλησία νόμισεν ο Στεργιάδης ότι δεν του δώσανε ανάλογη θέση προς το αξίωμά του, θύμωσε και σηκώθηκε κι έφυγε κι άφησεν όλους τους επίσημους σύξυλους, χωρίς να συλλογιστή καν, τι εντύπωση θα έκανεν αυτή η διαγωγή του σ’ όλον τον κόσμο κι ιδιαίτερα στους εχτρούς του Ελληνισμού. Γιατί εκτός βέβαια από τους Τούρκους, οι Φραγκολεβαντίνοι και οι δουλικώτατοι στους Τούρκους Οβραίοι γυρεύανε ευκαιρία για να δείξουνε το μίσος τους σ’ εμάς, ένα μίσος άσπονδο. Όλοι αυτοί οι εχτροί βλέπανε πόσο ανάξιο ήτανε το κράτος μας να διοικήση ξένους λαούς αφού οι κορυφαίοι μας κάνανε τέτοιου είδους καμώματα.
Όσο για τον Αρχιστράτηγο Χατζανέστη, αυτός λέγανε πως είχε κάνει σε ψυχιατρική κλινική κι όταν ανέλαβε την αρχιστρατηγία βγήκε στο μέτωπο να επιθεωρήση το στρατό και τιμωρούσε τους στρατιώτες όταν ήτανε αντικανονικά ντυμένοι και ξεκούμπωτοι, σάμπως είχανε οι άνθρωποι να ντυθούνε και να φάνε. Όταν άρχισε η Τούρκικη επίθεση τον Αύγουστο του 1922, το μέτωπο καιότανε κι αυτός καθότανε στη Σμύρνη, ώσπου ξεσηκωθήκανε οι αξιωματικοί και τον διώξανε.
Τώρα δεν μένει παρά να γράψω για το ηθικό του Στρατού της Μικρασίας. Πολλές χιλιάδες ήτανε στρατευμένοι από το 1916. Άλλοι υπηρετούσανε τέσσερα και τρία χρόνια. Ούτε βλέπανε και κανένα τέρμα στον απελπιστικόν αυτόν αγώνα. Το φαγητό τους ήτανε λίγο και κακό, ρούχα δεν είχανε και στο τέλος ούτε αρκετά πυρομαχικά. Πολλοί ασυνείδητοι λιποταχτούσανε, παίρνανε τα βουνά, σχηματίζανε συμμορίες και λεηλατούσανε τα τουρκοχώρια. Τα σπίτια τους υποφέρανε τόσα χρόνια. Στο κάτω κάτω δεν ήτανε επαγγελματίες στρατιώτες, κι ήθελαν κι αυτοί να ζήσουνε τη ζωή τους, να δούνε τις οικογένειές τους και τα παιδιά τους. Όλο άκουγες «αχ πότε θα απολυθούμε» και δος του κατάρες στον Βενιζέλο που τους κουβάλησε στη Μικρασία.
Καλά τι τρώγανε αλλά πού μένανε οι στρατιώτες αυτοί; Στον φοβερόν χειμώνα των υψιπέδων της Ανατολής μένανε μέσα σε αντίσκηνα όσοι βρισκόντουστε στην πρώτη γραμμή. Βρεχόντουστε, πεινάγανε, τουρτουρίζανε μέσ’ στα χιόνια. Μια ζωή διαρκούς μαρτυρίου. Φυσικά το συμπέρασμα βγαίνει μόνο του. Τι κάνανε οι αντίπαλοι του Βενιζέλου όταν πήρανε την αρχή στα χέρια τους; Αυτοί δεν είχανε ούτε την πνευματική του δύναμη, ούτε τη δραστηριότητά του. Απ’ την αρχή ήτανε αντίθετοι προς την Μικρασιατική περιπέτεια στην οποία δεν πιστεύανε. Ο πιο ικανός απ’ αυτούς, ο Ιωάννης Μεταξάς την καταδίκασε προκαταβολικά και προείδε την έκβασή της. Πριν γίνουνε οι εκλογές του 1920 οι αντιβενιζελικοί υποσχόνταν στον λαό αποστράτευση που εσήμαινε την εγκατάλειψη της εκστρατείας. Αντίθετα όχι μόνο δεν την εγκαταλείψανε, αλλά την επεκτείνανε επικίνδυνα και μαζέψανε στη Μικρασία 210 χιλιάδες στρατό όπως γράφει στο βιβλίο του ο Ξ. Στρατηγός. Ο φόβος τους ήτανε να μην τους πούνε οι Βενιζελικοί: «εμείς καταλάβαμε την Μικρά Ασία κι εσείς την παραδώσατε πάλι στους Τούρκους». Ακόμα πιο πολύ φοβόντουστε να μην εκθέσουνε το Στέμμα. Ο Κωνσταντίνος ήτανε ο κομματάρχης τους. Με σύμβολο το όνομά του κερδίσανε τις εκλογές και με την υπόσχεσή τους να τον επαναφέρουνε αν κερδίζανε. Πώς να τον εκθέσουνε τώρα;
Αλλά ήτανε μόνο αυτοί οι λόγοι; Αν θέλανε να τραβήξουνε το στρατό από τη Μικρά Ασία, οι Βενιζελικοί αξιωματικοί θα σκαρώνανε πάλι κανένα κίνημα, όπως το κάνανε κι όλας στην Πόλη, μόλις έπεσεν ο Βενιζέλος με αρχηγό τον ανεκδιήγητο Κονδύλη. Αν μένανε οικειοθελώς και Τμήματα του Ελληνικού Στρατού εκεί, το αποτέλεσμα θα ήτανε στο τέλος το ίδιο και πάλι ο Xριστιανικός λαός θα πλήρωνε με το αίμα του τα σπασμένα. Δεν ήτανε μόνο αυτά. Οι πράξεις των αντιβενιζελικών δείχνανε πως ενεργούσανε σαν να τους οδηγούσε το τυφλό μίσος που είχανε για το Βενιζέλο κι όχι το συμφέρον του Έθνους.
Όταν ο Βενιζέλος υπόγραψε την χωρίς καμμιά πρακτικήν αξία Συνθήκη των Σεβρών, οι αντίπαλοί του στείλανε απ’ την Αθήνα αξιωματικούς του στρατού για να τόνε δολοφονήσουνε στο Παρίσι. Από τις πρώτες πράξεις τους σαν κυβερνήτες ήτανε να βγάλουνε τους Βενιζελικούς αξιωματικούς της Αμύνης από το στρατό, οι οποίοι ήτανε οι φυσικοί του ηγήτορες και να φέρουνε τους αποτάκτους, οι οποίοι δεν πήρανε μέρος στον Ευρωπαϊκό πόλεμο και τους δώσανε δυο και τρεις βαθμούς παραπάνω. Οι περισσότεροι ήρθανε ανόρεχτα για να μπλεχτούνε σε μιαν υπόθεση που δεν πιστεύανε και προλέγανε την κατάληξή της.
Η επάνοδος του Κωνσταντίνου έκοψε και τον τελευταίο δεσμό με τους λεγομένους συμμάχους μας, οι οποίοι τον μισούσανε και σήμερα δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι αυτός ήτανε Γερμανόπληκτος κι επιθυμούσε την νίκη της Γερμανίας.
Έπειτα το μέτωπο επεκτάθηκε, γίνηκε η παράλογη και άφρονη εκστρατεία του Σαγγαρίου με την μάταιην ελπίδα ότι ο Κεμάλ θα καθότανε να πιαστή από τους Έλληνες. Στο τέλος της εκστρατείας του Σαγγάριου ο στρατός ούτε πολεμοφόδια είχε αρκετά για να πολεμήση, ούτε ρούχα, ούτε επιμελητεία. Πώς δεν μας πήρανε τότες φαλάγγι οι Τούρκοι είναι ν’ απορή κανένας.
Ακόμα το 1922 σηκώσανε στρατό από το μέτωπο, τον στείλανε στη Θράκη για να καταλάβουνε την Πόλη. Οι Σύμμαχοί μας βέβαια το απαγορέψανε αυτό. Νομίζεις πως σε όλον αυτόν τον αγώνα εφαρμόστηκε το λεγόμενο «μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι». Ο δυστυχής Γούναρης έβλεπε τον όλεθρο που ερχότανε και δεν ήξαιρε τι να κάνη. Ο Ξ. Στρατηγός γράφει ότι είδε μια φορά τον Γούναρη σ’ ένα ξενοδοχείο του Λονδίνου σαν πήγε στην Αγγλία για να ζητήση βοήθεια, να κλαίη μαύρα δάκρυα και να του λέγη: «πρέπει να φύγωμε από τη Μικρασία, αλλά τι θα γίνουνε οι Χριστιανοί εκεί κάτω;».
Όταν έγινε πια η αφάνταστη εκείνη καταστροφή ήρθεν η Επανάσταση, δίκασε τους κυριώτερους αντιβενιζελικούς και τουφέκισεν απ’ αυτούς τους ΕΞΗ. Ο Γούναρης ήτανε άρρωστος από τυφοειδή πυρετό, σωστό ερείπιο και για να σταθή όρθιος μπρος στο απόσπασμα για να τουφεκισθή, χρειάστηκε να τον στηρίξουνε οι άλλοι σύντροφοί του. Αυτοί τουφεκιστήκανε και γιατί βάλανε το Στέμμα πάνω από το Έθνος, αλλά και γιατί δεν μπορέσανε να σβύσουν τη φωτιά που άναψεν ο Βενιζέλος με την Μικρασιατική εκστρατεία. Ο ίδιος ο Μεταξάς γράφει στ’ απομνημονεύματά του: «Εγώ είμαι βασιλόφρων και θ’ ακολουθήσω τον βασιληά, έστω κι αν αυτός βλάπτει την Πατρίδα».
|
|
(από το βιβλίο: Ν. Kαρτσωνάκης-Nάκης, Θυμάμαι τη Σμύρνη, Tο Eλληνικό Bιβλίο, 1972)
|
|