Tο στρατιωτικό
Καρτσωνάκης-Νάκης Νικόλαος
Εκτύπωση
Ητελειώσαμε το Γυμνάσιο της Ευαγγελικής Σχολής ημέρα Παρασκευή 12 Ιουνίου 1920. Την επόμενη Δευτέρα, 15 Ιουνίου, μας κατατάξανε στα έμπεδα του Μπαλτζόβα κι αρχίσαμε να κάνουμε γυμνάσια στους γύρω λόφους. Στις 3 Ιουλίου ξεκινήσαμε από το Μπαλτζόβα κι ηκάτσαμε τέσσερις μέρες σε μια φάμπρικα στο Νταραγάτσι και στις 8 Ιουλίου φτάσαμε με το σιδερόδρομο στη Μαγνησία, όπου μείναμε σε σκηνές κι ηκάναμε κι αυτού γυμνάσια και μπάνια στον Έρμο ποταμό. Στις 2 Αυγούστου μας πήγανε στο Μπαλή Κεσέρ όπου μείναμε εκεί μέχρι τις 25 Αυγούστου σε ένα σχολείο όξω από την Πόλη που βρισκότανε σε ένα ύψωμα. Έπειτα φύγαμε απ’ το Μπαλή Κεσέρ και κάναμε πορεία μέχρι την Πάνορμο. Περάσαμε από τις όχθες της λίμνης Μανιάς και θυμάμαι ότι στο δρόμο μας δεξιά κι αριστερά είχανε οι Τούρκοι χωριάτες σχηματίσει μικρούς λόφους από καλαμπόκια που χρυσίζανε στο φως του ήλιου. Τόση ήτανε η ευφορία εκείνων των τόπων. Έξη μέρες πορπατάγαμε και φτάσαμε στην Πάνορμο. Στας 6 Σεπτέμβρη μας βάλανε σ’ ένα εγγλέζικο φορτηγό καράβι, όλη την XI Μεραρχία, και μας κουβαλήσανε στο Ντέριντζε, ένα σιδεροδρομικό κόμβο κοντά στη Νικομήδεια. Αυτού ήτανε στρατόπεδο εγγλέζικο, και πήγε η Μεραρχία μας ν’ αντικαταστήση τσοι Εγγλέζοι που τους ζορίζανε οι Τσέτες. Είχανε βάλη οι Εγγλέζοι συρματοπλέγματα ακόμα και στα ρηχά της θάλασσας για να προφυλαχτούνε. Μέσα στο καράβι οι ναύτες μάς βρίζανε ντογκ γκρηκς ―γιατί τους βρωμίσαμε το καράβι τους. Θυμάμαι ακόμη απόξω από τη Νικομήδεια κάτι ογκώδη ερείπια ρωμαϊκών χτιρίων γιατί εκεί ο Διοκλητιανός έκανε την πρωτεύουσά του. Λίγο πιο όξω από τη Νικομήδεια ήτανε ένα μοναστήρι του Αγ. Παντελεήμονα με πλούσια αφιερώματα.
     Αυτό το Ντέριντζε που κατασκηνώσαμε ήταν μια τοποθεσία κοντά στη θάλασσα μέσα σ’ ένα πυκνό δάσος από μηλιές κατάφορτες. Όταν φύγανε οι Εγγλέζοι, μας αφήκανε μερικές ραβδωτές λαμαρίνες. Τις πήραμε και τις βάλαμε σαμαρωτά απάνω στις σκηνές μας για να προφυλαχτούμε από την αδιάκοπη βροχή. Ήρθεν ο ανθυπολοχαγός, Θεός σχωρέστονε, Στεφανή τόνε λέγανε. Θάτανε καμμιά πενηνταριά χρονώ, παληά καραβάνα, και μας πήρε τις λαμαρίνες για να κάνη σταύλο και να προφυλάξη τα γαϊδούρια και τα μουλάρια του λόχου από τη βροχή.
     ― Βρε σεις, μας είπε, τα γαϊδούρια αξίζουνε περισσότερο από σας, γιατί μας κουβαλάνε τροφίματα και πολεμοφόδια.
     Φαίνεται πως δεν πίστευε ότι μπορούσανε να συνυπάρξουνε τα γαϊδούρια με τους φαντάρους.
     Στις 26 του ίδιου μήνα μας πήγανε στη Νικομήδεια και μένα με βάλανε στο Φρουραρχείο της Νικομήδειας στο επιτελείο του Αρχηγού του Πεζικού της XI Μεραρχίας και Φρούραρχου Συνταγματάρχη Καϊμπαλή.
     Εκεί μας βρήκανε οι εκλογές του 1920. Άμα ημαθεύτηκε πως έπεσεν ο Βενιζέλος, οι στρατιώτες κάνανε αυθόρμητη διαδήλωση στο μεγάλο δρόμο της Νικομήδειας κι ηβαστάγανε εικόνες του Στρατηλάτη Κωνσταντίνου και φωνάζανε «έρχεται, έρχεται». Βλέπεις τους είχεν υποσχεθή ο Γούναρης προεκλογικά αποστράτεψη.
     Οι Τούρκικοι μαχαλάδες της Νικομήδειας ήτανε αραδιασμένοι σε χαμηλούς λόφους, λίγο πίσω από την κάτω πολιτεία, γιατί οι Τούρκοι συνηθίζανε να κάθουνται στα ψηλώματα σαν πιο υγιεινά και θεαματικά. Έτσι ήτανε και στη Σμύρνη οι Τούρκικοι μαχαλάδες. Το ίδιο εκείνο βράδυ που μαθεύτηκε ότι ήπεσε ο Βενιζέλος, οι Τούρκοι φωταγωγήσανε τους μαχαλάδες τους και γλεντάγανε. Όλη τη νύχτα βούιζεν όλος ο τόπος από τα νταούλια και τση ζουρνάδες. Ήτανε το πρώτο προανάκρουσμα της συμφοράς μας. Εορτάζανε κι αυτοί μαζί με τους αντιβενιζελικούς την πτώση του Βενιζέλου. Σαν πιο γνωστικοί από μας που είναι και πιο σοβαροί άνθρωποι, καταλάβανε πως η Ελλάδα ήχασε τη δύναμή τση απότομα με την πτώση του Βενιζέλου. Είδανε ποιο θα ήτανε το τέλος της εκστρατείας και το μαντέψανε σωστά. Μια λαϊκή παροιμία και μάλιστα δικιά μας κι όλας, λέει πως «ο Τούρκος πιάνει τον λαγό με τον αραμπά».
     Στις 12 του Νοέμβρη του 1920 εστείλανε από τη Νικομήδεια ένα μικρό απόσπασμα για να συνοδέψη μερικά μουλάρια φορτωμένα με τηλεφωνικό υλικό, προορισμένα για την Αρμάσα, την έδρα του 45)9 συντάγματος Κρητών που κράταγε εκείνον τον τομέα.
     Επί κεφαλής του αποσπάσματος ήτανε ένας δεκανέας. Ήμουνα κι εγώ μέσα σ’ αυτό. Το συνόδευε κι ένας ιππέας. Πριν ξεκινήσουμε ρώτησε ο δεκανέας τον αξιωματικό μας κατά πού πέφτει η Αρμάσα κι αυτός του απάντησε: «Τραβάτε και θα τήνε βρήτε».
     Βγήκαμε από τη Νικομήδεια με βροχή, πήραμε το δημόσιο δρόμο, πηγαίναμε στα κουτουρού κι ούτε υπήρχε ψυχή για να ρωτήσουμε πού βρίσκεται η Αρμάσα. Έπειτα από ώρες που βαδίσαμε, είδαμε κι ερχότανε προς εμάς ένας γέροντας Χότζας με άσπρα γένεια καβάλλα σ’ ένα άλογο. Τον σταματήσαμε και τον ρωτήσαμε: «Μπαμπά, πού πέφτει η Αρμάσα;» Αυτός δεν απάντησε αμέσως. Μας κύτταξε με ένα βλέμμα συλλογιστικό, χάιδεψε τα γένεια του και μας είπε: «Δεν φταίτε εσείς, μόνο φταίει αυτός ο κιαφήρ ο Βενιζέλος ―ο άπιστος― κι αυτός ο Κεμάλ πασάς. Η Αρμάσα είναι απάνω στα βουνά», κι έδειξε με το χέρι του τα σκοτεινιασμένα βουνά. «Εδώ που τραβάτε στο δημόσιο δρόμο, λίγο παραπάνω είναι οι Τσέτες και θα σας κομματιάσουνε».
     Του φιλήσαμε τα χέρια, είμαστε κάπου δέκα φαντάροι, όλοι παιδάρια ωπλισμένοι με γκράδες και τραβήξαμε προς τα βουνά. Άρχισε πια να σουρουπώνη.
     Έτσι γινότανε ο πόλεμος στη Μικρά Ασία. Πίσω από τις γραμμές του Ελληνικού Στρατού, αλωνίζανε οι Τσέτες σαν αθώοι χωριάτες και θερίζανε τους μοναχικούς στρατιώτες. Άμα τους πιάνανε, ασελγούσανε απάνω τους, κατόπιν τους πεταλώνανε, τους στήνανε όρθιους και του διατάζανε οϊνάγιν ―χορεύετε. Αν είχανε εκειδά πρόχειρους τίποτα γύφτους, τους βάζανε να παίζουνε νταούλια και τους ζουρνάδες, για να χορέψουνε οι πεταλωμένοι στρατιώτες μας. Μετά τους περιχύνανε πετρέλαιο, τους κρεμάγανε στα δέντρα από τις αμασκάλες και τους βάζανε φωτιά. Έτσι σκοτώσανε τον ξάδερφό μου Πλάτωνα Μουραφέτη. Τον εστείλανε ματζί με δυο άλλους να φτιάξουνε τα τηλεφωνικά καλώδια που τα κόψανε οι Τούρκοι και τόνε σκοτώσανε απάνω στο τηλεγραφόξυλο που είχεν ανεβή κι έμεινε εκεί κρεμασμένος.
     Τραβήξαμε λοιπόν κατά τα βουνά μέσα στα ρουμάνια για να βρούμε την Αρμάσα. Θύμαμαι καλά ότι βουτάγαμε μες στη λάσπη ώσαμε τα γόνατα. Βαδίζοντας πέσαμε σε μια μικρή κατάφυτη χαράδρα στο βάθος της οποίας έτρεχεν ένα γοργό ποταμάκι κελαρίζοντας που κινούσε ένα νερόμυλο ―ντεϊρμένι. Εκεί που βαδίζαμε βλέπομε στην κορφή του λοφίσκου που ήτανε από πάνω μας να πορπατάνε μερικές ωπλισμένες μορφές που οι φιγούρες τους ξεκόβανε καθαρά στο φως του σούρουπου. «Παναγιά μου, είπαμε. Οι Τσέτες!». Τους μετράγαμε καθώς αυτοί βαδίζανε αραιά, ήτανε καμμιά εικοσαριά νοματέοι. Συλλογιστήκαμε· μια να χρεμετίσουνε τα μουλάρια θα μας ρίχνανε χειροβομβίδες οι Τσέτες.
     Μας λέει ο δεκανέας σιγανά: «Παιδιά, αν μας ρίξουνε και μείνη κανένας μας ζωντανός να σκοτώση τους τραυματίες και να σκοτωθή κι αυτός, γιατί ξέρετε τι μας περιμένει αν μας πιάσουνε ζωντανοί».
     Τέλος αυτοί δεν μας πήρανε χαμπάρι και σιγά σιγά βγήκαμε από τη χαράδρα, αναζητώντας την Αρμάσα. Όταν φτάσαμε στο καφενείο του πρώτου χωριού ρωτήσαμε, «έχει εδώ κοντά Tσέτες;». «Όχι, μας είπανε οι Τούρκοι. Αυτούς που είδατε στο Ντεϊρμένι ―στο νερόμυλο― είναι αντάρτες Αρμεναίοι και γυρίζουνε στα Τούρκικα χωριά, σφάζουνε, κλέβουνε, ατιμάζουνε».
     Τέλος, όταν πια βράδυασε για καλά, βρήκαμε ένα Αρμένη καβαλλάρη που πήγαινε στην Αρμάσα και του ζητήσαμε να μας οδηγήση εκεί.
     ― Τι λέτε, μας απαντάει αυτός. Εγώ δεν μπορώ να χασομερήσω, με περιμένουνε τα παιδιά μου και χτύπησε με το καμουτσί το άλογό του. Τότες ο ιππέας σηκώνει την αραβίδα του κατά πάνω του και του λέει.
     ― Κερατά εμάς μας έσωσεν ένας Τούρκος κι εσύ που είσαι Χριστιανός θέλεις να μας παρατήσης μέσα στα βουνά;
     Στάθηκε και μας πήγε σ’ ένα Τούρκικο χωριό πριν από την Αρμάσα. Διώξαμε τον Αρμένη και μπήκαμε στο καφενείο του χωριού, ψόφιοι στην κούραση και στην πείνα. Μέσα σ’ αυτό ήτανε μερικοί Τούρκοι πολίτσιες και παίζανε χαρτιά. Καθίσαμε γύρω από την αναμμένη σόμπα, ήπιαμε τσάι ζεστό και στηλωθήκαμε. Μας λέει ο δεκανέας: «Πρέπει να βάλω σκοπούς τη νύχτα γιατί θα μας σφάξουνε οι Τούρκοι». Του απαντήσαμε: «Δεν αντέχουμε πια, ας μας σφάξουνε», και πέσαμε και κοιμηθήκαμε.
     Την άλλη μέρα το πρωί φτάσαμε στην Αρμάσα κι όταν μας είδε ο υπασπιστής του συντάγματος άρχισε να μας βρίζη και φώναζε:
     ― Πού είσαστε βρε χτήνη, το Χριστό και την Μπαναΐα σας, σας περιμέναμε εχτές. Περίπατο βγήκατε στην πλατεία Ομονοίας;
     Αυτή η Αρμάσα ήτανε ένα αρμένικο χωριό καταστραμμένο. Είχε ένα ονομαστό Αρμένικο μοναστήρι της Παναγίας, προσκύνημα των Αρμεναίων όλης της Ανατολής, που το κόνισμα της Παναγίας που είχε το θεωρούσανε θαυματουργό όπως εμείς το κόνισμα της Τήνου.
     Το χτίριο του μοναστηριού ήτανε γεροχτισμένο σαν κάστρο. Είχε και Θεολογική Σχολή. Στα πελώρια θολωτά υπόγειά του έμεινε το απόσπασμά μας. Οι Τούρκοι είχανε ερειπώση την εκκλησιά, όταν μπήκαν μέσα, από ένα γκρέμισμα του θόλου έπεφτεν ένα ρεμπραντικό φως και θυμάμαι έναν Αρμενόπαπα μπρος από το προσκυνητάρι να θυμιάζη και να προσεύχεται.
     Βγήκαμε παραέξω από το χωριό και είδαμε ένα στρατιωτικό νεκροταφείο του Κρητικού Συντάγματος που κράταγε εκείνον τον τομέα του μετώπου. Ρωτήσαμε «πότε κάνατε μάχη κι είχατε τόσους νεκρούς» και μας είπανε «δεν είναι από μάχες αλλά από πνευμονίες».
     Γυρίσαμε στη Νικομήδεια όπου περάσαμε εκεί τον χειμώνα. Εγώ ήμουνα στο Φρουραρχείο Γραμματέας. Την άνοιξη του 1921, στα μέσα του Μάρτη αρχινήσανε οι λεγόμενες επιχειρήσεις του Μαρτίου με επιθέσεις του ελληνικού Στρατού. Εμείς φύγαμε από τη Νικομήδεια και πήγαμε σ’ ένα Τούρκικο χωριό που λεγότανε Σαπάντζα, το οποίο βρισκότανε στην όχθη μιας μαγευτικής λίμνης. Κοντά της αρχίζανε τα βουνά κατάφυτα από αγριοκερασιές δάση ολόκληρα. Τα δέντρα αυτά αρχίζανε από τις όχθες της λίμνης και φτάνανε ίσαμε τις κορφές των βουνών. Από τη Σαπάντζα φύγαμε και πήγαμε και καταλάβαμε το Αντά Παζάρ. Περάσαμε από ένα πέτρινο ρωμαϊκό γιοφύρι της παληάς κοίτης του Σαγγαρίου. Εγώ μπήκα από τους πρώτους στο Αντά Παζάρ μαζί με το επιτελείο του αρχηγού του Πεζικού της XI Μεραρχίας. Μπήκαμε από τον μεγάλο κεντρικό δρόμο της κωμόπολης, κι όταν πλησιάζαμε στο κέντρο, μας ρίξανε χειροβομβίδες οι Τούρκοι.
     Όταν φτάσαμε μπρος από το διοικητήριο βρήκαμε μιαν ομάδα προκρίτων Τούρκων που ήτανε ματζεμένοι απ’ όξω απ’ αυτό, οι οποίοι τρέμανε. Τους είπαμε κόρκμα ―μη φοβόσαστε και να πάτε σπίτια σας.
     Σε λίγες μέρες εγκαταλείψαμε το Αντά Παζάρ και γύρευε τι γινήκανε οι λίγοι Χριστιανοί του χωριού, αν δεν προφτάσανε να φύγουνε.
     Στη Σαπάντζα μείναμε ενάμισυ μήνα κι εγώ γύρισα στο επιτελείο της Μεραρχίας, της οποίας, πριν πέση ο Βενιζέλος, Μέραρχος ήτανε ο Γαργαλίδης, που ήτανε ψυχωμένος αξιωματικός. Οι φαντάροι τόνε λέγανε «πιτσούλα» γιατί ήτανε άφοβος. Μετά, όταν έπεσεν ο Βενιζέλος, Μέραρχος ήρθεν ο Κλαδάς, συνταγματάρχης του πυροβολικού από τους αποτάκτους.
     Το πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου 1921 διαταχτήκαμε να εγκαταλείψουμε τη Νικομήδεια διά ξηράς. Ήρθανε πλοία και πήρανε το Χριστιανικό πληθυσμό της πόλης, όσοι ήτανε στα γύρω χωριά αφεθήκανε στην τύχη τους που ήτανε μια: μαχαίρι. Αυτό ήτανε το πρώτο ξερρίζωμα. Ακριβώς στο βάθος του κόλπου της Νικομήδειας οι Τούρκοι είχανε ιδρύση πριν από τον πόλεμο ένα μεγάλο εργοστάσιο υφαντουργίας που λεγότανε ΧΕΡΕΚΕ. Μόλις έγινεν ανακωχή και πιάσανε οι Εγγλέζοι αυτό τον τομέα η πρώτη τους δουλειά ήτανε να καταστρέψουνε το εργοστάσιο αυτό. Πήγε ο στόλος τους και το καταναυμάχησε και το ισοπέδωσε. Έπειτα διαδώσανε πως το βομβαρδίσανε γιατί είδανε μερικούς Τσέτες να περνάνε απόξω απ’ αυτό. Kι έτσι βγάλανε απ’ τη μέση έναν αντίπαλο της Εγγλέζικης βιομηχανίας.
     Πήραμε βόλτα τον κόλπο της Νικομήδειας, Αστακηνός λέγεται, αψιμαχώντας. Στις 10 Ιουνίου η Μεραρχία έδωκε μια μάχη με τους Τούρκους στα υψώματα του Μπάξετζικ το οποίο βρισκότανε απέναντι από τη Νικομήδεια. Έλαβαν μέρος στη μάχη και μερικά αντιτορπιλλικά δικά μας βομβαρδίζοντας απ’ τη θάλασσα. Έπειτα από πεισματική αντίσταση των Τούρκων που δεν είχανε πυροβολικό, κάναμε μιαν εξόρμηση με τις λόγχες, τους ανατρέψαμε κι αυτοί φύγανε στα βουνά.
     Εκεί σκοτώθηκε κι ο Σμυρνιός στρατιώτης Σπ. Δραγώνας.
     Από την τοποθεσίαν αυτή είδαμε μια μεγάλη φωτιά στο κέντρο της Νικομήδειας. Οι Τούρκοι την εβάλανε στη Χριστιανική συνοικία. Το ίδιο κάνανε πριν πέντε χρόνια και κάψανε την Αρμένικη συνοικία όταν σηκώνανε τους Αρμεναίους της Νικομήδειας και τους πήγανε στην Ανατολή όπου τους εξολοθρέψανε. Κάψανε τη συνοικία τους ούτως ώστε όταν γυρίζανε μερικοί απ’ αυτούς να μην βρούνε πού να μείνουνε. Αυτό ήτανε το σκέδιό τους για να ξεπαστρέψουνε ριζικά τους Χριστιανούς της Τουρκίας.
     Άμα είδα αυτή τη φωτιά, συλλογίστηκα: Αχ καϋμένη Σμύρνη τα ίδια θα πάθης κι εσύ κι ακόμα χειρότερα. Γιατί ήβλεπα πως κάθε μέρα κατρακυλάγαμε και πως η Ελλάδα δεν ήτανε σε θέση να βγάλη πέρα έναν τέτοιο πόλεμο.
     Από το Σεϊμέν Ισκελεσί, το επίνειο του Μπάξετζικ, πήραμε τη νότια παραλία του Αστακηνού κόλπου, δίνοντας μάχες με τους πανταχού παρόντες Tσέτες. Περνάγαμε από δάση αγριοκερασιών και δεν βλέπαμε τον ήλιο που λένε, τόσο πυκνά ήτανε. Πότε μπαίναμε μέσ’ στη θάλασσα ώς τη μέση και πότε περνάγαμε ποτάμια τσαλαβουτώντας. Μερικοί φαντάροι βάζανε φωτιά ακόμα και στα στάχυα που ήτανε ξερά, έτοιμα για θερισμό. Το φαΐ μας ήτανε 3 σαρδέλλες του κουτιού και μια φούχτα κομματιασμένες γαλέττες. Μια φορά περπατάγαμε είκοσι ώρες. Τέλος φτάσαμε στη Γιάλοβα όπου ξεκουραστήκαμε και κάναμε θαλάσσιο μπάνιο.
     Τραβήξαμε προς το νοτιά, περάσαμε τις όχτες της λίμνης της Νικαίας και σταθήκαμε στην όχθη του Γάλου ποταμού ―Καρά σου― παραπόταμου του Σαγγάριου και φτάσαμε στο Κιοπρού Χισάρ. Στο δρόμο μας είδαμε ένα βυζαντινό εκκλησάκι σαν τους Αγίους Θεοδώρους της Αθήνας. Ήτανε εγκαταλειμμένο και το αγκάλιαζε ο κισσός που ήβγαινε ακόμα κι απ’ τα παράθυρα του τρούλου του.
     Aπό το Kιοπρού Xισάρ τραβήξαμε για το Mπίλετζικ, τα βυζαντινά Bηλέκωμα, όπου δώσαμε γερή μάχη γύρω από το καμένο αυτό χωριό. Aπό τον τόπο αυτό εξορμήσανε οι Tούρκοι του Oσμάν που πήρανε την Προύσα.
     Από κει προχωρήσαμε και φτάσαμε μέχρι τα στενά του Κιουπλή που ήτανε Χριστιανικό χωριό, άδειο από τους κατοίκους του που τους πήρανε οι Τούρκοι μέσα στην Ανατολή. Το χωριό δεν είχε καταστραφή, τα σπίτια ήτανε ανοιχτά και σοδειές γιομάτα και στις πόρτες τους καθούντοστε σκελετωμένες γάτες που μας κυττάζανε με ένα αξιολύπητο βλέμμα.
     Πάνω στα σιδερένια παράθυρα των μαγαζιών, οι Τούρκοι είχανε γράψει: Προχωρείτε γκιαούρηδες. Σας έχουμε ανοίξει τους λάκκους σας. Kι εγώ συλλογιζόμουνα. Προχωρείς τώρα, να δούμε όμως πώς θα γυρίσης πίσω. Στους δρόμους βρήκαμε σκορπισμένα ιερά σκεύη των εκκλησιών και κομμάτια από άμφια.
     Στην έξοδο των στενών του Κιουπλή μας περιμένανε οι Τούρκοι με πυροβολικό. Είχανε σημαδέψει ένα ξυλένιο γιοφύρι του ποταμού Καρά Σου που πέρναγε από τα Στενά και μας αρχινήσανε ένα μπαράζ και μας χτυπήσανε άσκημα. Ούτε μπρος μπορούσαμε να πάμε ούτε πίσω. Εκείνη την ώρα επιτεθήκανε με τις λόγχες οι Κρητικοί του 45)9 συντάγματος και κάνανε ένα γιουρούσι και διώξανε τους Τούρκους. Αλλά να προχωρήσουμε δεν μπορούσαμε και γυρίσαμε πίσω στο Κιοπρού Χισάρ πάντα αψιμαχώντας. Μπροστά πηγαίναμε εμείς, πίσω μας οι Τούρκοι. Πίσω πηγαίναμε εμείς, μπροστά οι Τούρκοι. Στο δρόμο του γυρισμού από τα Κιουπλιά βρήκαμε αναποδογυρισμένα και καμένα 12 μεγάλα φορτηγά αυτοκίνητα Ταίηλορ, μια καντίνα και ένα νοσοκομειακό. Ερχόντουστε να μας εφοδιάσουν με πυρομαχικά και τρόφιμα, σταλμένα από την Προύσα. Οι Τούρκοι ρίξανε κορμούς δέντρων στο δρόμο και τα σταματήσανε. Όλους τους άντρες τους περεχύσανε με πετρέλαιο, τους κρεμάσανε από τις μασχάλες στα δέντρα και τους κάψανε ζωντανούς. Έτσι βρήκαμε τα κορμιά τους μισοκαμένα και κρεμασμένα. Τόσοι άντρες είτανε συνοδεία στα αυτοκίνητα, αλλά δεν μποράγανε να πολεμήσουν, γιατί τα όπλα που είχανε ήτανε σχεδόν άχρηστα, γκράδες του 1888. Σε αντίποινα κάψαμε μερικά χωριά από τα γύρω. Όλα αυτά τα χωριά ήτανε γιομάτα πυρομαχικά γιατί όταν τους βάλανε φωτιά τα πυρομαχικά τινάζανε τα σπίτια στον αγέρα.
     Τώρα θα γράψω και κάτι άλλο. Την εποχή που κυβερνούσε ο Βενιζέλος, από το κίνημα της αμύνης, οι Γάλλοι είχανε οπλίσει τον Ελληνικό Στρατό με δικά τους όπλα, σύγχρονα, μάρκας λεμπέλ. Έτσι κάθε διμοιρία του στρατού μας είχε τον ίδιον οπλισμό με μια Γαλλική. Ολμοβόλα, οπλοπολυβόλα, πυροβόλα, όλα Γαλλικής κατασκευής και Γαλλικής ιδιοκτησίας. Μόλις έπεσεν ο Βενιζέλος οι Γάλλοι βρήκανε αφορμή, ζητήσανε και πήρανε τα όπλα τους με τα οποία ήτανε εφοδιασμένος ο μάχιμος Ελληνικός στρατός στη Μικρασία. Όλοι οι βοηθητικοί στρατιώτες μας είχανε όπλα Μάνλιχερ, του 1909. Μ’ αυτό τον τρόπο ο στρατός στερήθηκε τα σύγχρονα όπλα του, οι μάχιμοι πήρανε τα όπλα των βοηθητικών, τα Μάνλιχερ, και οι βοηθητικοί οπλιστήκανε με γκράδες του 1888. Σε ώρα ανάγκης, μέτωπο ήτανε, δεν μπορούσανε να πολεμήσουνε και οι βοηθητικοί με γκράδες τη στιγμή που οι Τούρκοι είχανε Γερμανικά Μάουζερ, όπλα συγχρονισμένα και μεταχειριζόντουστε σφαίρες ντουμ ντουμ. Έτσι αμέσως ο στρατός μας έχασε τη δύναμη του πυρός στο μισό. Και παρ’ όλα αυτά οι χωρίς μυαλό αντιβενιζελικοί κυβερνήτες στείλανε το Στρατό στον Σαγγάριο.
     Ακόμα πρέπει να σημειώσω πως εκείνοι που πολεμήσανε απ’ την αρχή, ανοιχτά μ’ επιμονή και απανθρωπιά (για τους Χριστιανούς) τη Μικρασιατική εκστρατεία ήτανε οι Γάλλοι. Οι Ιταλοί λίγα πράγματα κάνανε εναντίον μας.
     Οι Γάλλοι μας θεωρούσανε όργανα της Αγγλικής πολιτικής. Αυτοί οι δυο είχανε αντίθετα οικονομικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή και ανταγωνιζόντανε ποιος θα πρωταρπάξη τα πετρέλαια της Μουσούλης. Γι’ αυτό οι Γάλλοι μας πολεμήσανε ανελέητα.
     Στο τέλος η Μεραρχία μας καταυλίστηκε στο Κιοπρού Χισάρ, πλάι στις όχθες του Γάλου ποταμού, του Καρά Σου. Έμαθα όταν έφυγα ότι εκεί έκανε η Μεραρχία μονιμώτερες εγκαταστάσεις για να ξεχειμωνιάση τον χειμώνα του 1921-22. Κάνανε ένα είδος χωριό που το ονομάσανε Κλαδάκοϊ προς τιμήν του Μεράρχου Ν. Κλαδά. Στα μέσα του Σεπτέμβρη, πιάσανε οι βροχές και προσβλήθηκα από ξερή πλευρίτιδα. Μου δώσανε ένα χρόνο αναβολή και πήγα για δεύτερη φορά στην Προύσα, σε άθλια κατάσταση. Το πρόσωπό μου ήτανε καφετί, σ’ όλη τη Μεραρχία δεν υπήρχε ούτε ένα καθαρτικό. Οι Τούρκοι με λυπούντοστε και με πήγανε να κοιμηθώ σ’ ένα χάνι, όπου ο χαντζής με σήκωσε στα χέρια του και μ’ έβαλε σε ένα είδος φάτνη για να κοιμηθώ.
     Την άλλην ημέρα πήγα στα Μουντανιά με το σιδερόδρομο. Εκεί έμεινα σ’ ένα ξενοδοχείο της παραλίας όπου οι κυρίες των Μουντανιών με περιποιηθήκανε και μου δώσανε τρόφιμα ώσπου νάρθη το βαπόρι να φύγω για τη Σμύρνη.
     Απέναντι από το ξενοδοχείο ήτανε μια αποβάθρα στην οποία ήτανε αραγμένη η βασιλική θαλαμηγός «Αμφιτρίτη» και τότε είδα για τελευταία φορά ζωντανό τον Μητροπολίτη της Σμύρνης Χρυσόστομο, ο οποίος ήρθε ν’ αποχαιρετίσει τον Στρατηλάτη Βασιληά Κωνσταντίνο, το παλλάδιον του αντιβενιζελισμού, που έφευγε πια πανένδοξος από τη Μικρασία για την Ελλάδα.
     Στο λιμάνι ήτανε κι ένα γαλλικό αντιτορπιλλικό που παρακολούθαγε την υποχώρηση της Μεραρχίας μας, όσο αυτή πήγαινε παραθαλάσσια, από τη Νικομήδεια μέχρι τη Γιάλοβα. Το αντιτορπιλλικό είχε κατεβάσει τη Γαλλική σημαία και στο κατάστρωμά του δεν υπήρχε ψυχή. Όλα αυτά ήτανε τυλιγμένα σε μια γκριζογάλανη ομίχλη.
     Γύρισα στη Σμύρνη με ένα βραδυκίνητο φορτηγό κι αφού συνήλθα στο σπίτι μας, ήφυγα για τον Πειραιά όπου εργαζότανε ο πατέρας μου και στα μέσα του Οχτώβρη του 1921 μπήκα στη Σχολή των Καλών Τεχνών.
     Όταν είχα φτάση στη Σμύρνη ήξαιρα πια ποιο θα ήτανε το τέλος της Μικρασιατικής εκστρατείας. Σε όσους το έλεγα κανένας δεν με πίστευε.
 
 
Η καταστροφή της Μικράς Ασίας τον Αύγουστο του 1922 με βρήκε στο ΣΤ΄ Στρατιωτικό Νοσοκομείο που είχα μπη γιατί υπέφερα από την πλευρίτιδα. Ευτυχώς η μητέρα μου και τα δυο δίδυμα αδέρφια μου είχανε έρθη στον Πειραιά έξη μήνες πριν την καταστροφή κι έτσι δεν προκάνανε να δούνε τα τρομερά εκείνα γεγονότα που επακολουθήσανε.
     Κατά τις στατιστικές του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπήρχανε κάπου 2.500.000 Ορθόδοξοι Χριστιανοί στην Τουρκία. Πόσοι Αρμεναίοι ήτανε δεν ξέρω ακριβώς. Όμως οι Αρμένικες πηγές λογαριάζουνε ότι μέσα στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο 1.000.000 Αρμεναίοι σφαχτήκανε από τους Τούρκους.
     Ο Μεταξάς, που καθώς έγραφεν ο ίδιος, είχεν εγκύψη στο ζήτημα αυτό, υπολογίζει τους ορθοδόξους Χριστιανούς της Τουρκίας το πολύ σε 2.000.000.
     Απ’ αυτούς, κατά την έκθεση της επιτροπής αποκαταστάσεως των Προσφύγων, φτάσανε στην Ελλάδα, από τη Μικρά Ασία, την Πόλη, τη Θράκη σε 1.260.000 ψυχές, οι περισσότεροι γυναικόπαιδα. Πόσοι μείνανε κι εξισλαμιστήκανε, πόσα γυναικόπαιδα πήρανε οι Τούρκοι, άγνωστα πράγματα.
     Όπως να το πάρης, πάνω από ένα εκατομμύριο Χριστιανοί χαθήκανε σ’ αυτήν την επιπόλαιη και εγκληματική επιχείρηση του Βενιζέλου. Όσο για τις περιουσίες που αφήκανε εκεί κάτω, αυτές είναι αλογάριαστες.
     Έτσι η Μικρά Ασία που ήτανε η κοιτίδα του Χριστιανισμού, δεν έχει σήμερα παρά ελάχιστους Χριστιανούς. Πάντως ο κορμός της Ανατολίτικης ορθοδοξίας κόπηκε από τη ρίζα του.
     Πόσοι Έλληνες στρατιώτες γυρίσανε στην Πατρίδα από τους 230.000 που κουβαλήσανε οι μετανοεμβριανοί κυβερνήτες στη Μικρά Ασία κι αυτό δεν το ξαίρω. Και για να πούμε το δίκιο, πόσοι άραγε αθώοι Τούρκοι χωριάτες και πολίτες σκοτωθήκανε, πόσες πολιτείες και χωριά καήκανε απάνω στη μανία του πολέμου, ποιος μπορεί να τα λογαριάση.
     Για να μετριαστή όμως ο πόνος μας για το χάσιμο και την καταστροφή της πατρίδας μας ας συλλογιστούμε και το καλό που έκανεν ο προσφυγικός κόσμος στην Ελλάδα. Πρώτα φύγανε 350.000 Τούρκοι που υπήρχανε στην Ελληνική επικράτεια. Η Μακεδονία ξεκαθαρίστηκε κι η Ελλάδα έγινε χώρα ομοιογενής. Οι πρόσφυγες ριχτήκανε στη δουλειά και στην ανοικοδόμηση και δώσανε νέο αίμα στη χώρα. Βιομηχανίες καινούργιες δημιουργηθήκανε, καλλιέργειες νέες και σήμερα σ’ όποιον προσφυγικό συνοικισμό κι αν πας θα δης όλο καινούργια σπίτια, μεγάλα και τυποδεμένα.
     Οι πρόσφυγες αφομοιωθήκανε με τους ντόπιους κι αντικρύζουμε όλοι μας τη λευτεριά και τη χαιρόμαστε. Η αλήθεια είναι ότι, παρά τα μπερεκέτια της Ανατολής, ο βραχνάς του Τούρκου ήτανε πάντα απάνω στην ψυχή μας. Όσο πήγαινες πιο βαθειά στην Ανατολή τόσο αυτός βάραινε περισσότερο.

(από το βιβλίο: Ν. Kαρτσωνάκης-Nάκης, Θυμάμαι τη Σμύρνη, Tο Eλληνικό Bιβλίο, 1972)