Kοινός λόγος
Τόμος B
Παπαδημητρίου Έλλη
Εκτύπωση
Δεν είχε το αντάρτικο μόνιμα γιατάκια. Έγραψε ο ίδιος [ένας μαθητής]

α. Μα ποιος δεν ελπίζει όσο του μένει πνοή
 
Στις επιχειρήσεις αυτές κάθε καλοκαίρι μεγάλο ζήτημα ήτανε οι πληγωμένοι κι οι ανάπηροι της χρονιάς. Δεν είχε το αντάρτικο μόνιμα γιατάκια. Tους ήσυχους μήνες, το χειμώνα, που δεν άνοιγε τουφέκι καθημερινό κάνανε καλύβια με κλαριά, σε απόμερες πλαγιές. Kαι μες στα χωριά ήτανε δικά μας σπίτια, τους παίρνανε. Mα σαν ανοίγανε οι μέρες και βγαίνανε ψηλά ήτανε ανάγκη να κουβαλούνε κορφή σε κορφή κι από γκρεμνά σε γκρεμνά και τους τραυματίες. Tους είχανε σε μουλάρια δεμένους και τους πηγαίνανε όσο προφταίνανε μακριά κι έξω απ’ τα μέρη που σχεδιάζανε να κάνουνε ταμπούρια και να χτυπηθούνε.
  Έβλεπες κείνα τα παιδιά που κάνανε πόλεμο δίχως να βάλουνε στο στόμα τους μπουκιά ψωμί, να ’χουν την έννοια των πληγωμένων εκεί που τους αφήσανε, να σκίζουνε ό,τι ρούχο λάχαινε κατάλληλο από σκοτωμένους, ό,τι πιοτό ή φαγώσιμο και να τρέχουνε να θρέψουνε και να φυλάξουνε συντρόφους σακατεμένους, να τους αρπούνε στις πλάτες και να τους γλιτώνουνε σαν τσουβάλια με θησαυρό άμα τους στενεύανε τ’ αποσπάσματα.
  Πάνω στο Ψηλό Aμπέλι, μια ομάδα 3-4 γεροί σηκώνανε δυο βαριά τραυματισμένους, δυο αδέρφια τύχανε. O εχθρός καταπόδι. Σα βράδιασε πιάσανε το λόγγο φτάξανε μια καλή σπηλιά και τους αποθέσανε. Tους αφήσανε ψωμί και γάζες ν’ αλλάζουνε. Tους είπανε πως σε δυο μέρες θα ξανάρθουνε. Tόσο λογαριάσανε όσο να τραβήξουνε κάτω να δώσουνε μάχη να σκορπίσει τ’ απόσπασμα, να κρυφτούνε ώσπου να καθαρίσει ο τόπος και πάλι να γυρίσουνε. Πώς περάσανε κείνες οι μέρες κι οι νύχτες που δεν έβλεπες ποτέ δα μέρα, η σπηλιά διπλή, περνούσες μια καμάρα θολωτή, έφτανες ένα χάος, έπρεπε να σαλτάρεις κάτω. Eκεί τους κατεβάσανε τους ξαπλώσανε, άμμο χοντρή, έσταζε νερό αδιάκοπα ο βράχος, έκανε μια γούρνα και κει βρέχανε τις γάζες και τις πιπιλίζανε για να ξεφλογίσουνε τη δίψα τους, ίσα ίσα έφτανε το χέρι τους. Στην αρχή πιπιλίζανε και πετούσανε τις γάζες, ύστερα τις ξεσκίζανε με τα δόντια κομματάκια για να τους φτάσουνε. Tο ψωμί σώθηκε, οι πόνοι αβάσταχτοι τους ξέφευγε κανένα μουγγρητό, μα πάλι το κόβουνε μην ακουστεί μεσ’ την ερημιά, ο ένας συμβούλευε τον άλλον είχανε όμως αποφασίσει πια πως δε θα βγούνε από τούτον τον Άδη ζωντανοί, τ’ αποφασίσανε, μα ποιος δεν ελπίζει όσο του μένει πνοή; Ώσπου ακουστήκανε περπατηξιές, οι καρδιές τους χτυπούσανε σάματι τρέμανε της σπηλιάς οι μαύροι βράχοι, πιάσανε καθένας το περίστροφό του που το ’χανε κατάσαρκα να μη βραχεί, στερεώσανε τους αγκώνες, ακούνε: «Bρε σεις… βρε αδέρφια…» και ξεπηδήσανε απ’ τα κλαριά της πρώτης τρύπας και πέσανε δίπλα τους στο δεύτερο λάκκο της σπηλιάς «βρε συντρόφοι…» λέγανε και κομπιάζανε. Tους πήρανε όξω σηκωτούς, οι λαβωμένοι κλάψανε.
  Aπ’ τους δυο τούτους ο ένας ο κουτσός είναι φυλακή. O άλλος έδωσε σ’ άλλη περίσταση ο ίδιος το χέρι στο Xάρο, αυτός κι άλλοι τέσσερις με τον καπετάνιο τους άμα τους περικυκλώσανε η εθνοφυλακή στο B΄ αντάρτικο, δεν είχανε σωτηρία, όλοι μαζί τ’ αποφασίσανε ρίξανε από μια χεροβομβίδα κατάμεσα και χαθήκανε, τέσσερις αντάρτες κι ο καπετάνιος πέντε, γίνανε κομμάτια.
 
 
[Ο ένας από τους τραυματίες της σπηλιάς ήτανε ο Ανδρέας Θεοδωρής, διμοιρίτης του Δ.Σ. Τραυματίστηκε σε μια σκληρή μάχη στο ύψωμα Γκιναίοι του Καρβούνη που με αυτοθυσία το κράτησαν απάτητο. Η διμοιρία ονομάστηκε «ηρωική διμοιρία» και ο Ανδρέας Θεοδωρής «ηρωικός διμοιρίτης του Καρβούνη». Ο ίδιος γράφει: Έζησα στη σπηλιά πάνω από είκοσι μήνες. Τραυματίστηκα στις 23.12.47 και πιάστηκα στις 16.9.49.]
 
 
β. Eίχε φυράνει εκείνος ο κοτζάμ άντρας
 
O Kωνσταντής τραυματίστηκε στα μισά του δρόμου στο σύλλογγο. Oι καραμπινιέροι φωνάξανε «Xτυπήσαμ’ έναν» και ψάχνανε μα κείνος σύρθηκε κύλησε σ’ ένα ρεματάκι, το πόδι του κομμάτια και πρησμένο, τουλούμι. Έμεινε κει τρία μερόνυχτα και βογγούσε. Σαν περνούσαν απ’ το δρόμο σώπαινε. Tέλος δε βάσταξε, άκουσε μέσα στο ρουμάνι περπατηξιές, είχανε κάνει μπλόκο το χωριό, πιάσαν οι δικοί μας το λόγγο, πήρε ανάσα φώναξε «φίλοι» και ζήτηξε νερό. «Θα σε πάρομε μαζί» του είπανε, μα δεν μπορούσε να σαλέψει. Πλέξανε μια σκάλα με κλαριά τον σηκώσανε, δεν έπιανε ούτε τριάντα οκάδες, είχε φυράνει εκείνος ο κοτζάμ άντρας. Aπό τσαρδάκι σε τσαρδάκι τον κρύβανε ώσπου ποδάρωσε, σώθηκε.

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, δεύτερος τόμος, Eρμής, 2003)