Kωνσταντίνος Κοντογιάννης
Κοντογιάννης Πάτροκλος
Εκτύπωση
Υιός του Τουρκοφάγου Γιάννη Κοντογιάννη είναι ο προπάππος μου Κωνσταντής. Τα κατ’ αυτόν είνε ολίγον γνωστά και μόνον παραδόσεις τινές και άσματα δημοτικά δίδουν ιδέαν τινα της υπάρξεως και του θανάτου του.
     Το κάτωθι άσμα αποδίδεται υπό των εν Φθιώτιδι εις τους Καπετανέους Κωνσταντήν, Μήτσον και Σπύρον (;).
 
 
Καλώς ανταμωθήκαμε εμείς οι ντερντιλήδες
Στου Αϊ-Λιά τον πλάτανον που ’νε μια κρύα βρύσι
Πώχουν οι Κλέφταις μάζωμα όλ’ οι Καπεταναίοι
Να κλάψωμε τα Ντέρτια μας και τα παράπονά μας.
 
 
Το δε επόμενον άσμα είναι μάλλον συγκεκριμένον ομιλούν περί του θανάτου του Κωνσταντή, γενομένου εις Ακαρνανίαν παρά τον Αχελώον εις την γέφυραν της Τατάρνιας, καθ’ ην στιγμήν ανεπαύετο προσκαίρως με τα παλληκάρια του το έτος 1810. Ο Κωνσταντίνος κατελήφθη εκεί υπό των Τούρκων εξ ενέδρας προδοθείς, καθά εν απάση τη Φθιώτιδι διαλαλείται, υπό του τότε προεστώτος Δημάκη Χατζίσκου. 50 Κοντογιανναίοι μετά πολλών άλλων παλληκαρίων εύρον εκεί θάνατον σκληρόν και αιφνίδιον εις στιγμήν, καθ’ ην ανύποπτοι εκοιμώντο.
     Το επόμενον άσμα αναφέρεται εις την δολοφονίαν ταύτην.
 
 
Κοιμάται η Καπετάνισσα του Κοντογιάννη η νύμφη
Μέσ’ τα χρυσά παπλώματα, μέσ’ τους χρυσούς σελτέδες
Να την ξυπνήσω σκιάζομαι, να της το πω φοβούμαι.
Έμασα μοσχοκάρυδα και την πετροβολάω
Για να την πάρη η μυρωδιά και μόνη να ξυπνήση
Σαράντα μοσχοκάρυδα της ρίχνω στην αράδα
Κι από τον μόσκο τον πολύ και την μοσχοβολιά του
Άνοιξε τα ματάκια της και με γλυκορωτάει
«Παιδί μου τι μας έφερες από τους Καπετάνους;»
«Κακά ψυχρά κι ανάποδα σας έφερα κυρά μου
Το Νικολάκη πιάσανε, τον Κωνσταντή βαρέσαν»
Τα μάγουλά της έπιασε και τάκανε κομμάτια
Κι έβαλε μια ψηλή φωνή ’πο την καρδιά της μέσα
«Μανούλα μου και θειάκω μου δέστε μου το κεφάλι
Με μπόλες δέκα τέσσαρες για να μοιρολογήσω
Να κλάψω για τον Κωνσταντή και για τον Νικολάκη
Που ’ταν κολώνες στα βουνά και φλάμπουρα στους κάμπους
Και στων Πασάδων την οργή θεμελιωμένοι πύργοι».
 
 
Το άσμα ομιλεί περί του Κωνσταντή, «που ’ταν κολώνα στα βουνά και έναντι των Πασάδων θεμελιωμένος πύργος». Ο χαρακτηρισμός ούτος είνε νομίζομεν δι’ αυτόν ο μεγαλείτερος των επαίνων.
 
Το άσμα απονέμει φόρον τιμής και ευλαβείας προς την Καπετάνισσαν, νύμφην του Γιάννη Κοντογιάννη και σύζυγον του Κωνσταντή Κοντογιάννη, ούτινος τον φόνον προτιθέμενος ν’ αναγγείλη ο άγγελος, δι’ αυτήν τόσον οδυνηράν είδησιν, φοβείται να το πη, σκιάζεται. Η δε σύζυγος του φονευθέντος, μόνον σύζυγος ήτο δυνατόν να λυπηθή επί τοσούτον, έπιασε τα μάγουλά της και τάκανε κομμάτια από την λύπην της, εις ην προσετίθετο και η εκ της συλλήψεως του Νικολάκη προερχομένη.
     Ωσαύτως το κατωτέρω άσμα διεκτραγωδεί την στενοχωρίαν της ιδίας συζύγου του Κωνσταντή Κοντογιάννη μεταβάσης εις την νήσον Κάλαμον προς ασφάλειαν.
 
 
Στην Άρτα κλαίει μια κυρά και στο Βραχώρι δύο
Στο ξαναμμένο Κάλαμο νύμφη του Κοντογιάννη
Στο παραθύρι κάθεται, τα Πέλαγα αγναντεύει
Τα πέλαγα και τα βουνά και της κοντοραχούλαις
Βλέπει καράβια πούρχονται βαρκούλες που αρμενίζουν
 
 
Ο Κωνσταντίνος Κοντογιάννης εγκατέλιπε τρεις υιούς, καθ’ ηλικίαν τους εξής: Τον Γεώργιον, τον Σπύρον και τον Νικολάκην. Εκ τούτων διεκρίθησαν κυρίως οι δύο τελευταίοι.

(από το βιβλίο: Στρατηγού Π. Kοντογιάννη, Kοντογιανναίοι. Kλέφτες - Aρματωλοί - Aγωνισταί, Eν Aθήναις, Tυπογραφείον A.Σ. Pαφτάνη, 1924)