Μήτσος Κοντογιάννης
Κοντογιάννης Πάτροκλος
Εκτύπωση
Ο Μήτσος Κοντογιάννης, υιός του Γιάννη, έδρασε πρώτον κατά το δεύτερον ήμισυ του 18ου αιώνος, μετασχών της Επαναστάσεως του 1770. Ηκολούθησεν ούτω το παράδειγμα του Ανδρούτσου και Κολοκοτρώνη. Κατά το πρώτον είτα ήμισυ του 19ου αιώνος συναντώμεν αυτόν εν Επτανήσω μετ’ άλλων οπλαρχηγών και βραδύτερον κατά τον αγώνα της Ανεξαρτησίας υπό τας επομένας περιστάσεις.
     Κατά το έτος 1807 η Τουρκία ευρίσκεται εις εμπόλεμον κατάστασιν από του 1806 μετά της Ρωσίας, μεθ’ ης έχει συνταχθή και η Επτάνησος, ήτις αμύνεται υπό Ρωσσικού στρατού. Ο Αλή-Πασάς είνε σύμμαχος της Τουρκίας και επιχειρεί κατά της Επτανήσου, ήτις από του 1805 εχρησίμευεν ως καταφύγιον των Κλεφτών μετά την ισχυράν αυτών καταδίωξιν υπό των οπλαρχηγών του Αλή-Πασά και ιδία του Ιουσούφ Αράπη, του σκληροτέρου και απανθρωποτέρου πάντων των άλλων. Τας πολεμικάς του κατά της Επτανήσου επιχειρήσεις διευθύνει ο Αλή-Πασάς, κατά δε της Λευκάδος διά του υιού αυτού Βελή-Πασά, ηγουμένου 12.000 Αλβανών πεζών και ιππέων. Η Λευκάς ετέρωθεν αμύνεται υπό του Ρώσσου στρατηγού Στάτδερ, ηγουμένου Ρωσσικών στρατευμάτων και τριών λόχων Ελληνικών, ους είχον συγκροτήσει οι ως άνω εν Επτανήσω καταφυγόντες διάσημοι αρματωλοί και Κλέφτες, οίον οι αδελφοί Κατσαντώναι, ο Κίτσος Βότσαρης, ο Φώτος Τζαβέλας, ο Δράκος Γρίβας, Μ. Δαγκλής, Κ. Στράτος κ.λ. μετ’ αυτών δε και ο Μήτσος Κοντογιάννης μετά του ανεψιού αυτού και αδελφού του πάππου μου Γεωργίου, οίτινες πάντες συνέρρευσαν εκεί, εις Λευκάδα, εις το σημείον του κινδύνου, «ίνα προσφέρωσι το αίμα των», ως λέγει ο Βαλαωρίτης, «εις τον βωμόν της κοινής πατρίδος».
     Εν Λευκάδι ευρίσκετο τότε και ο Ιω. Καποδίστριας, ως αντιπρόσωπος και πληρεξούσιος του Γενικού Διοικητού της Επτανήσου Ρώσσου Κόμητος Μοντσενίγου, ίνα διευκολύνη το έργον της αμύνης. Ο Καποδίστριας συγκεντροί πάντας τους άνω οπλαρχηγούς και προσαγορεύει αυτούς, πάντες δε ξιφουλκήσαντες ομνύουσι, συμφώνως προς πρόποσιν εγερθείσαν υπό του Καποδιστρίου, να πραγματοποιήσωσι την παρ’ αυτού εξενεχθείσαν ευχήν της απελευθερώσεως όλης της Ελλάδος. Ο Καποδίστριας δεν σταματά όμως, εις τους λόγους. Μεγαλόνους, ως ήτο, συλλαμβάνει την ιδέαν της εκτελέσεως στρατηγικού αντιπερισπασμού. Κρίνει, ότι ο κίνδυνος της Λευκάδος θα απετρέπετο, εάν ο στρατός του Αλή περιεσπάτο εις επιχειρήσεις εν Αιτωλο-Ακαρνανία, εξ ης προήρχετο και ην χώραν καλώς ενγώριζον οι εν Λευκάδι αρματωλοί. Τούτο και εγένετο πράγματι. Οι αρματωλοί μεταβάντες εις Αιτωλο-Ακαρνανίαν και πότε μεν προσβάλλοντες τον Τουρκικόν στρατόν πότε δε καίοντες τα Τουρκικά χωρία προσείλκυσαν τους Τούρκους προς τα εκεί. Ούτως η Λευκάς και δι’ αυτής η Επτάνησος απηλευθερώθη εκ της Τουρκικής εισβολής διά των Ελλήνων αρματωλών, ων τα ονόματα παρέθηκα, εν οις και ο Μήτσος Κοντογιάννης μετά του υιού αυτού. «Τα ονόματα των μεγαθύμων τούτων αρματωλών», λέγει ο Βαλαωρίτης, «η Ελληνική ευγνωμοσύνη δέον να μνημονεύση εις αιώνας αιώνων».
     Τα κύρια σημεία της πατριωτικής δράσεως του Μήτσου Κοντογιάννη διαλαμβάνει έγγραφον του Ιστορικού αρχείου της Εθνικής ημών Βιβλιοθήκης υπ’ αριθμ. 8829 υπογεγραμμένον παρά του τότε υπουργού των Στρατιωτικών Κ.Α. Βλαχοπούλου και έχον ως έπεται:
 
«Το σπήτι του Κοντογιάννη ον προ εκατόν πεντήκοντα σχεδόν ετών κατά συνέχειαν της επαρχίας Υπάτης εις τα 1795 προσέλαβεν υπό το Καπετανλήκι του και τας επαρχίας Ταλαντίου, Μουντουσίτσας και Μαλανδρίνου, τα οποία όλα ομού είχε μέχρι του 1799, ότε ο Αλή-Πασάς εξουσίασε την Πρέβεζαν και έβαλε σκοπόν να εξαλείψη τους Καπετανέους και πέμπων τον Ιουσούφ Αράπην ομού με άλλους πολλούς τους εκυνήγησεν όλους, εις το παρελθόν τούτο διάστημα είχε υπό την οδηγίαν του ως Κολιτσήδες ονομαζομένους πολλούς, πλην σημειώνομεν μόνον, όσους ευρέθησαν οπλαρχηγοί εις την επανάστασίν μας, τον Γώγον Μπακόλαν, τον Αλεξάκην Βλαχόπουλον και τον Γεώργιον Βαλτινόν. Όταν πάλιν έλαβε το Καπετανάτον Υπάτης, Σαλώνων και Βάλτου, είχε υπό την οδηγίαν του τον Καραϊσκάκην, τον Καλτσοδήμον, τον Διάκον και τον Πανουργιάν, οίτινες μετά ταύτα έγιναν Καπεταναίοι ιδίαιτεροι. Εις την επανάστασίν μας λοιπόν έχων ο Μήτσος Κοντογιάννης επιρροήν εις αυτούς διά τα προλεχθέντα αυτοί τον εσέβοντο ως πατέρα, εκινήθησαν εις τον αγώνα ομοφώνως στρατιωτικώς.
     »Επομένως βλέποντες οι Έλληνες ότι εκ του πολιτικού συστήματος δεν ηδύνατο να τελεσφορήση η Επανάστασις, απεφάσισαν να συστήσουν τον Άρειον Πάγον. Ο Μ. Κοντογιάννης διά των προτροπών του και συμβουλών του έπεισε και τους άλλους και εσύστησαν τον Άρειον Πάγον, και όχι μόνον εις την αρχήν αλλά και μετά ταύτα εις όλας τας τρικυμίας της τότε αδυνάτου διοικήσεως, όχι μόνον αυτούς αλλ’ ούτε και τους άλλους άφησε να εξοκείλουν εις την ανυποταξίαν και αναρχίαν.
     »Εκτός τούτων και διαφόρων άλλων θυσιών ο υιός του εθυσιάσθη εις την μάχην της Καλλιακούδας εις τα 1823 επί Σκόντρα, αυτός δε κεκλεισμένος εις Μεσολόγγιον μέχρι τέλους, αυτός του οποίου εθυσιάσθη και ο απ’ αδελφού ανεψιός του Σπύρος Κοντογιάννης, οποίους υιόν και ανεψιόν έχασεν.
 
»Κ.Α. Βλαχόπουλος
 
»Ο Διέπων την σήμερον την Γραμματείαν των Στρατιωτικών τους γνωρίζω κάλλιστα, δεν είνε ανάγκη να εκταθώμεν».
 
 
 
Ο Μήτσος Κοντογιάννης παλαιόν είχε το αρματωλικόν αξίωμα διότι, ως λέγει και ο Φιλήμων εν τω Δοκιμίω της Ιστορίας αυτού, ο πάππος αυτού καταγόμενος εκ του Βάλτου ήτο πρωτοπαλλήκαρον του τότε περιωνύμου οπλαρχηγού των Αγράφων Δήμου Μπουκουβάλα. Ένεκα της αρχαιότητος ταύτης απήλαυεν ηθικής επιρροής και επί των ομόρων επαρχιών έτι. Ο Φιλήμων λέγει, ότι ο Μήτσος ήτο εν αρχή διστακτικός προς την επανάστασιν θεωρών αυτήν άκαιρον. Και όντως οι δισταγμοί αυτού φαίνεται ότι υπήρχον, καθόσον η επαρχία της Φθιώτιδος, παραμεθορία ούσα προς τας υπό των Τούρκων δι’ ισχυρού στρατού κατεχομένας επαρχίας της Θεσσαλίας, υπέμενε συχνάκις εισβολάς Τουρκικών στρατευμάτων ποιούντων εκδρομάς προς σύλληψιν τροφών, γυναικών, ζώων κλ. Η Φθιώτις συνεπώς ήτο πλείον των άλλων επαρχιών εκτεθειμένη και είχεν ανάγκην ισχυροτέρας προστασίας, ο δε αρματωλός αυτής εφοβείτο μήπως εκθέση εις όλεθρον την επαρχίαν αυτού και ουχί ίνα μη χάση το αρματωλήκι, ως ισχυρίζεται ο Φιλήμων. Η περί διστακτικότητος του Μήτσου κρίσις εκφέρεται ιδίως κατά την εκτέλεσιν της υπό τον Δ. Υψηλάντην εν τη Ανατολική Ελλάδι εκστρατείας, ότε ο μεν Υψηλάντης συνεκέντρωσε τας υπ’ αυτόν δυνάμεις εις Δαδί, συνεργαζόμενος μετά των οπλαρχηγών Διάκου, Δυοβουνιώτη και Πανουργιά εστρατοπεδευμένων εις Κομποτάδες. «Ειπέ του Διάκου», είπεν εις τον ζητήσαντα εν αρχή την συνδρομήν του απεσταλμένον, «ότι οι οπαδοί του είνε πολύ ολίγοι, ώστε να αντιταχθώμεν τελεσφόρως κατά των Τούρκων», οίτινες ηριθμούντο τότε κατά χιλιάδας. Και ο μεν Διάκος δεν διέθετε πράγματι τότε ή 600 Βοιωτούς, ο Δυοβουνιώτης 300 Λοκρούς και ο Πανουργιάς 200. Παρά την ην είχεν όμως γνώμην, συνετάχθη είτα μετ’ αυτών και προσχωρήσας ευθύς μετ’ ολίγον προσέβαλε τους εις Υπάτην εισβαλόντας Αλβανούς την 18 Απριλίου εκ Δυσμών, ενώ οι άλλοι ομού επετέθησαν εξ Ανατολών.
     Και εσυνθηκολόγησαν μεν οι μη πολυάριθμοι Αλβανοί της Υπάτης, αι ενισχύσεις όμως δεν εβράδυναν, ως ήν επόμενον, να καταφθάσωσιν ευθύς την επομένην εκ του παρακειμένου της Θεσσαλίας υπό τον γνωστόν Χουρσίτ Πασάν στρατοπέδου οδηγούμενοι υπό τον Κιοσέ Μεχμέτ Πασάν και τον Ομέρ Βρυώνην, οίτινες ανελθόντες εις 12.000 περίπου άνδρας, καθ’ α εκτιμά αυτούς ο Σούτσος (σελ. 189), διέλυσαν το εν Δερβέν Φούρκα Ελληνικόν στρατόπεδον, ούτινος ο ολικός αριθμός δεν υπερέβαινε τους 3.000 περίπου άνδρας. Ούτω οι μεν Διάκος, Πανουργιάς και Δυοβουνιώτης μετέβησαν πάλιν εις Κομποτάδες, ο δε Κοντογιάννης κατέλαβε την παρά την Υπάτην κειμένην τοποθεσίαν της Μονής Αγάθωνος ευρισκομένην εις μόλις απόστασιν ώρας απ’ αυτής.
     Ο Μήτσος Κοντογιάννης ήτο εκ των αρματωλών τους οποίους είχεν αναγνωρίσει ως διοικητάς όλης της Ρούμελης το εν Πελοποννήσω εδρεύον Εκτελεστικόν. Όθεν και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος εν έτει 1824 ζητών από το Εκτελεστικόν την άδειαν εκ Μεσολογγίου να εισπράξη τα δοσίματα της επαρχίας Σαλώνων διά την άμυναν του Μεσολογγίου, προσθέτει ρητώς, ότι είχε προς τούτο την συγκατάθεσιν του Μήτσου Κοντογιάννη.
     Η Ελληνική Κυβέρνησις εκτιμώσα την περίνοιαν και εμπειρίαν του Μήτσου διώρισεν αυτόν Αρχηγόν των περί τας Παλαιάς Πάτρας στρατοπέδων και της κατά του φρουρίου των Πατρών πολιορκίας, διατάξασα τους εν Άργει οπλαρχηγούς να ταχθώσιν υπ’ αυτόν διά διαταγής, ης το πρωτότυπον περισωθέν εν τω Ιστορικώ Αρχείω έχει ως εξής:
 
 
     Αριθ. 7201
 
     Το Εκτελεστικόν Σώμα
 
     Προς τους εν Άργει Οπλαρχηγούς
 
Ο Γενναιότατος Στρατηγός Μήτσος Κοντογιάννης διωρίσθη Αρχηγός των περί τας Π. Πάτρας Στρατοπέδων και αφιερώθη η πολιορκία τούτου του φρουρίου εις την στρατιωτικήν εμπειρίαν και φρόνησιν του αξιεπαίνου τούτου οπλαρχηγού· διατάττονται λοιπόν όλοι οι εν Άργει στρατιωτικοί, εκτός των υπό τον Χ. Χρίστον, Καρατάσον, Γάτσον, Βάσσον, Ράγγον, Τζιώκρην και Γραμματικόπουλον να καταγραφούν αμέσως και να εκστρατεύσουν διά τας Π. Πάτρας υπό την οδηγίαν του κυρίου Μήτσου Κοντογιάννη· όποιος δε παρακούση ή διά να ακολουθήση τον αρχηγόν του ή διά να εκτελή πιστώς και προθύμως τας οδηγίας του, ας ειξεύρει ότι όχι μόνον το σώμα του διαλύεται αλλά μηδέ μισθούς, μηδέ άλλο τίποτε έχει δικαίωμα να λάβη από την Διοίκησιν. Αξιωματικοί και στρατιώται! Σεις άλλοτε άοπλοι ενικήσατε τους ωπλισμένους Τούρκους και εστολίσθητε με τα άρματά των· τα τελευταία μας δυστυχήματα προήλθον από την ασυμφωνίαν και την απείθειαν· εις το χέρι σας στέκει να αποκτήσητε την πρώτην σας υπόληψιν και να τρομάξετε τον τολμηρόν εχθρόν μας· η πατρίς, η διοίκησις και ο κόσμος, προσμένει να θαυμάση εκ νέου τας ανδραγαθίας σας.
 
     7 Μαΐου 1825. Ναύπλιον.
 
     Ο Πρόεδρος
 
     Ο Πρ. Γεν. Γραμ.
 
 
 
Ο Μήτσος Κοντογιάννης μετά την κατά των Π. Πατρών επιχείρησιν διετάχθη μετ’ ολίγον να ενισχύση την φρουράν του Μεσολογγίου μετά των στρατηγών Γιάννη Ράλλου και Λάμπρου Βεΐκου. Και η Ιστορία του Fabre διηγείται την επίθεσιν, ην επεχείρησεν η φρουρά κατά την νύκτα της 20-21 Ιουνίου, ευθύς ως ενισχύθη υπό του Μήτσου Κοντογιάννη και των συν αυτώ, ίνα δώση εις τον εχθρόν έν καλόν μάθημα, ως λέγει ο ταγματάρχης Κουτσονίκας. Οι Έλληνες ώρμησαν ταυτοχρόνως εκ τε του κέντρου και των πτερύγων υποστηριζόμενοι υπό των πυροβολαρχιών των επάλξεων του φρουρίου. Διεσκόρπισαν τους φύλακας των ορυγμάτων, εφόνευσαν πλέον των 200 Τούρκων εν ταις γραμμαίς αυτών, εκυρίευσαν 7 σημαίας, και επέστρεψαν μετά 5 αιχμαλώτων και πολλών λαφύρων, σχόντες μόνον 7 στρατιώτας πληγωθέντας και 3 νεκρούς.
     Τον Μήτσον Κοντογιάννην βλέπομεν ωσαύτως εν Μεσολογγίω μετέχοντα Στρατοδικείου αποτελουμένου υπό των στρατηγών Νότη Βότσαρη, Γεωργίου Βαλτινού, Χρίστου Φωτομάρα, Νικολάου Στουρνάρα και Ζώη Πάνου προς εκδίκασιν της άλλως όμως ανυποστάτου κατηγορίας κατά του στρατηγού Γεωργίου Κίτσου συκοφαντηθέντος, ότι εσκόπει ν’ απελευθερώση Τούρκους αιχμαλώτους.
     Ο Μήτσος Κοντογιάννης απετέλει μέλος της εκ στρατηγών επιτροπής, ήτις διηύθυνε την άμυναν της πόλεως (Δεκ. 1825-Φεβρ. 1826).
     Ο Μήτσος ήτο ο γηραιότερος και σεβασμιώτερος των εν Μεσολογγίω στρατηγών κατά την πολιορκίαν. Η προς τούτον αγάπη των πολιορκουμένων έφθασε μέχρι τοιούτου σημείου, ώστε από την γενικήν σφαγήν των εντός της πόλεως ζώων προς διατροφήν των να εξαιρέσωσι μόνον τον ίππον εκείνου, όστις όμως και ούτος εθυσιάσθη κατ’ επιθυμίαν του Μήτσου.
     Ο Μήτσος Κοντογιάννης μετέσχε παρά το γήρας αυτού, ηρίθμει τότε 70 έτη, της ηρωικής εξόδου της 10 Απριλίου του 1826 περί ης κατωτέρω, υπέστη δε πάντα τα δεινά του κατά τον χρόνον εκείνον από τε της ξηράς και θαλάσσης πολιορκουμένου Μεσολογγίου. Το γήρας, η πείνα και αι κακουχίαι είχον εξασθενήσει αυτόν επί τοσούτον, ώστε κατά την έξοδον υπεβαστάζετο και εσύρετο πολλάκις υπό του ανεψιού αυτού Νικολάκη επιζήσαντος.
     Μετά την πτώσιν του Μεσολογγίου, ηναγκάσθη να προβή εις συνθήκην μετά των Τούρκων, οίτινες είχον αιχμαλωτίσει 900 οικογενείας μεταξύ των οποίων και πλείστοι γονείς των στρατιωτών, ους είχε μεθ’ εαυτού.
     Ο Μήτσος Κοντογιάννης εδαπάνησε υπέρ της επαναστάσεως μεγάλα ποσά. Είς μόνον λογαριασμός ευρισκόμενος εις την Συλλογήν των εγγράφων της Εθν. Βιβλιοθήκης περιλαμβάνει μέγα ποσόν εξ ιδίων διά μισθούς και σιτηρέσια των στρατιωτών του.
     Απέθανεν εν έτει 1847 εις το χωρίον του Γυποχώρι (Γυφτοχώρι σήμερον λεγόμενον), ετών 95 και είχε τρεις υιούς καθ’ ηλικίαν ως εξής: Τον Νικολόν, τον Βαγγέλην και τον Γιαννάκην.

(από το βιβλίο: Στρατηγού Π. Kοντογιάννη, Kοντογιανναίοι. Kλέφτες - Aρματωλοί - Aγωνισταί, Eν Aθήναις, Tυπογραφείον A.Σ. Pαφτάνη, 1924)