Κεφάλαιο πρώτο
Ιωακειμίδης Βασίλης
Εκτύπωση
Η προγονική ρίζα των γονιών μου ήταν απ’ τις διακεκριμένες οικογένειες του χωριού μας, ο Σκοπός της Ανατολικής Θράκης. Ο πατέρας μου άριστος νέος, με καλή ανατροφή και αρχές, που ομόφωνα υποδείχθη υπό των συγχωριανών μας να χειροτονηθεί και να γίνει παπάς του χωριού μας.
     Ήταν μια τιμητική διάκριση στο πρόσωπο που ανετίθετο να αναλάβει το χρίσμα του ιερέα.
     Η μητέρα μου ήτο της ξακουστής οικογένειας του Παπαναστάση, συμμετέχουσα ως κοπέλα την εποχή ακόμη εκείνην στο σύλλογο κυριών και δεσποινίδων, προσφέρουσα πολύτιμες υπηρεσίες για φιλανθρωπικούς, εκπολιτιστικούς και εθνικούς σκοπούς. Περήφανα πρέπει να τονισθεί εδώ, ότι την εποχή ακόμα εκείνη, εξόν του χωριού μας, σε καμμιά ακόμα πόλη μεγάλη, σαν την Ανδριανούπολη και Σαράντα Εκκλησιές, δεν είχαν δημιουργηθεί τέτοιοι εκπολιτιστικοί σύλλογοι.
     Ήταν ένα όμορφο χωριό, που διακρίνονταν οι κάτοικοί του για την εργατικότητα, τιμιότητα και την εθνική και πολιτιστική των δραστηριότη. Όλα αυτά τα έμαθα τώρα τελευταία, στις δέκα του Οκτώβρη στα 1976, απ’ τον Σκοπιανό δάσκαλο του χωριού Νέος Σκοπός του νομού Σερρών, κ. Τζαχίλη, που ήτο ο κύριος ομιλητής στο μνημόσυνο, που έκανε η κοινότητα Νέου Σκοπού, εις μνήμην των πεσόντων Σκοπιανών παλαιών και νέων, από τα 1912 μέχρι σήμερα, εις την ωραίαν αίθουσα του μορφωτικού συλλόγου Ορφεύς Νέου Σκοπού.
     Σήμερα το νέο χωριό, Νέος Σκοπός, ξεχωρίζει απ’ όλα τα χωριά του νομού Σερρών για την μεγαλοπρεπή εκκλησιά, το τεράστιο δημοτικό σχολείο, τη μορφωτική του αίθουσα Ορφεύς, το ωραιότατο κοινοτικό γραφείο, το κεντρικό πάρκο στην κεντρική πλατεία του χωριού και τους ωραίους ρυμοτομικούς δρόμους.
 
 
Αρχή της μεγάλης τραγωδίας
 
Πολιτικά και στρατιωτικά σφάλματα, στα 1914, φέρανε το έθνος μας σε πολύ κακή μοίρα, από διάφορες συνθήκες που δημιουργηθήκανε, υποχρέωσαν οι μεγάλοι τον ελληνικό πληθυσμό της Ανατολικής Θράκης να εγκαταλείψει τα ιερά του χώματα σε προθεσμία ολίγων μόνον ημερών. Μικρό βρέφος στα φασκιά τυλιγμένο, μόλις είχα γεννηθεί, μου διηγήθηκαν τα μεγαλύτερα αδέλφια μου την τραγωδία της προσφυγιάς, όταν εγκαταλείπαμε η οικογένειά μας μαζί με όλους τους συγχωριανούς μας το αγαπημένο και άξιο χωριό μας, τον Σκοπό της Ανατολικής Θράκης, αφήνοντας όλα τα υπάρχοντά μας στο έλεος του Θεού και στους βαρβάρους Τούρκους κατακτητές.
     Μεγάλα καραβάνια προσφυγιάς ακολουθούσαν το δρόμο προς το άγνωστο, ο πατέρας μου παπάς, που με την παπαδιά του μας αράδιασε μια μάντρα παιδιά, τον Αναστάση, τον Κυριαζή, τον Γιάννη, την Ελένη, τον Δημητρό, την Κερατσώ, τη Μάρθα, τον Γιώργο, που πέθανε μόλις γεννήθηκε, και εμένα τον Βενιαμίν Βασιλάκη, οι δυο πρώτοι μεγάλοι, ο μεν Αναστάσης έφυγε πριν της προσφυγιάς για την Αμερική, ο δεύτερος, ο Κυριαζής, τοποθετήθηκε με ενέργειες του πατέρα μας, σαν παπάς που ήτο, στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, όπου εκεί και πέθανε σε λίγα χρόνια.
     Ακολουθώντας η υπόλοιπη οικογένεια το μεγάλο καραβάνι της προσφυγιάς καταλήξαμε στη Μακεδονία, στην πόλη της Δράμας. Ο Μητροπολίτης της Δράμας τοποθετεί τον πατέρα μου ιερέα σ’ ένα κοντινό χωριό της Δράμας, στην Βισοστάνη, ονομαζόμενο τώρα Ξηροπόταμος. Ο πατέρας μου, πριν γίνει παπάς, ήτο μια ανήσυχη ψυχή, που γαλουχήθηκε μέσα του το φλογερό πάθος του πατριωτισμού και της αυταπάρνησης.
     Όπως μου διηγήθηκαν οι μεγάλοι, στα 1897 εγκατέλειψε το χωριό μας και κατέβηκε κάτω στην Κρήτη να πολεμήσει εθελοντής για την απελευθέρωσή της. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του, το Σκοπό, συνέχισε και εκεί με πάθος και δραστηριότητα την εθνική του δράση, συμμετέχοντας στα δημιουργηθέντα εκεί αντάρτικα σώματα, που συγκροτήθηκαν για την αντιμετώπιση των εισβολέων Βουλγάρων κομιτατζήδων, που μπαινοβγαίναν και ρημάζαν τα ελληνικά χωριά λεηλατώντας και σκοτώνοντας πατριώτας.
     Τέτοια ήταν η δραστηριότητά του στα σώματα αυτά, που επανειλημμένα διακρίθηκε, επισημάνθη και αποκηρύχθη υπό των Βουλγάρων ονομαστικώς, και, όταν στον ευρωπαϊκό πόλεμο του 1916-1917 κατέλαβαν τη Μακεδονία, σαν παπάς που ήτο ακόμα, τον ανεγνώρισαν, τον συνέλαβαν και με ασύλληπτη αγριότητα τον βασάνισαν και τον απηγχόνισαν στην πλατεία του χωριού μαζί με άλλους Έλληνας πατριώτας.
     Μετά τον απηγχονισμό, η αγριότητά τους δεν περιορίσθηκε εκεί, τους πήρανε όλους μαζί νεκρούς, τους βάλανε σε ένα βοδάμαξο, τους πήγαν και τους πέταξαν σ’ ένα ξεροπήγαδο έξω απ’ το χωριό, στην τοποθεσία Κουτρούλοβα.
     Ύστερα από δεκαέξη ολόκληρα χρόνια η πατρίδα μας, τιμώσα τους εθνομάρτυρας αυτούς, έστησε στην τοποθεσία αυτήν αγαλμάτινη αναθεματική στήλη με όλα τα ονόματα των απηγχονισθέντων εθνομαρτύρων, αρχής γενομένης του ιερέως Ιωακείμ Παπαϊωακείμ εκ Σκοπού Θράκης.
     Η θεία πρόνοια ευδόκησε η ημέρα των αποκαλυπτηρίων της στήλης αυτής να συμπέσει με τον εορτασμό της εκατονταετηρίδος της απελευθερώσεως του έθνους μας από τον τουρκικό ζυγό, την τελετή διοργάνωσε με πολλή επισημότητα ο δήμος Δράμας, με ειδικό πρόγραμμα, στέλνοντας τιμητικές προσκλήσεις στις οικογένειες των αναγραφομένων επί της στήλης εθνομαρτύρων, υπό του τότε δημάρχου Δράμας Γρηγορίου Παζιώνη.
     Παρευρέθησαν όλες οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές και πλήθος λαού της Δράμας και Ξηροποτάμου, την επιμνημόσυνο δέηση εχοροστάτησε ο τότε Μητροπολίτης Δράμας Βασίλειος, τα δε αποκαλυπτήρια έκανε ο δήμαρχος Δράμας αφαιρώντας την ελληνική σημαία που σκέπαζε τη στήλη, ενώ η Φιλαρμονική του δήμου Δράμας επαιάνιζε τον εθνικό μας ύμνο.
     Μετά τον απαγχονισμό του πατέρα μας μείναμε όλοι ορφανοί με μια μητέρα δραστήρια μεν, αλλά με βάρη της ζωής πολύ μεγάλα, έξη παιδιά μικρά, ο μεγαλύτερος μόλις έντεκα χρονώ. Ορφάνια, φτώχεια, μιζέρια, πείνα, δάκρυα, ψείρα, νά το αποτέλεσμα της ορφάνιας μας που μαστίζει τη ζωή μας. Αγωνίζεται η δόλια μάνα μας να μας κρατήσει όλους στη ζωή, παρόλη την πίκρα και τη συμφορά που μας βρήκε, και το κατόρθωσε.
     Κάνει κρυφά τη δασκάλα σε ορισμένα σπίτια, ράβει ρουχαλάκια, κεντάει για να μας φέρει κανένα ξεροκόμματο, τρέχει στις αρχές, χτυπά πόρτες, παρακαλεί και κατορθώνει να συγκινήσει τους αρμοδίους και να βάλει τα τρία κορίτσια, την Ελένη στο ορφανοτροφείο της βιοτεχνικής σχολής θηλέων Δράμας, την Κερατσώ και τη Μάρθα στο ορφανοτροφείο θηλέων Σερρών και τον αδελφό μας Δημητρό στο Παπάφειον ορφανοτροφείον Θεσσαλονίκης. Απομείναμε τώρα η μητέρα, ο αδελφός μας Γιάννης και εγώ, εγκαταλείπουμε το χωριό Ξηροπόταμος και εγκαταστηθήκαμε στην πλησιέστερη κωμόπολη, την Προσωτσάνη.
     Παρέλειψα να σημειώσω ότι η πρώτη προσφυγιά του 1914 δεν κράτησε πολύ, υπογράφτηκαν νέες συνθήκες που οι πατριώτες Θράκες σ’ ένα χρόνο είχανε ξαναγυρίσει στην πατρίδα, εμείς ήταν γραφτό της μοίρας μας να μείνουμε στη Μακεδονία για να νιώσουμε την πίκρα της ορφάνιας. Η μάνα μας και εδώ στην Προσωτσάνη κάνει τη δασκάλα, βοηθεί τα παιδιά στα μαθήματά τους, ράβει, κεντάει και με την εργασία τώρα του αδελφού μας Γιάννη, που δουλεύει σε καφενείο υπάλληλος, πορεύουμε τη ζωή μας.
     Διαρκή καραβάνια προσφύγων καθημερινώς πορεύονται στην Ελλάδα, με ζωγραφισμένα στα πρόσωπα τον φόβο, την πίκρα, την αγωνία και τις στερήσεις, από την Θράκη, Μικρά Ασία και Πόντο. Μπαίναν στην ελεύθερη Ελλάδα και σκορπούσαν σε διάφορες περιοχές της χώρας. Έτσι κατέφθασαν και στην Προσωτσάνη πολλοί, πάρα πολλοί πρόσφυγες, Θράκες, Μικρασιάτες και Πόντιοι.
     Πάνω στην παγκόσμια αυτή θαλασσοταραχή, μας ήλθε απ’ την Αμερική και ο μεγαλύτερός μας αδελφός, ο Αναστάσης, άρρωστος με την φοβερή για την εποχή εκείνη αρρώστια, τη φυματίωση. Η φυματίωση και ο εξανθηματικός τύφος ήταν φρούτα των συνεπειών του πολέμου, που βρίσκανε εξασθενισμένους τους οργανισμούς των ανθρώπων από κακοχίες, ανέχειες και επισφράγιζαν το τελειωτικό τους έργο, το θάνατο.
     Με την άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα γίνονταν συγχρόνως και ανταλλαγή, βάσει της συνθήκης που υπογράφηκε φεύγαν υποχρεωτικώς και όλοι οι Τούρκοι, οι διαμένοντες στην Ελλάδα. Συγκροτήθηκε ειδική επιτροπή αποκαταστάσεως των προσφύγων και με τη σειρά προτεραιότητας κάθε οικογένεια που ήρχετο, εγκατεστήνετο σε σπίτι Τούρκου που έφευγε.
     Δύσκολα και αγωνιώδη τα χρόνια που περνούμε, φτάνουμε στην άνοιξη του 1924, πήγαινα, θυμάμαι, στη δεύτερη τάξη του δημοτικού, όταν απροσδόκητα η λαίλεπα του εξανθηματικού τύφου, σαρώνει στα δίχτυα του την λατρευτή και ηρωική μας μάνα. Καραντίνα στο σπίτι. Καραντίνα = κάθε σπίτι που είχε ασθενή του εξανθηματικού τύφου, η οποία ήτο κολλητική, εκκενούτο από τους συγγενείς και τα μέλη της οικογενείας, εκολλείτο χαρτί στην εξώπορτα, που έγραφε, με μεγάλα κόκκινα γράμματα εξανθηματικός τύφος. Στην εξώπορτα δε φύλαγε χωροφύλακας σκοπός, που επέτρεπε μόνον την είσοδο του ιατρού.
     Φυσικά η καραντίνα, όπως και στα άλλα σπίτια που παρουσιαζόταν, δεν κρατούσε πολύ, διότι το μοιραίον ήρχετο καλπάζον και τους σάρωνε όλους στο θάνατο. Έτσι ένα ανοιξιάτικο πρωινό μας άφησε για πάντα η γλυκειά μορφή της αγαπημένης μας μάνας, που αγωνίστηκε μέχρι εσχάτων για να μας κρατήσει όλους μας στη ζωή. Αιωνία θα ’ναι η μνήμη της.
     Η ορφάνια μας έφτασε στο αποκορύφωμά της, μείναμε τώρα τρία αδέλφια με τον μεγαλύτερο άρρωστο, φυματικόν, εγκαταλείπουμε την Προσωτσάνη και πάμε σε ένα ορεινό χωριό για την καλυτέρευση της υγείας του μεγάλου μας αδελφού, Ρεσίλοβον, νέα ονομασία τώρα Χαριτωμένη.
     Μας παραχωρήθηκε γεωργικός κλήρος, αφοσιωθήκαμε με τα μούτρα στη γεωργία, καπνοφυτεία και σιτηρά, ο τρόπος παραγωγής, για να τα καλλιεργήσεις, χρειάζεται να ’χεις ζώα για όργωμα και μεταφορές και χέρια πολλά, για να βγει παραγωγή αποφασίσαμε και πήραμε, απ’ το ορφανοτροφείο της βιοτεχνικής σχολής Δράμας που φοιτούσε, τη μεγάλη μας αδελφή Ελένη για να μας μαγειρεύει, πλένει, μπαλώνει και πότε-πότε να μας βοηθεί, όταν αδειάζει απ’ τις δουλειές της, λίγο στα καπνά. Μα πιο πολύ απ’ όλα να περιποιείται τον άρρωστο αδελφό μας με τη φοβερή αρρώστια που είχε.
     Με εφόδιο ένα γαϊδούρι, που μας χορήγησε ο εποικισμός προσφύγων, επιδοθήκαμε στη σκληρή αγροτική ζωή, ανειδίκευτοι όλοι μας, εργατικοί και φιλότιμοι όμως στις προσπάθειές μας. Οι κόποι μας δεν πήγαν χαμένοι και καρποφόρισαν, διότι η χρονιά ήταν πολύ ευεργετική και μας δυνάμωσε με νέες ελπίδες. Στη δεύτερη χρονιά, στα 1925-1926, στη γιορτή του αγη-Γιώργη, ήλθαν επισκέπτες στο χωριό μας απ’ τη Δράμα, μια παρέα για να ευχηθούν έναν φίλο τους, συμπατριώτην Πόντιον, τον κ. Γεώργιο Φωτιάδη απ’ την Τραπεζούντα του Πόντου, εγκατεστημένον στο χωριό μας.
     Όλοι οι κάτοικοι του χωριού, μα προπαντός εμείς τα πιτσιρίκια, χαζεύαμε την καινούργια μεγάλη κούρσα, μάρκας Μπουίκ με μπλε σκούρο χρώμα, απορούσαμε πώς έφτασε μέχρι το ορεινό αυτό το χωριό με τέτοιον ακατάστατο δρόμο, αχάρακτον και με στενά καλτερίμια όλο το χωριό. Οι επισκέψεις των ξένων με τέτοια πολυτελή κούρσα, την άψογη εμφάνισή τους, βεβαίωναν πως όλοι τους είναι πλούσιοι και ευκατάστατοι.
     Στον εορτάζοντα πήγανε επίσκεψη ο μεγάλος μας αδελφός Αναστάσης με την αδελφή μας Ελένη, ήτο φίλοι με τον εορτάζοντα, έγιναν οι σχετικές συστάσεις.
     Υψηλή και πολύ όμορφη η αδελφή μας, σεμνή, ευγενική και με έναν ανεκτίμητον χαρακτήρα, εντυπωσίασε έναν απ’ τους ξένους κυρίους, ο οποίος μετά από ολίγες μέρες πληροφορηθείς απ’ τον εορτάζοντα, κ. Φωτιάδη, την οικογενειακή μας κατάσταση και ανατροφή, ήλθε επίσημα με την ίδια κούρσα και ζήτησε την αδελφή μας Ελένη για γυναίκα του.
     Ονομάζονταν Λύσσανδρος Ευτυχίδης, ψηλός και αυτός με μαύρα σγουρά μαλλιά, κρατώντας πάντα μπαστούνι στο χέρι, άψογα ντυμένος, ήταν ένας αληθινός τραπεζούντιος αριστοκράτης επαγγελματιζόμενος τον δικολάβο στη Δράμα, επάγγελμα προσιδοφόρο για την εποχή εκείνη.
     Ήταν μια απροσδόκητη τύχη, ύστερα από τα τόσα κτυπήματα που είχαμε, να καταλήξει στην ευλογία της εκκλησίας. Στο γάμο.


(από το βιβλίο: Βασίλης Ιωακειμίδης, Είκοσι χιλιάδες μέρες, Εξάντας 1983)