Κεφάλαιο δεύτερο
Ιωακειμίδης Βασίλης
Εκτύπωση
Μετά την αποκατάσταση της αδελφής μας σκορπιστήκαμε όλοι μας εγκαταλείποντας το χωριό και την αγροτική ζωή.
     Εμένα με βάλανε στο εθνικό ορφανοτροφείο Σιδηροκάστρου, ο άρρωστος αδελφός μας μπήκε στο σανατόριο της ιεράς μονής Πέτρας, ο δε τρίτος, ο Γιάννης, με τα ολίγα γράμματα που πρόλαβε να μάθει και τον καλό γραφικό χαρακτήρα που είχε, διορίσθη βοηθός γραμματέως της κοινότητος Γεννησέας Ξάνθης.
     Δεν είχα ακόμη κλείσει τους έξη μήνες στο ορφανοτροφείο Σιδηροκάστρου, όταν ένα πρωινό με κάλεσε στο γραφείο του ο διευθυντής, κ. Κουντουράς. Μου έδειξε ένα γράμμα που πήρε απ’ τον αδελφό μου, που τον γνώριζε τον θάνατο της παντρεμένης μας αδελφής Ελένης πάνω στη γέννα της.
     Ήταν μια καλή ενέργεια που έγραψε στον διευθυντή μας ο αδελφός μου, διότι με τον τρόπο που ανήγγειλε το θάνατο, με λεπτότητα, στοργή και παραδείγματα, δεν ένιωσα βαθιά τη συμφορά, έκλαψα βέβαια αλλά σαν παιδί που ήμουν γλήγορα το ξέχασα.
     Η ζωή του ορφανοτροφείου μου γαλήνεψε την ψυχή, η ομαδική μελέτη, τάξη, καθαριότητα, ύπνος, επισιτισμός και ψυχαγωγία με έκαναν γλήγορα να ξεχάσω τις ταλαιπωρίες και τις πίκρες των θανάτων. Πήγαινα στην τετάρτη του δημοτικού που ήταν και η μεγαλύτερη τάξη, μέχρι σ’ αυτήν λειτουργούσε το δημοτικό στο ορφανοτροφείο αυτό, ήταν για τα μικρά παιδιά, τελειώνοντας την τετάρτη στέλναν τους τροφίμους σε άλλα μεγαλύτερα ορφανοτροφεία του κράτους, έτσι, τελειώνοντας την τετάρτη, μας στείλαν όλους στο ορφανοτροφείο αρρένων Δράμας.
     Το ορφανοτροφείο Δράμας ήταν πολύ πιο καλά οργανωμένο, λειτουργούσε δημοτικό σχολείο με πέμπτη και έκτη τάξη, ως πρότυπο σχολείο, υπό την διεύθυνση του διακεκριμένου και εξαίρετου παιδαγωγού, κ. Στέφανου Εμμανουήλ. Λειτουργούσε ακόμη το εξατάξιο διδασκαλείο με τους μεγάλους τροφίμους, που ορισμένοι απ’ αυτούς φοιτούσαν στο δημόσιο γυμνάσιο Δράμας.
     Υπέροχο για την εποχή εκείνη το νεόκτιστο κτίριο του ορφανοτροφείου, μεγάλο σε σχήμα Π, επάνω τρεις πελώριοι θάλαμοι ύπνου με την κατοικία του διευθυντή, κάτω μεγάλη αίθουσα σπουδαστηρίου, εκεί διαβάζαμε τα βράδια τα μαθήματά μας, για αίθουσα μουσικής, που την εποχή εκείνη ήταν η μοναδική μουσική της Δράμας, με όλα τα πνευστικά και χάλκινα όργανα, ξεχωριστή μαντολινάτα. Το μάθημα της μουσικής το εδίδασκε ο άφθαστος μουσικοσυνθέτης κ. Γεώργιος Λαλάκος. Οι συναυλίες και τα ρεσιτάλ, που έδινε συχνά η μουσική του ορφανοτροφείου, ζωντάνευαν την εκπολιτιστική κίνηση της Δράμας.
     Η μεγάλη σάλα της τραπεζαρίας με τα μεγάλα μακρουλά τραπέζια και πάγγους που τρώγαμε, δίπλα οι αποθήκες τροφίμων και ιματισμού με τις πελώριες ιματοθήκες, το μαγειρείο, ο φούρνος που μας έψηνε το ψωμί και πολλές φορές τα φαγητά και το υποδηματοποιείο, που μας μπάλωνε τα παπούτσια μας.
     Σε απόσταση ογδόντα περίπου μέτρα ήτο επίσης νεόκτιστο το κτίριο του διδασκαλείου με ένα υπέροχο γήπεδο, δεξιά πλάγια η εκκλησία του ορφανοτροφείου που κτιζόταν ακόμη.
     Στον επάνω όροφο λειτουργούσε το διδασκαλείο, κάτω το πρότυπο δημοτικό, ήμασταν τυχεροί που βρεθήκαμε σε τέτοιο σχολείο, διότι κατά τη διάρκεια των μαθημάτων μας κατεβαίναν οι απόφοιτοι του διδασκαλείου και κάναν στο σχολείο μας την πρακτική των εξάσκηση. Εμείς οι μικροί είχαμε κάνει φίλο και προστάτη έναν μέλλοντα δάσκαλο, που μας βοηθούσε και παρακολουθούσε τα μαθήματά μας ιδίως στην ώρα του εσπερινού σπουδαστηρίου. Το προσωπικό του ορφανοτροφείου αποτελείτο από τον διευθυντή και διαχειριστή διοικητικό, εκπαιδευτικό δε από τον αξέχαστο δάσκαλό μας κ. Ζήκο Τσιρούλη, την ειδική παιδαγωγό Άννα και τον μουσικοδιδάσκαλο κ. Λαλάκο.
     Στην αίθουσα της τραπεζαρίας υπήρχε μια εξέδρα με ένα μεγάλο τραπέζι εκεί μαζί μας, το ίδιο φαγητό που είχαμε εμείς οι τρόφιμοι τρώγανε και όλο το προσωπικό του ορφανοτροφείου από διευθυντή μέχρι φουρνιάρη, κηπουρό και υποδηματοποιό. Στην πέμπτη τάξη του δημοτικού πήρα τον βαθμό 5 11/13 με άριστα το 6, ήμουν ο καλύτερος.
     Στην έκτη τάξη μάς ήλθαν και άλλα παιδιά πολύ μεγαλύτερα όμως από εμάς στη ηλικία, λόγω του πολέμου δεν παρακολουθήσαν κανονικά μαθήματα, ήλθαν για να πάρουν απολυτήριο. Θυμάμαι κάποιον, Κυριάκο Σαατσόγλου τον λέγανε, ήτο ψηλός γύρω στο 1.70, ψηλότερος και από τον δάσκαλό μας. Σαάτ στη τουρκική θα πει ωρολόγι και εμείς τον φωνάζαμε Ωρολογόπουλε, σ’ ένα διάλειμμα σε όλη την διάρκειά του έπαιζε τόπι είχε γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα και κοκκίνησε πολύ, χτυπώντας το κουδούνι για το επόμενο μάθημα έτρεξε και αυτός να μπει στη σειρά του, ρωτώντας ανυπόμονα στους διπλανούς του, τι μάθημα θα κάνουμε τώρα βρε παιδιά;
     Κανείς δεν μπόρεσε να του το σφυρίξει, διότι ο δάσκαλος ήτο εκεί κοντά, τον άκουσε, το αυστηρό βλέμμα που μας έρριξε μας έκανε να σωπάσουμε όλους. Είχαμε γεωγραφία για την Ελβετία, στο διάλειμμα ο δάσκαλος είχε κρεμάσει στον τοίχο τον πελώριο χάρτη της Ευρώπης. Αφού τακτοποιηθήκαμε στην αίθουσα και έγινε ησυχία, ανοίγει τάχα τυχαία τον κατάλογο και φωνάζει Κυριάκος Σαατσόγλου για μάθημα, σηκώνεται ο πελώριος αυτός γίγας μούσκεμα στον ιδρώτα και κατακόκκινος απ’ το παιχνίδι που έκανε, τι μάθημα έχουμε Σαατσόγλου, ρωτά ο δάσκαλος, βλέποντας κρεμασμένο τον πελώριο χάρτη που στην προηγούμενη ώρα δεν ήτο, γεωγραφία, απαντά σταθερά. Ωραία… γεωγραφία, πες μας για ποιο κράτος έχουμε, αντίς απαντήσεως γυρνά απολιθωμένος προς εμάς περιμένοντας να του το σφυρίξουμε, Ελ-βε-τί-α, του κάνουμε με κινήσεις των σαγονιών όλοι, ο δάσκαλος μας βλέπει, Ελβετία απαντά ο Σαατσόγλου. Δείξε μας γύρω-γύρω όλην την Ελβετία και πες μας με ποια κράτη συνορεύεται, βλέποντας τον πελώριο εκείνο χάρτη τα χάνει, δεν ήξερε ούτε ποια είναι και πού πέφτει η Ελβετία, με τη σύγχυσή του δε ούτε προσέχει να διαβάσει τα κράτη, που ήταν όλα με μεγάλα γράμματα γραμμένα, απλώνει ο ερίφης τη χερούκλα του με ανοιγμένη την παλάμη στο κέντρο του χάρτη και λέει, νάτην-νάτην δάσκαλε, εννοούσε πως κάποιο απ’ τα ανοιγμένα δάκτυλα της παλάμης θα πιάσει την Ελβετία.
     Δυστυχώς η παλάμη του είχε σκεπάσει όλην την Ελβετία. Βαθύς, σκεφτικός, με πολλή λύπη και για να μην τον προσβάλει, του λέει, εντάξει, φτάνει, κάθησε Σαατσόγλου, σηκώνει τον Βενιαμίν της τάξεώς μας, μια φοβερή ατσίδα, τον Μανωλάκη, ο οποίος ήτο ώς τη μέση σχεδόν του Σαατσόγλου, λέει το μάθημα κανονικά χωρίς να παραλείψει τίποτα, μπράβο του λέει, κάθησε στο θρανίο σου και, αντίς να μας παραδώσει παρακάτω μάθημα, άρχισε να μας ομιλεί. Με στοργή και φροντίδα η πολιτεία σάς μάζεψε όλους σας να σας μορφώσει προσφέροντας όλες τις ανέσεις σας, κάνοντας το καθήκον της απέναντι στις θυσίες των γονιών σας, που θυσιάσθηκαν για την πατρίδα και μείνατε όλοι σας ορφανά.
     Έκανε αυτά τα ιδρύματα για να μορφωθείτε, να μεγαλώσετε, για να γίνετε καλοί άνθρωποι, χρήσιμοι στην κοινωνία και στον εαυτόν σας. Μας περιέγραψε τις δυσκολίες που θα ανταμώσουμε στη ζωή μας λέγοντας, προσέξετε πολύ, σε λίγο τελειώνετε το σχολείο. Στην κοινωνία που θα βγείτε θα παλαίψετε για να ζήσετε, δεν πρόκειται να βρείτε έτοιμο φαγητό, μόρφωση, ύπνο, άνεση, ψυχαγωγία. Στην κοινωνία θα συναντήσετε πολλά εμπόδια, διάφορους τύπους ανθρώπων, φροντίστε να συναναστραφείτε με τους καλύτερους, να είστε πάντα πρόθυμοι, καθαροί, εργατικοί και προπαντός τίμιοι στις δουλειές που θα κάνετε.
     Θα συναντήσετε ακόμα αδικία, αχαριστία, και εκμετάλλευση. Μη σας απογοητεύσουν όλα αυτά, με υπομονή, καρτερικότητα, οργάνωση, αγώνα για την πάλη της ζωής θα εξαλειφθούν όλα αυτά εν καιρώ…
     Με εφόδια την αρετή, τιμιότητα και εργατικότητα αντιμετωπίσετε τη ζωή και να είστε βέβαιοι πως όλοι σας θα επιτύχετε.
     Με αυτά τα λόγια τελείωσε ο δάσκαλος, που μου έμειναν βαθιά χαραγμένα στο μυαλό μου, μόλις σχολάσαμε ο συμμαθητής μου Σαατσόγλου, συγκινημένος απ’ τις καλές συμβουλές του δασκάλου μας, πήγε στο γραφείο του, τον ευχαρίστησε που δεν τον πρόσβαλε που δεν ήξερε το μάθημα, του υποσχέθηκε δε ότι στο μέλλον θα γίνει επιμελής και κράτησε τον λόγο του.
     Τελειώσαμε όλοι το δημοτικό, οι περισσότεροι που ήταν μεγάλοι βγήκαν και από το ορφανοτροφείο και τράβηξαν για το δρόμο της προκοπής και της βιοπάλης, εμείς οι μικρότεροι όσοι θέλαμε να γίνουμε δάσκαλοι θα δίναμε τον ερχόμενο Σεπτέμβρη εισαγωγικές εξετάσεις, είχαμε όλο το καλοκαίρι διαθέσιμο για διάβασμα, όσοι θέλανε να γίνουν τεχνίτες, επιπλοποιοί, ραφτάδες, υποδηματοποιοί, ταπητσιέρηδες, τους στέλναν στο οικοτροφείο Σερρών για να μάθουν την τέχνη της προτιμήσεώς των.
     Μείναμε λίγοι για τις εξετάσεις του Σεπτέμβρη και εισαχθήκαμε όλοι. Αρχίζει η καινούργια χρονιά, μεγαλύτερο σχολείο με προσωπικό τώρα καθηγητάς, θυμάμαι ακόμα μερικούς, Δημήτριος Γκώνος μαθηματικών και φυσικών, Νικόλαος Θωμάς φιλόλογος, Ευστάθιος Θεοχάρης καλλιτεχνικών, σπούδασε στην Ευρώπη και φορούσε ένα διακριτικό ολοστρόγγυλο καπέλο με γείσο γύρω-γύρω, σαν αυτό που φορούσε ο Σαρλώ και φωνάζαμε εμείς έρχεται το κλακ, ένας αρχιμανδρίτης μας έκανε θρησκευτικά και ο κ. Λαλάκος της μουσικής.
     Δεν πέρασε μήνας που αρχίσαμε τα μαθήματά μας, βλέπω και έρχεται ο αδελφός μου Δημητρός, απεφοίτησε ως επιπλοποιός από το Παπάφειο ορφανοτροφείο Θεσσαλονίκης με άριστα. Ήλθε να εγκατασταθεί στη Δράμα. Τεχνίτης άριστος, λεπτουργός στα έργα του, αμείβετο τότε στα 1927 με 80 δραχμές την ημέρα.
     Η αμοιβή του αδελφού μου με κατέπληξε, διότι οι νεοδιορισμένοι δάσκαλοι στα διάφορα απομακρυσμένα χωριά της χώρας παίρναν μισθό 1200 δραχμές τον μήνα, συμφεροντολογικά σκεπτόμενος λέω στον εαυτόν μου, για να γίνω δάσκαλος θα χρειασθούν έξη χρόνια, εξατάξιο ήτο το διδασκαλείο, αν γίνω τεχνίτης σαν τον αδελφό μου θα κάνω λιγότερα κοντά του, θα παίρνω περισσότερα και θα ζω μέσα στην πόλη.
     Χωρίς να εμβαθύνω καλύτερα το μέλλον μου παρουσιάσθηκα ένα πρωί στον διευθυντή του ορφανοτροφείου, κ. Μαζαράκη και τον παρακαλώ να μου στείλει στο οικοτροφείο Σερρών, δηλώνοντας ότι επιθυμώ να γίνω επιπλοποιός. Με άκουσε με προσοχή σε ό,τι του είπα και μου λέει, αυτό μπορεί να γίνει, σε συμβουλεύω όμως να μείνεις στο διδασκαλείο, διότι βγαίνοντας δάσκαλος θα προσφέρεις σαν λειτουργός καλύτερη ωφελιμότητα στην κοινωνία. Στην επιμονή μου δεν μου αρνήθηκε, την επομένη με έστειλε στο οικοτροφείο Σερρών. Εκεί δυστυχώς εφαρμόζεται το σύστημα του κλήρου στην τέχνη που θα πήγαινες και όχι η προτίμηση. Για να υπάρχει ισάριθμη αναλογία τεχνικών όλων των κλάδων, στην περίπτωση τη δική μου έπεσε ο κλήρος να γίνω ράφτης, απογοητευμένος με την τέχνη μου πήγα στο ραφείο. Μια μεγάλη αίθουσα με τις δύο πλευρές φωτισμένη, αριστερή της πλευρά αντίς για τοίχο χωρίζετο με σανίδα με το άλλο συνεργείο που ήτο επιπλοποιείο.
     Ο μάστοράς μας, ψηλός, ξανθός, καλοάγαθος, Βρέζας ονομαζόμενος, είχε ένα νευρολογικό ελάττωμα έτριζε <τα> τον σιαγόνα του, ιδίως όταν ασχολούνταν με το ψαλίδι στην κοπή των υφασμάτων.
     Χωρίς ζήλο μπήκα στη τέχνη της ραπτικής, με δέσαν το μεσαίο δάκτυλο του δεξιού χεριού για να στρώσει στη δαχτυλήθρα που θα χρησιμοποιούσα, ώσπου να στρώσει το δάκτυλο παρακολουθούσα πώς εργάζονται οι άλλοι. Στο σανιδένιο χώρισμα με το επιπλοποιείο βρήκα έναν ρόζο μεγάλον, στρίβοντας δώθε κείθε τον έβγαλα και κλεφτάτα έβλεπα πώς δουλεύαν οι επιπλοποιοί, κάρφωναν, ρουκάνιζαν, έκοβαν με τα πριόνια ξύλα, λουστράριζαν, δουλειές όλο ζωή και κίνηση. Με την ραπτική άρχισα απ’ τα τρυπώματα, ρεπατέματα, άνοιγα τις ραφές σ’ ένα ξύλινο σανίδι, που το λέγαν πασκαρό, με το σίδερο, μαθαίνοντας όλα αυτά δεν έπαυα κλεφτάτα να χαζεύω και στο επιπλοποιείο, οπότε μια μέρα με τσακώνει ο μάστορας, μου τράβηξε το αυτί και μου λέει. Θέλεις, δεν θέλεις αυτήν την τέχνη θα μάθεις, είσαι και καλός.
     Η τέχνη της ραφτικής, σκυφτή, καθιστή, στενάχωρη, χωρίς ζωντάνια, με αρρώστησε, με έπιασε μια φοβερή ελονοσία που με κατέβαλε κυριολεκτικώς, ήλθε ο αδελφός μου με είδε στα χάλια που ήμουν, με προτείνει να μου πάρει απ’ το ορφανοτροφείο, δέχτηκα και τον ακολούθησα. Ξανάρχισε σιγά-σιγά να συγκεντρώνεται η οικογένειά μας, πήραμε και την αδελφή μας Κερατσώ απ’ το ορφανοτροφείο θηλέων Σερρών να μας μαγειρεύει και να μας περιποιείται. Στο ορφανοτροφείο απόμενε τώρα μόνον η μικρότερη αδελφή μας Μάρθα, που σπούδαζε δασκάλα.
     Σ’ ένα στενοσόκακο, πάροδο της οδού Μεγάλου Αλεξάνδρου, υπήρχε ένα τούρκικο τζαμί, που λειτουργούσε μέσα ένα τυπογραφείο, δίπλα υπήρχε ένα σκοτεινό ανήλιο δωμάτιο, σ’ αυτό ξαναρχίσαμε να νιώθουμε την οικογενειακή γαλήνη της αγάπης και της ζωής. Σήμερα στην τοποθεσία αυτή κτίστηκε και βρίσκεται το υποκατάστημα της Εθνικής Τραπέζης. Ο αδελφός μας Δημητρός πήγε στρατιώτης και εγώ, έως ότου απολυθεί, πήγα υπάλληλος σε ένα δικηγορικό γραφείο, στον νεαρό τότε δικηγόρο Ιωάννη Σιμόπουλο, σκούπιζα, καθάριζα και ξεσκόνιζα το γραφείο, έτρεχα σε ό,τι μου ανέθετε, πήγαινα ακόμη τα τρόφιμα που ψώνιζε στο σπίτι τους. Η οικογένεια Σιμοπούλου συγκαταλέγετο μια από τις καλύτερες της Δράμας. Ο πατέρας καπνομεσίτης, ο πρώτος γιος δικηγόρος, ο δεύτερος καπνικός υπάλληλος και ο τρίτος δημοτικός υπάλληλος. Η μητέρα τους σεμνή και αξιαγάπητη, που τους φρόντιζε όλους βοηθούμενη από την υπηρέτριά τους. Ήταν όλοι τους ευγενικοί, απλοί, σε σκλάβωναν με την ανθρωπιά τους, πέρασα έναν ολόκληρο χρόνο μ’ αυτήν τη θαυμάσια οικογένεια που τη θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή.
     Απολύθηκε ο αδελφός μου, πήγα κοντά του να μάθω την τέχνη. Το αδελφικό ενδιαφέρο και ο ζήλος μου μού έκαναν γλήγορα να προχωρήσω, αλλάξαμε σπίτι, πήγαμε στην οδό Τροίας, ένα σπίτι με δύο δωμάτια και μεγάλη αυλή.
     Δουλειές την εποχή εκείνη υπήρχαν, αποφασίζει ο αδελφός μου και ανοίγει μόνος του μαγαζί στην οδό Αγίας Βαρβάρας, έτσι η ζωή μας συνεχώς καλυτέρευε δουλεύοντας τώρα για προκοπή. Στα 1930 γύρισε απ’ την Αμερική ο θείος μας Δημητρός Σακελλαρίδης, αδελφός της μητέρας μας και νουνός του αδελφού μας Δημητρού, ο οποίος εγκατεστάθη στη Θεσσαλονίκη.
     Πολλοί πατριώτες που φύγανε απ’ τη Θράκη στην Αμερική νοσταλγούσαν να έλθουν στην Ελλάδα ύστερα από τόσα χρόνια ξενητιάς, που οι πιο πολλοί μείνανε ανύπαντροι με το μόχθο της δουλειάς. Ένας απ’ αυτούς γνώριζε τον θείο μας, κατεβαίνοντας στη Θεσσαλονίκη πήγε τον βρήκε, του εξιστόρησε την απόφασή του ότι ήλθε να βρει μια πατριώτισσα να την παντρευτεί και να φύγει πίσω στην Αμερική. Ο θείος επωφελούμενος την επιθυμία του τον προξενεύει στην ορφανή ανεψιά του, την αδελφή μας Κερατσώ. Κώστας Τζιβελής λεγόταν και επαγγέλλετο τον σωφέρ. Ήλθαν στη Δράμα, την είδε, την άρεσε, σε ένα μήνα μέσα παντρευτήκανε και φύγανε στην Αμερική.
     Η αποκατάσταση της αδελφής μας Κερατσώς μας αναγκάζει να πάρουμε από το ορφανοτροφείο Σερρών τη μικρότερη αδελφή μας Μάρθα, η οποία, όπως ανάφερα πιο πάνω, σπούδαζε για να βγει δασκάλα και ήτο στον προτελευταίο χρόνο.
     Ήταν μια εντελώς απερίσκεπτη, εγκληματική ενέργεια που την στερήσαμε, ύστερα από τόσες προσπάθειες και αγώνα, ένα πολύτιμο πτυχίο δασκάλας. Η ζωή όμως κυλά.
     Βρισκόμαστε στα 1931, ο θείος μάς παρακινεί να ανοίξουμε μεγαλύτερο μαγαζί, δηλώνοντας πως θα μας ενισχύσει να αγοράσουμε μηχανήματα για καλύτερη και συντομότερη απόδοση της δουλειάς μας.
     Με την υποχρέωση το ποσό που θα διέθετε θα το εξοφλούσαμε ατόκως με την πάροδο του χρόνου. Ήταν μια γενναία προσφορά που μας εδίδετο η ευκαιρία για καλύτερη ανάπτυξη της δουλειάς μας, αγοράσαμε τα απαραίτητα μηχανήματα, γερμανικής προελεύσεως, τα εγκαταστούμε σ’ ένα ισόγειο κατάστημα στην καινούργια τότε στοά Παπά. Δουλεύαμε καλά, η ζωή μας καλυτέρευε, ενοικιάσαμε άλλο σπίτι καλύτερο στην οδό Αριστοτέλους απέναντι ακριβώς από το παλιό γηροκομείο του πάμπλουτου της Δράμας Τάκη Δημητρίου με το παρατσούκλι Βώλακλης, κατάγετο απ’ το χωριό Βώλακα, το επιπλώνουμε και μένουμε τώρα η αδελφή μας Μάρθα, ο αδελφός μας Δημητρός, εγώ και ο αδελφός μας Γιάννης, ο οποίος ήτο τώρα γραμματεύς της κοινότητος του κοντινού χωριού Καλός Αγρός Δράμας.
     Έμπαινα στα είκοσί μου χρόνια, ετοιμαζόμουν να πάω στρατιώτης, όταν ξαφνικά τον Μάρτη του 1935 ξεσπά ένα στρατιωτικό κίνημα μεταξύ πάλι βασιλικών και βενιζελικών με μέτωπο τον ποταμό Στρυμόνα. Ευτυχώς κατεστάλη με ολίγα θύματα εθελοντών, τζαναβάρια χωριάτες, που έτρεξαν να υπερασπίσουν τη δημοκρατία παρακινούμενοι απ’ τα κηρύγματα των υπαιτίων, στρατηγών φιλοδόξων, Κοιμήση, Παπούλια και του σωματάρχου του τρίτου σώματος στρατού στρατηγού Καμμένου, ο οποίος βλέποντας την αποτυχία του κινήματος το έστριψε και μπήκε στη Βουλγαρία, ενώ τα τζαναβάρια που συνελάμβαναν τα απελευθερωτικά δήθεν στρατεύματα του αιμοβόρου στρατηγού Κονδύλη τους αφαιρούσαν τα ρούχα τους και με το σώβρακον μόνον τους στέλναν στα σπίτια τους. Τέτοια ρεζιλίκια διαδραματίστηκαν μεταξύ Ελλήνων προς Έλληνας γιατί το θέλησαν μια χούφτα φιλόδοξων στρατηγών.
     Επικράτησαν λοιπόν οι βασιλικοί, αυτοκουρτίστηκε αντιβασιλιάς ο νικητής στρατηγός που ξεβράκωνε τον κόσμο, ο Γεώργιος Κονδύλης.
     Με καθυστέρηση δύο μηνών, λόγω των γεγονότων στις πέντε Μαΐου 1935, καλείται η κλάση μας και ντύνομαι στρατιώτης.


(από το βιβλίο: Βασίλης Ιωακειμίδης, Είκοσι χιλιάδες μέρες, Εξάντας 1983)