Κεφάλαιο τέταρτο
Ιωακειμίδης Βασίλης
Εκτύπωση
Στο Γρανίτη συγκροτήθηκε το πρώτο τάγμα πεζικού του 26ου συντάγματος με διοικητή τον ταγματάρχη Παρασκευόπουλο Λυμπέρη, το τάγμα αποτελείτο από τον πρώτο, τον δεύτερο, τον τρίτο λόχο τουφεκιοφόρων και τον δικό μας τον λόχο πολυβόλων.
     Στην τριήμερη διαμονή μας στον Γρανίτη, ώσπου να οργανωθεί το τάγμα γνωρίσαμε καλύτερα τον λοχαγό μας, ο οποίος με την διοικητικότητα, την καλή συμπεριφορά του μας έκανε όλους να τον αγαπήσουμε. Ο τελευταίος ανθυπολοχαγός, που παρουσιάσθηκε αργοπορημένος, μας διηγήθηκε στο γραφείο πού οφείλετο η αργοπορία του. Κατέβηκα λέει απ’ το τραίνο και τρέχω κατευθεία για τη μεραρχία, ζητώ να παρουσιασθώ στον υπασπιστή, υπασπιστής δεν υπάρχει, τι έχει συμβεί, υπασπιστής της μεραρχίας ήτο ο λοχαγός μας, ο Χαραλάμπους Ηλίας. Καθώς άκουσε κατά τη διαμονή του εκεί, ώσπου νά ’λθει ένας υπολοχαγός να του δώσει το φύλλο πορείας, έμαθε πως μόλις κηρύχθηκε ο πόλεμος και άρχισε η γενική επιστράτευση, παρουσιάσθηκε αυθαίρετα στο στρατηγό ο λοχαγός και υπασπιστής της μεραρχίας Χαραλάμπους Ηλίας, τον παρακαλεί λέγοντας ότι επιθυμεί να τον αποσπάσει αμέσως στο μέτωπο.
     Πριν γίνει μέραρχος ο στρατηγός ως συνταγματάρχης είχε τη διοίκηση της στρατιωτικής σχολής Ευελπίδων, συνέπεσε δε να υπηρετεί την ίδια περίοδο ως καθηγητής και εκπαιδευτής, ο λοχαγός Χαραλάμπους υπό τας διαταγάς του. Γνωρίζοντας ο στρατηγός την αρετή, μόρφωση και ικανότητα του λαμπρού αυτού αξιωματικού τον άκουσε με προσοχή, φροντίζει με κάθε τρόπο να τον κρατήσει συνεργάτη του, διότι ήτο αναπλήρωτος. Επιμένων στην επιθυμία του ο λοχαγός απαντά. Στρατηγέ μου, εάν δεν μου αποσπάσετε απ’ το γραφείο ή δεν μου δώσετε διοίκηση λόχου, σας δηλώνω πως θα λιποτακτήσω παρά τη θέλησή μου, σύμφωνα με τον βαθμό μου σ’ αυτή την κατάσταση του πολέμου θέλω να έχω τον λόχο μου, τα παιδιά μου, μαζί τους να υπερασπισθώ την πατρίδα, συνεχίζει, δεν μου έδωσε η πατρίδα τρία αστέρια να μ’ έχει σ’ ένα γραφείο για να μοιράζω κουραμάνα. Στον όρκο της στρατιωτικής μου τιμής στρατηγέ μου, μη μου αναγκάζετε να παραβώ τους στρατιωτικούς μας κανονισμούς.
     Σε αυτήν την ανένδοτη επιμονή του ο στρατηγός ενήργησε λογικά, τον ανέθεσε να αναλάβει τη διοίκηση του λόχου πολυβόλων. Το περιστατικό αυτό από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε σε όλον τον λόχο και ανεκτίμητη έγινε η αγάπη και η εμπιστοσύνη προς τον λοχαγό μας απ’ όλους μας. Μετά την συγκρότηση του πρώτου τάγματος στον Γρανίτη, το σύνταγμα ορίζει έδρα του το χωριό Βώλακα και διατάζει να μετακινηθεί αμέσως στην έδρα του.
     Την επομένη πρωί-πρωί μετά το ρόφημα ξεκινά συντεταγμένο όλο το τάγμα, μπροστά με το άλογο ο γέρος ταγματάρχης Παρασκευόπουλος Λυμπέρης, πίσω ο σαλπιγκτής, ακολουθούν με τη σειρά ο πρώτος, ο δεύτερος, ο τρίτος λόχος τουφεκιοφόρων, ο λόχος πολυβόλων με τον λοχαγό του πάνω στ’ άλογο, τα μεταγωγικά του λόχου μας και εγώ με τα κάρρα φορτωμένα με τρόφιμα, κιβώτια πυρομαχικών και τα καζάνια όλων των λόχων.
     Πρώτη Νοεμβρίου ήτο, μια μέρα λαμπερή του φθινοπώρου, με μια ώρα που κάναμε ο δρόμος και ο ήλιος μας ίδρωσε και μας κούρασε, ασυνήθιστοι όπως ήμασταν, φορτωμένοι με όλον τον εξοπλισμό του στρατιώτη, γελιό, κράνος, οπλισμό και σκαμπανικό εργαλείο. Σφυρίζει με τη σφυρίχτρα του ο ταγματάρχης και διατάζει ωριαία στάση, καθόμαστε στην άκρη του δρόμου να ξεκουρασθούμε, ενώ ο ταγματάρχης με το άλογό του γυρνά πίσω και ελέγχει όλο το τάγμα. Το ξεκούρασμα με τα καλαμπούρια και τα πειράγματα μεταξύ μας μάς δυνάμωσε όλους, άλλωστε η απόσταση που μας χώριζε με το χωριό Βώλακα δεν ήτο μακριά, το χωριό φαινόταν, έκανε τη στάση αυτή ο ταγματάρχης για να ξεκουρασθούμε και να μπούμε ακμαιότατοι στο χωριό. Με το δεύτερο σφύριγμα σηκωνόμαστε, ετοιμαζόμαστε, ξεκινάμε ακολουθώντας το δρόμο μας.
     Σε λίγο η αρχή της φάλαγγας έμπαινε στο χωριό με επικεφαλής τον ταγματάρχη και τους ήχους βηματισμού και σάλπιγγας.
     Πλήθος παιδιών, γυναικών και γέρων ακούοντες τους ήχους της σάλπιγγας, βγήκαν στην άκρη του χωριού να μας υποδεχτούν. Μπαίνει ο πρώτος, ο δεύτερος, ο τρίτος λόχος, ακολουθεί ο λόχος μας αλλά εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται εντελώς ξαφνικά πάνω απ’ τα βουνά ένα σμήνος γερμανικών οκτώ αεροπλάνων. Με ασύλληπτη ευφυΐα, στρατιωτική πείρα και αυθόρμητο ηρωισμό τρέχει ο λοχαγός μας σε ένα παρακείμενο αλώνι, στέκεται στη μέση, φωνάζει με τη βροντερή φωνή του δίνοντας διαταγές, υποδείχνοντας θέσεις.
     Ένα πολυβόλο εδώ, ένα πολυβόλο εκεί, δείχνει τέσσερα σημεία, δίνει διαταγή, όλα τα πολυβόλα επάνω στους τρίποδας, έτοιμοι όλοι για σκόπευση αντιαεροπορικής βολής. Οι ανθυπολοχαγοί τρέχουν με τις διμοιρίες των και τα πολυβόλα να εκτελέσουν τη διαταγή στα σημεία που τους υπέδειξε, δευτερόλεπτα κράτησε η προετοιμασία της διαταγής, που με ψυχραιμία και ενθουσιασμό αξιωματικοί στρατιώτες ήσαν έτοιμοι.
     Το σμήνος ήτο περαστικό, σηκώθηκε απ’ την Βουλγαρία, που ήταν τώρα σύμμαχος, εφοδιασμένο με βόμβες, κατευθύνονταν για την Αφρική προς ενίσχυση των Ιταλών συμμάχων των. Η θαρραλέα, ξαφνική ενέργεια του λοχαγού μας επισφράγισε σε αξιωματικούς και οπλίτας το αίσθημα ασφαλείας μας στο πρόσωπό του. Αφού χάθηκαν τα αεροπλάνα, έληξε ο συναγερμός, διατάζει ο λοχαγός τη σύνταξη του λόχου, μπροστά με το άλογό του ο λοχαγός, μπαίνουμε καμαρωτοί στο χωριό για να εγκαταστηθούμε στον τόπο του καταυλισμού. Μπαίνοντας συντεταγμένοι στο χωριό δεν βλέπουμε ψυχή έξω, τι είχε συμβεί; Με την εμφάνιση των αεροπλάνων και το σύνθημα του συναγερμού που έδωσε η σάλπιγγα και η καμπάνα του χωριού, χώθηκαν όλοι οι λόχοι μέσα στα σπίτια του χωριού. Μετά τη λήξη του συναγερμού άρχισαν σιγά-σιγά όλοι να βγαίνουν, σαν τα σαλιγκάρια μετά τη βροχή.
     Όταν τους διηγηθήκαμε τα σύμβαντα του λόχου μας, θαυμάσανε την ενεργητικότητα και δραστηριότητα του λοχαγού μας και του δίνανε ιδιαίτερο σεβασμό. Μόλις εγκαταστηθήκαμε στα οικήματα καταυλισμού ο λοχαγός συμπληρώνει τις δυο κενές θέσεις του λόχου, επιλοχία και σιτιστού, από δυο μεγάλους στην ηλικία λοχίους αφήνοντας εμένα στη θέση του βοηθού σιτιστού.
     Από τη επομένη μέρα αρχίσανε κανονικά οι θεωρίες, οι ασκήσεις και οι πορείες αργότερα, το γραφείο του λόχου ήταν στην πλατεία του χωριού απέναντι ακριβώς από τη διοίκηση του τάγματος. Δίπλα στο δικό μας οίκημα ήταν η διοίκηση της μοίρας πυροβολικού, που και αυτής έδρα ήτο ο Βώλακας. Το σπίτι που ήταν το γραφείο του λόχου είχε ένα δωμάτιο που ήταν γραφείο και κοιτώνας του λοχαγού, δεύτερο δωμάτιο κοιτώνας των ανθυπολοχαγών, τρίτο δωμάτιο το γραφείο επιλοχία και σιτιστού και το τέταρτο αποθήκη τροφίμων του λόχου μας. Στον κοιτώνα του λοχαγού ήτο το τραπέζι και κρεβάτι εκστρατείας με μια γκαζόλαμπα για να γράφει και να διαβάζει ο λοχαγός το βράδυ με καλυμμένα τα παράθυρα με κουβέρτες για τη συσκότιση, στον τοίχο κρεμασμένος ο επιτελικός χάρτης, τα κυάλια, το περίστροφο, το κράνος και το κιβώτιο της εκστρατείας του. Κοντά στη εκκλησία του χωριού σ’ ένα μεγάλο σπίτι έγινε η λέσχη αξιωματικών του τάγματος, εκεί τρώγανε, συζητούσαν, ακούανε μουσική και ειδήσεις απ’ το ραδιόφωνο και ψυχαγωγούντο παίζοντας το βράδι χαρτιά και τάβλι.
     Καλά-καλά δεν σκοτείνιαζε ακόμα ήρχετο στο γραφείο του ο λοχαγός, άνοιγε τη δική μας πόρτα, μας ρωτούσε τι κάνετε παιδιά, πήγαινε στο γραφείο του, διάβαζε ή έγραφε, συχνά τα βράδια καλούσε για παρέα τους αξιωματικούς του, τους λοχίας, τους ρωτούσε τον καθένα για την οικογενειακή τους κατάσταση, ήθελε να μπει και μπήκε μέσα στην ψυχή καθενός, έλεγε δε πάντα, ή όλοι σας θα γυρίσετε στα σπίτια σας νικηταί ή όλοι μας θα θυσιασθούμε υπερασπίζοντας την πατρίδα μας.
     Ένα μεσημέρι με καλεί στο γραφείο του, με ερωτά αν ξέρω κολύμπι, δυστυχώς, απαντώ, δεν ξέρω, καλά, μου απαντά, πήγαινε και ειδοποίησε τον σταυλάρχη να ετοιμάσει το άλογό μου και ένα άλογο για σένα, συνεχίζοντας μου λέει, θα λείψουμε καμμιά δεκαριά μέρες, θα πάμε μαζί για αναγνώριση. Επιτρέπεται κ. λοχαγέ, του λέω, λέγε σε ακούω, απαντά, εγώ κ. λοχαγέ από χρήση και περιποίηση ζώων δεν έχω ιδέα, στη θέση μου δεν παίρνετε κανέναν αγρότη ημιονηγό ή τον ιπποκόμο σας που είναι αγρότης; αυτός είναι ύποπτος, μου λέει, είναι δυνατόν κ. λοχαγέ, του λέω, αυτός έχει αδελφό δικηγόρο, άκουσε Ιωακειμίδη, απαντά, δυο χρόνια ήμουν υπασπιστής της μεραρχίας και ξέρω καλά, δεν συκοφαντώ άδικα, τότε, του λέω πάρτε τον Κυρατζόγλου, έναν θρακιώτη ημιονηγό, όχι, μου απαντά, πάρε τη διαταγή και διάβασέ την, μου τη δίνει, ήταν μια διαταγή του γενικού επιτελείου στρατού. Διαβάζω, όσα θυμάμαι τώρα.
     Εντέλλεται ο λοχαγός Χαραλάμπους Ηλίας, άμα τη λήψει της παρούσης, αναχωρήσει ευθύς αμέσως μετά ενός εμπίστου στρατιώτου προς αναγνώρισιν του εδάφους επί των βουλγαρικών συνόρων, ειδικότερα δε επί των ποταμών Νέστου και Δεσπάτη, ερευνήσει βάθος αυτών και επισημάνει σημεία διαβάσεως πυροβολαρχιών μη επιφέροντα ζημία εις τα πυρομαχικά, διάρκεια αναγνωρίσεως οκτώ ημερών. Διάβασα τη διαταγή, την αφήνω σκεφτικός απάνω στο τραπέζι, λοιπόν εντάξει; μου λέει. Τι σκέφτεσαι; με ύφος ντροπαλό τον παρακαλώ να πάρει άλλον στρατιώτη προφασιζόμενος πάλι πως δεν θα του φανώ χρήσιμος στη εμπιστευτική αυτή αποστολή, άκουσε Ιωακειμίδη, απαντά, σε διατάζω νά ’ρθεις.
     Με μια αυτόματη κίνηση χτυπώντας το πόδι του στο δάπεδο, τεντωμένο όρθιο το σώμα στέκομαι προσοχή, τον χαιρετώ στρατιωτικά και του λέω, εφόσον με διατάζετε κ. λοχαγέ δεν αρνούμαι να εκτελέσω τη διαταγή σας, οφείλω όμως, αν μου επιτρέπεται, να σας διευκρινίσω την μέχρι τώρα υπεκφυγή μου, σε ακούω, απαντά και κατέβασε το χέρι σου.
     Θλιμμένος, πικραμένος και μισοδακρυσμένος του λέω, κ. λοχαγέ νιώθω βαθιά την εμπιστοσύνη, αγάπη και εκτίμηση που μου έχετε και σας ευχαριστώ, στο ολιγοήμερο διάστημα που βρίσκομαι υπό τας διαταγάς σας αντιλαμβάνομαι ότι με ξεχωρίζετε από τους άλλους συναδέλφους, οφείλω συνεπώς να σας περιγράψω εν ολίγοις τα αίτια της υπεκφυγής μου. Με προσοχή, λεπτότητα, χωρίς να θίξω καμμιά ενέργεια που έγινε αρχίζω. Κ. λοχαγέ κατά τη στρατιωτική μου θητεία στα 1935 εκπαιδεύτηκα στην ειδικότητα του οπτικού και βγήκα επίλεκτος και ως επίλεκτος πήρα το απολυτήριό μου. Μετά ένα χρόνο της απολύσεώς μου μου αλλάξανε το απολυτήριο δίνοντάς μου ένα κόκκινο, που με μεταθέτανε στα πολυβόλα. Στη περίοδο της μετεκπαίδευσης, που εκλήθη πρώτη η κλάση μας στα 1939 για ένα μήνα, κατετάγην στο Νευροκόπι στον λόχο πολυβόλων, όπως καθόριζε το απολυτήριο το νέο που μου δώσανε. Ο λοχαγός μου κ. Βαλάσης μου ανέθεσε σιτιστή του λόχου, απελύθην από εκεί χωρίς καν να εκπαιδευτώ στα πολυβόλα, τώρα στον πόλεμο πάλι στα πολυβόλα παρουσιάσθηκα στο λόχο σας, ενώ όλοι οι συνάδελφοί μου οπτισταί, τηλεφωνηταί, παρατηρηταί, σηματοδότες υπηρετούν στα επιτελεία μεραρχίας, συντάγματος, τάγματος και τομέως.
     Η καθαίρεση της ειδικότητάς μου κ. λοχαγέ με ντροπιάζει, νιώθω προσβολή την μετακίνηση αυτήν να μου αποσπάν σε όπλο που δεν εκπαιδεύτηκα και δη εν καιρώ πολέμου, ενώ στην ειδικότητά μου θα επρόσφερνα πολλά, συνεχίζων του λέω ακόμα, θα τρίζουν τα ιερά κόκκαλα του πατέρα μου κ. λοχαγέ για την αδικία και προσβολή του γιου του, ο οποίος ιερεύς ων απηγχονίσθη υπό των Βουλγάρων στα 1917, στο χωριό Ξηροπόταμος έξω απ’ τη Δράμα, διά την πατριωτική του δράση μαζί με άλλους πατριώτας.
     Η πατρίς τιμώσα τη μνήμη των εθνομαρτύρων αυτών, έκτισε στην τοποθεσία του απηγχονισμού αναθεματική στήλη έξω από το χωριό, που ασφαλώς θα την ξέρετε.
     Στη στήλη αυτή κ. λοχαγέ πρώτο-πρώτο είναι γραμμένο με χρυσά γράμματα το όνομα του πατέρα μου, Ιωακείμ Παπαϊωακείμ, ιερεύς εκ Σκοπού Θράκης.
     Μένοντας ορφανά έξη αδέλφια μπήκαμε όλοι στα ορφανοτροφεία, εκεί γαλουχηθήκαμε και μεγαλώσαμε, είναι ή δεν είναι να νιώθω ντροπή και απογοήτευση για την μεταχείριση αυτήν; Πώς θέλετε κ. λοχαγέ να δεχτώ τη τιμητική θέση του συνοδού σας σε μια εμπιστευτική αποστολή σας, έχοντας στην πλάτη μου τη μομφή που μου δώσανε; Τελείωσα κ. λοχαγέ, σας ευχαριστώ που μου επιτρέψατε να σας περιγράψω τα αίτια της υπεκφυγής μου, ύστερα δε απ’ όλα αυτά είμαι έτοιμος να εκτελέσω ό,τι μου διατάξετε, τεντώνω ξανά το κορμί μου, στέκομαι προσοχή και τον χαιρετώ.
     Κατέβασε το χέρι σου μου λέει απολιθωμένος, απλώνει το χέρι του σφίγγει το δικό μου και μου λέει. Έχει τέτοια διαμάντια ο λαός μας που εμείς δεν τα γνωρίζουμε, έχω τοποθετήσει ως υπασπιστής της μεραρχίας σε θέσεις εμπιστευτικές όλους τους κηφήνας της καλής λεγομένης κοινωνίας της Δράμας που με τριγύριζαν, τέτοια όμως διαμάντια σαν εσένα που έχει ο λαός μας δεν γνώρισα. Πήγαινε τώρα να πεις στον σταυλάρχη να ετοιμάσει το άλογό μου και ένα για σένα, σε λίγο θα ξεκινήσουμε, θα πάρεις μόνο τον οπλισμό σου, διότι τα βράδια θα μένουμε ή στους προκεχωρημένους λόχους ή διμοιρίες ή στα φυλάκια, όσο για τα ζώα θα τα περιποιούνται οι άνδρες των καταυλισμών στα σημεία που θα μένουμε τα βράδια.
     Μόλις φάγαμε το μεσημέρι ξεκινήσαμε, καβάλα στ’ άλογό του ο λοχαγός, υπέροχο το στρατιωτικό του παράστημα, μακριά χλαίνη, κόκκινες καλοβαμμένες μπότες με τα στραφτερά σπιρούνια στο τακούνι, εξοπλισμένος με όλα τα επιτελικά του σύνεργα, χάρτη, κυάλια, πυξίδα, ζωσμένος το πιστόλι στην εξάρτυσή του, βάδιζε αγέρωχος εμπρός για τη αποστολή του. Πίσω έξη μέτρα απόσταση ακολουθώ εγώ καβάλα στ’ άλογο με το σαμάρι, αρματωμένος με την εξάρτυση, με τις παλάσκες φυσιγγίων, το όπλο κρεμασμένο χιαστί στην πλάτη, καλοδεμένες γκέτες, με κρεμασμένα τα πόδια έμοιαζα σαν τον καλόγερο με τα μακαρόνια Μίσκο.
     Διασχίσαμε το χωριό, ενώ αξιωματικοί και οπλίτες περίεργοι μας κοίταζαν, διερωτώμενοι πού πηγαίνουμε. Βγήκαμε απ’ το χωριό βαδίζοντας προς ανατολάς, ο φθινοπωρινός ήλιος ήταν ολοστρόγγυλος και λαμπερός, ένα δροσερό αεράκι ερχόταν μέσ’ απ’ τις χαραμάδες και τα μονοπάτια που περνούσαμε. Γοητευμένος απ’ την ομορφιά της φύσης, βουβός ακολουθώ, παρακολουθώντας τις κινήσεις του λοχαγού μου, μια κοίταζε με τα κυάλια του εμπρός, δεξιά, αριστερά, μια τον κρεμασμένο χάρτη, μια την πυξίδα. Είχαμε βαδίσει δυο-τρεις ώρες, ο ήλιος έγερνε στη δύση του, ενώ το κρύο μέσα απ’ τις χαράδρες άρχισε να τσούζει και να μας περονιάζει.
     Προτού σκοτεινιάσει ακόμη καλά είχαμε φτάσει στον καταυλισμό του προκεχωρημένου λόχου, τρέξανε αμέσως μας υποδεχθήκαν. Οι δυο λοχαγοί πήγανε στο γραφείο δίνοντας πρώτα διαταγή την τακτοποίηση των ζώων, εγώ με τους συναδέλφους στο θάλαμο, ήταν ένα μακρουλό κτίριο, μπαίνοντας δεξιά ήτο το γραφείο και κοιτώνας του λοχαγού, αριστερά ο κοιτώνας των τριών αξιωματικών διμοιριτών, ο πελώριος θάλαμος των οπλιτών και στο βάθος της άλλης μεριάς το γραφείο επιλοχία και σιτιστού δεξιά, αριστερά δε η αποθήκη τροφίμων και πυρομαχικών του λόχου. Λίγα μέτρα μακριά του θαλάμου ήταν τα μαγειρεία του λόχου με μια κτισμένη βρύση με το δροσερό και πολύ ελαφρύ νερό που έβγαινε μέσα απ’ το βουνό, όλα αυτά ήταν τόσο καλά καμουφλαρισμένα, που δεν φαινόταν αν ήτο στρατιωτικός καταυλισμός.
     Στη μέση του θαλάμου ήταν μια μεγάλη σιδερένια ξυλόσομπα, ήταν αναμμένη, καθήσαμε γύρω της, τριγυρισμένος από συναδέλφους με ερωτούσαν ο καθένας αν έτυχε να γνωρίσω κανέναν από τους δικούς των, αδελφό, ξάδελφο, γαμπρό ή κουνιάδο που ήταν στο δικό μας τάγμα. Παιδιά, τους λέω, εσείς είστε όλοι σας κληρωτοί, δικαιολογημένα αγωνιάτε να μάθετε για τα προσφιλή σας πρόσωπα, κλείνουμε μόλις δέκα μέρες που παρουσιασθήκαμε, δυστυχώς δεν έτυχε να γνωρισθούμε ακόμη μεταξύ μας, επιπλέον δε μόλις συγκροτήθηκε το τάγμα μας στο Γρανίτη, ορίσαν έδρα του το χωριό Βώλακα, σε τρεις μέρες φύγαμε και βρισκόμαστε τώρα εκεί.
      Ο λόχος είχε φάει για βραδινό, βλέπω τον σιτιστή να μου φέρνει στην καραβάνα του πατάτες λαδερές, κουραμάνα και λίγες ελιές στο κάλυμμα της καραβάνας του, αρχίζω να τρώγω, η συζήτηση και τα πειράγματα μεταξύ των μεγαλώνουν.
     Με το συσσίτιο που μου ’φερε ο σιτιστής τα βόλια πέσανε επάνω μου, πετάχνεται μια ατσίδα και λέει στο σιτιστή, τι γίνεται κ. σιτιστά απροσωποληψίες έχουμε στο μουσαφίρη μας, εμείς σκέτες πατάτες, τον συνάδελφο βλέπουμε και ελίτσες, τι επειδή είναι έφεδρος; Τι να γίνει βρε παιδιά, λέει ο σιτιστής, κοντά στο βασιλικό ποτίζεται βλέπετε και η γλάστρα. Πήγα το φαγητό του λοχαγού του, ε! κοτζάμ λοχαγός είπα είναι ας τον βάλω και λίγες ελίτσες, βλέποντας το φαγητό του ο ερίφης με διατάζει, άκουσε παιδί μου σιτιστή, ό,τι συσσίτιο έφερες σε μένα το ίδιο ακριβώς θα δώσεις και στο στρατιώτη μου, βλέπετε το λοιπόν πως κοντά στο βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα; Διαταγή ανωτέρου και τα σκυλιά δεμένα που λέμε στο στρατό, έφαγα με πολλή όρεξη, με τη συζήτηση η ώρα είχε περάσει, σε λίγο χτύπησε σιωπητήριο.
     Παρόλα που με πονούσαν τα μπούτια μου απ’ το σαμάρι που κάθησα τρισήμισυ ώρες περίπου ο ύπνος δεν άργησε να με πάρει, κοιμήθηκα ήσυχα και ωραία. Το πρωί μετά το εγερτήριο πήραμε το πρωινό μας ρόφημα, ενώ δυο συνάδελφοι ασχολούνταν με τη ετοιμασία των αλόγων μας, έτοιμα τα άλογα ανεβαίνουμε, τους χαιρετούμε και ξεκινήσαμε. Αλκυονίες ημέρες μας έκανε ο Νοέμβρης εκείνος, λαμπερός λαμπερότατος πρόβαλε ο ήλιος, που με τις πρώτες του κιόλας αχτίνες σκόρπισε τα πρωινά σύννεφα της καταχνιάς μέσα στις χαράδρες. Θα είχαμε βαδίσει καμμιά ώρα, σε μια στροφή που κάναμε αριστερά νά και προβάλλει μακριά η μεγάλη γέφυρα του ποταμού Νέστου, διασχίσαμε το πεδινό έδαφος και κατευθυνόμεθα προς αυτήν, ο σκοπός με τα κυάλια του μας είδε από μακριά, αναφέρει στον αρχιφύλακα λοχία, ο οποίος είχε διατάξει τους άνδρες του να παραταχθούν.
     Διασχίζουμε τη πελώρια εκείνη γέφυρα με τα σιδερένια κιγκλιδώματα και τις στέρεες τσιμεντένιες βάσεις, φτάνουμε στο τέρμα της, ενώ παρατεταμένοι οι άνδρες του φυλακίου μας χαιρετούν, ανταποδώσαμε τον χαιρετισμό, αντήλλαξε ο λοχαγός λίγες λέξεις με τον λοχία και συνεχίζουμε το δρόμο μας.
     Ανεβαίνουμε σύρριζα του ποταμού, είχαμε βαδίσει περί τα οκτακόσια μέτρα από τη γέφυρα, βλέπω τον λοχαγό σταματά, στο σημείο αυτό ο ποταμός είχε ένα πλάτος μεγαλύτερο του φυσικού του, η δεξιά του παρυφή ήτο χαμηλή, με την ορμητικότητά του ο ποταμός ξεχείλιζε στο σημείο αυτό και πλάταινε. Κατέβα, με διατάζει, και ρίξε δυο-τρεις πέτρες μεγάλες σαν τη γροθιά σου, παρακολουθεί το γκλουν που κάνουνε οι πέτρες στο νερό, ωραία! ανέβα στο άλογό σου και συνεχίζει να μου λέει, θα διασχίσουμε τον ποταμό και θα περάσουμε αντίκρυ, ελπίζω πως το βάθος του ποταμού στο σημείο αυτό δεν θα υπερβεί τις κοιλιές των ζώων, κρατήσου καλά και ψύχραιμα ακολούθαμε.
     Μπρος ο λοχαγός πίσω εγώ, η αναγνώριση του βάθους ήταν σωστή, περάσαμε χωρίς να βραχθούμε σύρριζα στον ποταμό, κατέβα, μου διατάζει, κάνε μια μικρή θεμωνιά από πέτρες μεγάλες όσο βρεις, εκτελώ την εντολή του, ενώ παρακολουθεί αυτός τον χάρτη του, κάποια στιγμή βλέποντας τη θεμωνιά που έκανα μου λέει, φτάνει αρκετές είναι.
     Συνεχίζουμε τον ανήφορο, μετά από άλλα οκτακόσια με χίλια μέτρα διαδρομή σταματά, ερευνά, βλέπει το χάρτη του, σημειώνει μια κουκίδα. Ο ποταμός εδώ δεν είχε πλάτωμα όπως πριν, κατεβαίνω ρίχνω πέτρες, το γκλουν δεν ακούγεται, ήταν βαθύτερος, ανέβα στ’ άλογο, με διατάζει, ο ποταμός εδώ είναι βαθύτερος, μου λέει, μη τα χάσεις και φοβηθείς, τα ζώα προχωρούν κολυμπώντας, φρόντισε να μη βραχεί ο οπλισμός σου, γύρνα τον αορτήρα στο πλευρό σου για να κρεμαστεί το όπλο σου πάνω στο στήθος σου, σταθερά κράτα το άλογό σου μην το κατευθύνεις, εκείνο κολυμπώντας θα βγει αντίπερα, ακολούθαμε, πραγματικά ο ποταμός στο σημείο εκείνο ήτο βαθύτερος, σκεπάστηκαν τα άλογα ολότελα, τέντωναν το κεφάλι τους ψηλά για να μην πνιγούν.
     Βραχήκαμε πάνω απ’ τη μέση μας, οι μπότες του λοχαγού γιόμισαν νερά, μόλις περάσαμε αντίπερα κατεβήκαμε απ’ τα άλογα, έβγαλε ο λοχαγός τις μπότες του τις άδειασε τα νερά και τις ξανάβαλε, στραγγιστήκαμε, τιναχτήκαμε όσο μπορούσαμε και βρεγμένοι ξανανεβαίνουμε στ’ άλογα ακολουθώντας τώρα το δρόμο της επιστροφής, από όπου ήλθαμε.
     Κόντευε μεσημέρι, η ώρα είχε περάσει χωρίς να το καταλάβουμε, ξαναπερνάμε τη γέφυρα, μας βλέπουν μούσκεμα οι στρατιώται, προχωρούμε αρκετά και μπαίνουμε στον καλά καμουφλαρισμένο καταυλισμό του λόχου, που ξεκινήσαμε το πρωί. Ακούεται η σάλπιγγα να σημάνει συσσίτιο, φαντάρε πού πας, πάρ’ την καραβάνα σου και έλα να φας.
     Φτάνοντας στο λόχο τρέχουν οι στρατιώται, μας βλέπουν σε τι χάλια είμαστε, παίρνουν τ’ άλογά μας, ο μεν λοχαγός κατευθύνεται στο γραφείο του συναδέλφου του, εγώ δε στο θάλαμο των οπλιτών. Ο λόχος συντάσσεται για συσσίτιο, εγώ αποθέτω τον οπλισμό μου, βγάζω τις αρβύλες μου και λύνω τις βρεγμένες μου γκέτες, χωρίς να τις τυλίγω τις κρέμασα για να στεγνώσουν, ο θαλαμοφύλακας βλέποντας τα χάλια μου μού δίνει μια μπλε μεγάλη παντελονάρα αγγαρείας, βγάλε την περισκελίδα και το σώβρακό σου για να στεγνώσουν και φόρεσε αυτό. Βγάζοντας τα βρεγμένα όλα ανακουφίστηκα, οι συνάδελφοι έξω τρώγανε την ηρωική ελληνική μας φασουλάδα, φέρνουν το φαγητό του θαλαμοφύλακα, λίγο αργότερα και το δικό μου με συμπλήρωμα ελιές, η καραβάνα είχε ένα δάχτυλο λάδι, προτείνω τον θαλαμοφύλακα να του βάλω λίγα φασόλια και λάδι, όχι ευχαριστώ συνάδελφε, ξέρεις δεν είμαι φίλος της φασουλάδας, μου λέει. Περίεργο, απαντώ, η φασουλάδα που είναι το πρώτο φαγητό του στρατού μας.


(από το βιβλίο: Βασίλης Ιωακειμίδης, Είκοσι χιλιάδες μέρες, Εξάντας 1983)