Κεφάλαιο έκτο
Ιωακειμίδης Βασίλης
Εκτύπωση
Η αναχώρησή του ήτο αποθεωτική, ο λόχος και οι άνδρες των άλλων λόχων τον χαιρετούν με ενθουσιασμό, διότι όλοι τον ξεχώρισαν πως ήτο ένας άριστος αξιωματικός.
     Είχανε περάσει τρεις μέρες απ’ την αναχώρησή του, όταν ένα πρωί με φωνάζουν στο τάγμα, πηγαίνω, σου ζητά ο στρατολόγος του συντάγματος, μου λέει ο Λύσσανδρος, ορίστε πάρε το ακουστικό, η γραμμή είναι ενωμένη, εμπρός, φωνάζω, εσύ είσαι ο Ιωακειμίδης Βασίλειος, ακούω μια φωνή, μάλιστα, απαντώ, άκου παιδί μου εδώ ο στρατολόγος του συντάγματος, λοχαγός Χρήστου, διατάξτε, απαντώ. Ήλθε και η δική σου πρόταση στο σύνταγμα απ’ τον λοχαγό σου, που σε προτείνει για υποψήφιο στη σχολή εφέδρων αξιωματικών Καβάλας, έχει παραλείψει να αναγράψει όλα τα στοιχεία σου, όνομα πατρός, μητρός, τόπος καταγωγής, του απαντώ ότι δεν επιθυμώ να γίνω αξιωματικός, τι; απαντά, αυτό δεν είναι ούτε δική μου μα ούτε δική σου δουλειά, ο λοχαγός σου σε έχει βαθμολογήσει με τον βαθμό δεκαεννέα, που κανείς άλλος δεν υποδείχθη με τέτοιον βαθμό, επιπλέον δε εγκρίνει τη εισαγωγή σου και ο ταγματάρχης σου, δος μου συνεπώς τα στοιχεία σου για να ’ναι συμπληρωμένη η πρόταση, του δίνω ό,τι με ζήτησε.
     Σε δυο-τρεις μέρες καταφθάνει ένα φορτηγό αυτοκίνητο, που μάζευε απ’ τους λόχους τους υποδειχθέντας υποψηφίους μαθητάς, μας πήρε και μας κατέβασε όλους στο προαύλιο της έβδομης μεραρχίας στην Δράμα.
     Ένας συνταγματάρχης, ένας ταγματάρχης και ένας λοχαγός μας περίμεναν, ήταν η επιτροπή που ταξινομούσε απ’ την κατάσταση των ονομάτων τον καθένα με την ειδικότητα του όπλου που ανήκε, πεζικού, πυροβολικού, πεδινού, μηχανικού, και αντιαεροπορικού πυροβολικού, ο καθένας που άκουε το όνομά του φώναζε παρών, ο δε λοχαγός τον τοποθετούσε στη σειρά του όπλου που ανήκε. Η διαλογή άργησε πολύ, πήγε η ώρα τρεις το απόγευμα χωρίς να φάμε και χωρίς διακοπή.
     Είχαν ακουσθεί όλα τα παρών πλην του δικού μου, έρχεται ο ταγματάρχης εκεί που έμεινα ο μόνος, μου ρωτά, εσύ είσαι ο Βασίλειος Ιωακειμίδης, μάλιστα απαντώ, οι θέσεις του όπλου σου συμπληρώθηκαν γι’ αυτό θα επιστρέψεις στο λόχο σου, μάλιστα, απαντώ, η πρόβλεψή μου και η προειδοποίηση στο λοχαγό μου επαληθεύθη.
     Μας μοιράζουν ξηρά τροφή, τρώμε και σε μια ώρα αξιωματικοί και μαθητές ανεβαίνουν στα αυτοκίνητα και φεύγουν για την Καβάλα. Το βράδι έμεινα σπίτι μας με την αδελφή μου Μάρθα, ήταν η πρώτη φορά που ανταμωθήκαμε μετά την επιστράτευση, λούσθηκα, άλλαξα ασπρόρουχα, της διηγήθηκα πώς πέρασα όλον αυτό τον καιρό καταλήγοντας στην περίσταση της αφίξεώς μου στη Δράμα, ενώ η αδελφή μου στο διάστημα αυτό ετοίμαζε το φαγητό.
     Επάνω στο τραπέζι, αφού τελείωσαν όλα τα δικά μου, μου λέει, Βασιλάκη τι είδαν τα μάτια μου και τι πιάσαν τα χέρια μου, δεν λέγεται λίρα με την ουρά που λεν. Ξέρεις, συνεχίζει, τη σκάλα με τα τέσσερα σκαλοπάτια του κυρ-Τάκη, εκεί Βασιλάκη μου είχε θαμμένο θησαυρό, κάτω απ’ την πλάκα του μαρμάρου ένα πιθάρι γιομάτο λίρες, όταν επρόκειτο να τις βγάλουν με φώναξαν και μένα να παρακολουθώ γύρω, έσκαψε μόνος του ο ερίφης, βγάζει την πλάκα και βλέπω να αγκαλιάζει με προσοχή ένα πιθάρι, το βάζει στο δωμάτιο, κατεβαίνει, τοποθετεί την πλάκα στη θέση της, την καλύπτει γύρω-γύρω με τσιμέντο, πλένει τα χέρια του στην αυλή και γυρίζει στο δωμάτιο. Μπαίνουμε και εμείς στο δωμάτιο, αποτεινόμενος σε μένα μου λέει, Μάρθα παιδί μου εσύ είσαι δικό μας κορίτσι και φιλενάδα της κόρης μου Τούλας, τρώτε και κοιμάστε μαζί, σε έχω επομένως πλήρη εμπιστοσύνη και γι’ αυτό σε φώναξα να μας βοηθήσεις κρατώντας πλήρη εχεμύθεια σε ό,τι είδες και ό,τι θα κάνετε, πιάστε από σκάφη και ελάτε μαζί με την Τούλα, φέρνουμε μια τενεκεδένια σκάφη μικρή και μια στρόγγυλη φαρδειά μπακιρένια σκάφη, λεκάνη, τις ρίχνει που λες Βασιλάκη ο ερίφης μισές στη λεκάνη, μισές στη σκάφη, βάζουμε νερό και αρχίζουμε μπροστά σ’ αυτόν και τη γυναίκα του να τις πλένουμε έχοντας προηγουμένως μανταλώσει την εξώπορτα καλά για να μην έρθει κανένας ξαφνικά.
     Τις πλέναμε δυο-τρία νερά, τις στραγγίσαμε και αρχίσαμε μια μια να τις σκουπίζουμε με πετσέτες μαλακές, τοποθετώντας επάνω στο τραπέζι. Τις ξεχώριζε που λες Βασιλάκη ο ερίφης, ελβετικές, γαλλικές, τούρκικες, αγγλικές. Τις έφκιαχνε μασουράκια ανά πενήντα κομμάτια τυλίγοντας σε χαρτάκια, πόσα μασουράκια έγιναν δεν ξέρω, γιόμισε το τραπέζι όλο μασουράκια, την πειράζω, δεν σου έδωσε για τον κόπο σου και την εχεμύθεια κανένα δυο κομμάτια; Μπα! αυτός, τι λες Βασιλάκη, ξέρεις καλά τι τοκογλύφος είναι, τι σπίτια έχει κλείσει με την τοκογλυφία του. Με τη συζήτηση ώρα πέρασε και με το μπάνιο που έκανα και ξαλάφρωσα ο ύπνος μού ’ρθε μονοκόμματος.
     Το πρωί ξυπνώ κεφάτος, καθαρός, αποχαιρετώ την αδελφή μου, πηγαίνω στο φρουραρχείο για να μου βρει τρόπο να επιστρέψω στη μονάδα μου με ένα φορτηγό απ’ τα επιταγμένα αυτοκίνητα, που πήγαινε ζωοτροφές στον Βώλακα, ανεβαίνω και φτάνω στο χωριό.
     Στο λόχο μου βρίσκω καινούργιο λοχαγό, έναν γιομάτον, μαυριδερό, παχουλό μόνιμον ανθυπολοχαγόν, μαύρα μάτια και φρύδια, παχύ μαύρο μουστάκι, πλατειές φαρδειές πλάτες, νεαρός όλο ζωντάνια, παρουσιάσθηκα, του ανέφερα τα συμβάντα, ντόμπρος και μποέμης καθώς φαινόταν με λέει, με γεια τους με χαρά τους αν δεν σε πήρανε στη σχολή, εδώ θα περάσουμε όλοι μας καλά. Πήγαινε στη θέση σου, στην υπηρεσία που ήσουν, είχε μάθει πως ήμουν βοηθός σιτιστού.
     Το βράδι καλεί στο δωμάτιό του τους ανθυπολοχαγούς επιλοχία και σιτιστή να κάνουνε παρέα, νύχτες μεγάλες, σκοτείνιαζε ενωρίς, πού ’ναι, ρωτά στον σιτιστή, ο βοηθός σου; Δεν ήλθε κ. λοχαγέ, απαντά, πήγαινε να τον φέρεις, πηγαίνω συνεσταλμένος, τους χαιρετώ. Δεν μου λες Ιωακειμίδη ιδιαιτέρα πρόσκληση ήθελες, μου λέει, όχι, απαντώ, αλλά… νά όλοι σας είστε βαθμοφόροι, τι ζητώ εγώ ο απλός στρατιώτης. Άκου, με λέει με οικειότητα, εν ώρα υπηρεσίας θα τηρούμε όλοι μας πιστά τα καθήκοντα απέναντι των ανωτέρων μας, εν ώρα όμως ψυχαγωγίας και καλαμπουριού είμαστε όλοι το ίδιο. Εντάξει; Εντάξει, απαντώ, είχε αγοράσει μια κάσα μπύρες, μας κάλεσε όλους να τις πιούμε και να γνωρισθούμε.
     Παρόλο το κέφι και την οικειότητα που ήθελε να δείξει δεν τα κατάφερε, είχε μέσα του μια έννοια που τον έτρωγε, εκδηλωνόταν δε πότε-πότε ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του και αναστέναζε, ο Ιάκωβος και εγώ που καθόμασταν κοντά το αντιληφθήκαμε.
     Μας εξιστόρησε εν συντομία τη ζωή του, στην καταγωγή του ήτο ελληνορώσος, αξιωματικός του ρωσικού τσαρικού στρατού ο πατέρας του. Στη σχολή Ευελπίδων που μπήκε, απ’ τον πρώτο μέχρι τον τέταρτο χρόνο που βγήκε ανθυπολοχαγός, ήτο στη διάρκεια των τεσσάρων χρόνων ο πρωταθλητής πάλης της σχολής, Γεωργιάδης Γεώργιος ονομάζετο, είχε εννιά μήνες που παντρεύτηκε, υπηρετούσε στην Αθήνα, τον αποσπάσαν κατευθεία στο λόχο μας για να αντικαταστήσει κάποιο λοχαγό Χαραλάμπους Ηλία.
     Ήλθα στη Δράμα για πρώτη φορά, ευτυχώς φάνηκα τυχερός, σε μια μέρα μέσα βρήκα ένα δωμάτιο και τακτοποίησα τη γυναίκα μου, η οποία είναι σε ενδιαφέρουσα κατάσταση, μπήκε στο μήνα της.
     Με την αφήγησή του είχαμε αδειάσει τη μισή κάσα, ρωτά τον καθένα μας τι δουλειά κάνουμε και πόσοι ήταν παντρεμένοι, η συζήτηση συνεχίστηκε αδειάζοντας και το τελευταίο μπουκάλι, τον ευχαριστούμε και τον καληνυχτίζουμε.
     Την άλλη μέρα το πρωί, αφού έστειλε τον λόχο με τους ανθυπολοχαγούς για ασκήσεις, γυρνά στο γραφείο του και καλεί τον επιλοχία, ο επιλοχίας ήταν στην ηλικία μεγαλύτερος απ’ όλους μας. Του εξιστορεί την αγωνία του, σε ένα δωμάτιο άφησα τη γυναίκα μου Γιάννη, του λέει, είναι δε στο μήνα της, κανένα δεν γνωρίζω ούτε μπορώ να πάρω άδεια, τώρα μόλις ήλθα, εδώ στην πρώτη γραμμή που βρισκόμαστε, σαν πατέρας με τέσσερα παιδιά που έχεις, θέλω να με βοηθήσεις.
     Θα σου δώσω μια άδεια τριήμερη, θα πας στη Δράμα να παρασταθείς στη γυναίκα μου, χρήματα θα σου δώσω, θα τρώτε μαζί, θα ξοδεύεις χωρίς τσιγκουνιές, ό,τι καλύτερο βρίσκεις θα το αγοράζεις, θα την κρατάς συντροφιά μέχρι αργά και μετά θα φεύγεις στο ξενοδοχείο να κοιμάσαι, τελειώνοντας η τριήμερη θα σου στείλω άλλη, αυτό θα συνεχιστεί ώσπου να ελευθερωθεί. Εντάξει Γιάννη; του κάνει. Στο να γίνει επιλοχίας ο Γιάννης εγώ συνετέλεσα, μάλλον σιγκοτάρισα, νά πώς στις αρχές συγκροτήθηκε ο λόχος, βλέποντας ο Γιάννης Παρχαρίδης τη στενή επαφή που είχα με τον λοχαγό με έπιασε ιδιαιτέρως και με είπε, Βασιλάκη με τον λοχαγό γνωρίζεστε όπως βλέπω, δεν του λες σε παρακαλώ εμένα να αναθέσει επιλοχία, είμαι ο μεγαλύτερος στις κλάσεις απ’ όλους τους λοχίους, θα με γνωρίσεις τι άνθρωπος είμαι, θα περάσουμε καλά. Γιάννη του απαντώ, είμαι τύπος ντόμπρος, υποσχέσεις δεν δίνω, συνεργασία με τον λοχαγό έχω αλλά να τον υποδείξω εγώ ποιον να βάλει επιλοχία πάει πολύ. Εγώ ένας απλός στρατιώτης, είναι ακατανόητον, δείχνει αυθάδεια και κατάχρηση εκτιμήσεως έναντι του βαθμού του.
     Σου υπόσχομαι όμως όχι σαν βουλευτής αλλά σαν τίμιος άνθρωπος, αν μου δοθεί ευκαιρία και ερωτηθώ κάτι θα κάνω. Έτσι ακριβώς και έγινε, μόλις φθάσαμε στον Βώλακα και εγκατασταθήκαμε με καλεί στο γραφείο του, μπαίνοντας μου ρωτά, ποιον απ’ τους λοχίους τώρα να αναθέσω επιλοχία; Ίσως να με δοκίμαζε μήπως έχω κανέναν φίλο. Όποιον διατάξετε εσείς, απαντώ, δυστυχώς όλοι τους είναι του δημοτικού, θα τον βοηθήσουμε εμείς στη γραφική δουλειά κ. λοχαγέ, ποιον απ’ όλους λες, όλοι το ίδιο είναι, απαντώ, ας προτιμηθεί ο αρχαιότερος, πολύ σωστά, απαντά, για δες στο μητρώο ποιος φέρεται αρχαιότερος, ψάχνω, Παρχαρίδης Ιωάννης, φωνάζω, κλάσεως 1928, πήγαινε φώναξέ τον.
     Αυτά συνέβησαν και έγινε ο Γιάννης επιλοχίας.
     Στην ιερή, κρίσιμη συμπαράσταση και αποστολή, που τον ζητούσε τώρα ο καινούργιος λοχαγός, ο Γιάννης έμεινε άναυδος, κοκκίνησε, ξεροκατάπιε και απαντά με φόβο και δισταγμό. Εγώ κ. λοχαγέ είμαι χωρικός απ’ την Προσωτσάνη, κανέναν γιατρό δεν γνωρίζω, η γυναίκα σας είναι Αθηναία, τι συντροφιά θα την κρατήσω, τι να συζητήσω μαζί της, η παρουσία μου ίσως-ίσως την πλήξει πιο πολύ, κούνησε το κεφάλι του ο λοχαγός λέγοντας με πίκρα, έχεις δίκιο Γιάννη, αυτό δεν το σκέφτηκα, αλλά τώρα τι γίνεται; Έτσι όπως τα θέλετε τα πράγματα, απαντά ο επιλοχίας, ένας μόνον θα τα καταφέρει καλά, κατά τη γνώμη μου, κυρ λοχαγέ, είναι όμως ελεύθερος, δεν είναι παντρεμένος, είναι όμως εξαιρετικός κύριος, δραμινός, και γνωρίζει τα πάντα, αυτός νομίζω θα σου τελειώσει τη δύσκολη αυτή υπόθεση, ποιος είναι ρωτά με αγωνία ο λοχαγός, ο βοηθός του σιτιστή, ο Βασιλάκης Ιωακειμίδης, πήγαινε πες του νά ’ρθει αμέσως.
     Πηγαίνω τον χαιρετώ, διατάξτε του λέω, κάτσε μου κάνει. Με επανέλαβε όσα είπε στον Γιάννη, τον άκουσα με προσοχή γιατί η αγωνία του δεν περιγράφονταν, του απαντώ ότι ελπίζω να τα καταφέρω τόσο από γιατρό όσο και από φροντίδα και συντροφιά, προσθέτοντας ότι τα βράδια θα μένω στο σπίτι μου. Μου είπε τη διεύθυνση που μένει η γυναίκα του, κατάλαβα, του λέω, μένει στην κ. Καλλιόπη, την οποία γνωρίζω και με γνωρίζει, μένοντας σπίτι μου δεν θα δίνω στόχο στο φρουραρχείο. Πετάχτηκε από χαρά, με φίλησε λέγοντας με συγκίνηση, σου εμπιστεύομαι Βασιλάκη τη γυναίκα μου στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής της, φρόντισε σε παρακαλώ να την παρασταθείς σαν να ’μαι εγώ ο ίδιος, θα σου είμεθα ευγνώμονοι και εγώ και αυτή σε όλη μας τη ζωή, είναι ξένη, μικρή και πολύ παραπονιάρα.
     Θα φροντίσω όσο μπορώ καλύτερα και ο Θεός βοηθός, απαντώ. Σ’ ευχαριστώ, μου κάνει, πάρε αυτά τα δέκα χιλιάρικα, διαχειρίσου τα σε ό,τι ανάγκες χρειασθούν, έχει και η γυναίκα μου χρήματα, σκόρπα απεριόριστα, αρκεί να ελευθερωθεί με το καλό, ετοιμάζει την άδεια και ένα γράμμα στη γυναίκα του, φεύγω για τη Δράμα με το αυτοκίνητο του εφοδιασμού τροφίμων. Φτάνω στη Δράμα, κατευθύνομαι στο σπίτι της κ. Καλλιόπης, καλώς τον Βασιλάκη, μου κάνει, την χαιρέτησα, της εξήγησα την αποστολή μου συμπληρώνοντας, πρέπει κ. Καλλιόπη να τους βοηθήσουμε, γιατί πρόκειται περί εξαιρετικού ανθρώπου που η αγωνία του δεν περιγράφεται, με συνοδεύει η κ. Καλλιόπη, μπαίνω, την χαιρετώ στρατιωτικά και εν συνεχεία διά χειραψίας λέγοντας, η κ. Νίτσα Γεωργιάδου; Ναι, απαντά καθισμένη σε μια σεζλόν, κάνει να σηκωθεί, μη σηκώνεστε, της λέω, είμαι απεσταλμένος από τον σύζυγό σας τον οποίο έχω λοχαγό, είμαι δραμινός και γνωστός της κ. Καλλιόπης, ορίστε το γράμμα του συζύγου σας, το διαβάζει, γυρνά και με προσέχει, θα σας συντροφεύσω, συνεχίζω, και θα φροντίσω στις δύσκολες αυτές συνθήκες που βρίσκεσθε, ο σύζυγός σας δυστυχώς δεν μπορεί νά ’ρθει, η αγωνία του δεν περιγράφεται, τι να κάνουμε όμως, αυτές είναι οι συνθήκες του πολέμου, θα ενδιαφερθώ υπεράνθρωπα, αποβάλλετε συνεπώς κάθε αμφιβολία, εάν έχετε για τη συμπαράστασή μου.
     Τα λόγια την δώσαν εμπιστοσύνη, με συγκίνηση μου προτείνει το χέρι της, δακρύζοντας σφίγγει τοι δικό μου, απαντώντας. Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ χίλιες φορές, από όσα μου είπατε πείσθηκα ότι έχω μπροστά μου έναν ανώτερο άνθρωπο, με τη βοήθεια του Θεού ελπίζω να έχουμε αίσιον τέλος. Τώρα θα σας αφήσω για λίγο, καμμιά ωρίτσα, θα πεταχτώ μέχρι το σπίτι μου να πω ότι θα μείνω μερικές μέρες και έρχομαι, εντάξει σας περιμένω, απαντά. Δεν άργησα, γύρισα γληγορότερα, την ρωτώ τι ελλείψεις έχει, τα σημειώνω σε ένα χαρτί, κατεβαίνω, τα αγοράζω και τα φέρνω, το σκοτάδι είχε πέσει για καλά.
     Καθισμένοι στο τραπέζι η κ. Καλλιόπη και εγώ λέγαμε για το παρελθόν της Δράμας, ενώ η κ. Νίτσα με κόπο μας ετοίμασε ένα πρόχειρο γεύμα, τηγανητά αυγά, κασέρι τυρί, ανοίγοντας και ένα μπουκάλι μπύρα, κάθησε και αυτή στο τραπέζι, μας διηγήθηκε τρώγοντας τη γνωριμία και το γάμο της με τον άντρα της, η ώρα εν τω μεταξύ πήγε έντεκα, τις χαιρετώ και φεύγω λέγοντας, αύριο θά ’ρθω πρωί.
     Μέχρι τις δύο τα λέγαμε με την αδελφή μου, το πρωί σηκώνομαι αγουροξυπνημένος, φεύγω κατευθεία για το σπίτι της, ήταν ξαπλωμένη ακόμη, πώς πάτε, ρωτώ, χρειάζεσθε τίποτα, μου διέφυγε να σας φέρω κανένα ρομάντζο για να διαβάζετε, καλό θα ’ναι, μου απαντά, να φροντίσεις για γιατρό, πρώτα νά ’ρθει να με δει και μετά βλέπουμε, εντάξει, λέω, φεύγω, θα επιστρέψω σύντομα.
     Οι νέοι γυναικολόγοι έχουν όλοι επιστρατευτεί, πηγαίνω σε ηλικιωμένον, τον κ. Ιωαννίδη, που τον είχα κάνει τα έπιπλά του. Καλώς τον Ιωακειμίδη, τι γίνεται, πού βρίσκεσαι κ.τ.λ. Του λέω τον σκοπό της επισκέψεώς μου, του περιγράφω την οδυνηρή κατάσταση του λοχαγού μου, που δεν μπορεί να παρασταθεί τέτοιες στιγμές κοντά στη γυναίκα του και έστειλε μένα σαν δραμινός που είμαι να τον εξυπηρετήσω γνωρίζοντας γιατρούς και κάθε τι. Πάμε να την εξετάσω, παίρνω μια κούρσα, φθάνουμε σπίτι, η κ. Καλλιόπη ήτο στο δωμάτιό της, μπαίνει ο γιατρός, κάθομαι έξω στο σαλόνι.
     Σε λίγο βγαίνει ο γιατρός και μου λέει, φέρε γρήγορα μια κούρσα, έρχομαι με την κούρσα, κατεβάζουμε με προσοχή την κ. Νίτσα κρατώντας απ’ τις αμασχάλες δεξιά εγώ, αριστερά η κ. Καλλιόπη, μπαίνουμε στην κούρσα όλοι και κατευθείαν για το μαιευτήριό του. Την βάζει κατευθείαν στο μαιευτήριο λέγοντας να ξαπλώσει βοηθούμενη από την κ. Καλλιόπη, ενώ ο γιατρός πήγε στο γραφείο του και έβαλε την άσπρη μπλούζα του, εγώ περίμενα στο σαλόνι διαβάζοντας την πρωινή τοπική εφημερίδα Θάρρος.
     Μπαίνει ο γιατρός με τη νοσοκόμα του, βγαίνει η κ. Καλλιόπη και μου λέει, για να την φέρει κατευθείαν εδώ ο γιατρός μετά την εξέταση στο σπίτι, φαίνεται ήλθε η ώρα της, φυσικά μου έλεγε πως οι μέρες της κοντέψαν, λέγοντας αυτά η κ. Καλλιόπη ακούονται από μέσα γοερές φωνές πόνου, πρωτάρα είναι θα δυσκολευτεί πολύ, ψιθυρίζει η κ. Καλλιόπη, ο Θεός ας την βοηθήσει, οι φωνές τώρα ακούονται αγριότερες συνοδευόμενες με βογγητά, θυμήθηκα το στίχο του Βάρναλη, «του νου το σκοτάδι της γέννας οι πόνοι». Τον ειρμό της ποιητικής απαγγελίας μου διέκοψε το κλάμα του νεογέννητου ουά-ουά, ελευθερώθηκε λέει με συγκίνηση η κ. Καλλιόπη, ανακουφίστηκα και εγώ, σε λίγο βγαίνει ο γιατρός χαμογελαστός λέγοντας, απόκτησε ένα γιο που ’ναι αληθινό αγγελούδι, μόλις τελειώσει η νοσοκόμα μπορείτε να μπείτε να δείτε τον μπέμπη.
     Μπαίνοντας στο γραφείο του λέει, θα μείνει αναγκαστικά καναδυό μέρες εδώ, αν και μ’ αυτούς τους συχνούς συναγερμούς αποφεύγουμε να έχουμε λεχώνες στην κλινική μας, μπαίνει στο γραφείο του, κλείνει την πόρτα, απ’ την άλλη πόρτα του μαιευτηρίου βγαίνει χαμογελαστή και πρόσχαρη η νοσοκόμα. Μπορείτε να περάσετε, μας λέει.
     Ζωγραφισμένη η κούραση, η αγωνία, ο πόνος είναι στο πρόσωπο της κ. Νίτσας, βλέποντάς μας ξεθαρεύτηκε σιγά-σιγά, ανάσανε βαθιά διώχνοντας τη ζωγραφισμένη αγωνία και κούραση, βλέποντας τα πρόσωπα που την παραστάθηκαν στη δύσκολη αυτή στιγμή. Να σας ζήσει, της λέω, σ’ ευχαριστώ, απαντά δακρυσμένη από χαρά, βλέπω το μπέμπη, κοιμόταν ήσυχο, έτοιμο για τον καινούργιο δρόμο της ζωής που ήλθε. Ίδιος ο Γιώργος, της λέω, ναι, απαντά κουνώντας το κεφάλι, όπως βλέπω την ανάπτυξή του μάλλον παλαιστής θα γίνει ο λεβέντης σαν τον μπαμπά του, χαμογέλασε με ικανοποίηση.
     Όπως μας είπε ο γιατρός έξω, αναγκαστικά θα μείνετε καναδυό μέρες, ελπίζω τώρα να ησυχάσατε, τρέχω να τηλεφωνήσω τον Γιώργο, θα επιστρέψω αμέσως, εντάξει; Ναι, απαντά, βγαίνοντας της κάνω, λέω να δώσω ένα πεντακοσιάρικο μπουρμπουάρ στη νοσοκόμα για να σε περιποιείται με ενδιαφέρον, τι λέτε. Με ρωτάς καημένε Βασίλη, ο Θεός σε έστειλε κοντά μου; Φεύγω, βγαίνοντας στο σαλόνι η νοσοκόμα ξεφύλλιζε το ρομάντζο, την φωνάζω μέσα στο δωμάτιο και της δίνω παρουσία της κ. Νίτσας το πεντακοσιάρι.
     Τα μάτια της άστραψαν βλέποντας το πεντακοσιάρι, είναι, της λέω, μπουρμπουάρ απ’ τον λοχαγό μου και την κ. Νίτσα, σας ευχαριστώ πολύ, λέει στην κ. Νίτσα. Αφήνω την κ. Καλλιόπη κοντά της, βγαίνω με τη νοσοκόμα στο σαλόνι, σας παρακαλώ, της λέω, εκ μέρους του λοχαγού μου περιποιηθείτε την κυρία με ενδιαφέρον και στοργή, είναι ξένη σε ξένο τόπο, πριν πέντε μέρες ήλθαν από την Αθήνα, ευχαρίστως απαντά, να μένετε ήσυχοι. Πηγαίνω στο φρουραρχείο, εξηγώ στον τηλεφωνητή την υπόθεση, εντάξει συνάδελφε μια στιγμή να πάρω το τάγμα σου, μου λέει. Πήρε γραμμή, στο τάγμα βρέθηκε ο γραφεύς φίλος μου Λύσσανδρος Βουλτσιάδης. Λύσσανδρε, του λέω, είμαι ο Βασιλάκης, σου τηλεφωνώ από τη Δράμα, πώς την κοπάνησες και βρέθηκες πάλι στη Δράμα; Άκου Λύσσανδρε, θα σου εξηγήσω όταν ανεβώ επάνω, τώρα μην κλείνεις το τηλέφωνο, βγες στο μπαλκόνι και φώναξε στο γραφείο μας νά ’ρθει στο τηλέφωνο ο λοχαγός μου, εντάξει, απαντά, περίμενε στο ακουστικό σου, ακούω το κάλεσμα που κάνει ο Λύσσανδρος, σε λίγο καταφθάνει λαχανιασμένος ο λοχαγός.
     Λέγε Βασιλάκη τι συμβαίνει και μου πήρες τηλέφωνο, ρωτά με αγωνία, υπάρχει καλύτερο μα καλύτερο γεγονός από το να σου αναγγείλω ότι έγινες πατέρας; Η Νίτσα σου με τη βοήθεια της Παναγίας και του γιατρού σού χάρισε ένα ρωμαλέο αγγελούδι, που ασφαλώς και αυτός παλαιστής θα γίνει σαν και σένα. Τι, τι ελευθερώθηκε; λέει με μπερδεμένη γλώσσα, ναι, του απαντώ, με ένα γίγαντα γιο, θα μείνει καναδυό μέρες στην κλινική υποχρεωτικά, μην ανησυχείς διόλου, όλα ήλθαν βολικά και χαίρουν αμφότεροι άκρας υγείας. Το βράδι θα ανεβώ να σου πω λεπτομέρειες.
     Σ’ ευχαριστώ για όλα χρυσέ μου άνθρωπε, χαιρέτησε την Νίτσα και τον γιο μου, λέει με συγκίνηση, τώρα σε αφήνω, φεύγω ξανά για την κλινική, κλείνω το τηλέφωνο, πάω στην κλινική, εξιστορώ την Νίτσα τα της συνδιαλέξεως, φεύγω τώρα να πω στη αδελφή μου ότι φεύγω και από εκεί θα ανέβω στον Γιώργο να του εξηγήσω όλα τα σύμβαντα, διότι τον τρώει η αγωνία, εσείς δεν πρέπει να ανησυχείτε τώρα που έχετε δίπλα σας αυτό το αγγελούδι. Εντάξει Βασίλη, μου λέει, σε ευχαριστώ με βαθειά εκτίμηση, θαυμάζω την ανθρωπιά σου, θα σου είμαι δε πάντα ευγνώμων, την χαιρετώ διά χειραψίας και φεύγω, περνώ, χαιρετώ και την αδελφή μου.
     Στον Βώλακα έφτασα σούρουπο, πάω κατευθείαν στο γραφείο του λοχαγού, χτυπώ την πόρτα, μπαίνω και χαιρετώ. Να σας ζήσει ο γιος λοχαγέ μου, του λέω, όλα δε εξελίχθηκαν υπό αρίστας συνθήκας και χαίρουν άκρας υγείας ο γιος και η γυναίκα σας.
     Σηκώνεται δακρυσμένος με αγκαλιάζει, σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ με όλην την δύναμη της ψυχής μου, ενδιαφέρθηκες και έφερες σε πέρας όλην αυτή την υπόθεση καλύτερα και από αδελφός, μου ψιθύρισε, ενώ οι λυγμοί του δεν σταματούν. Κάθησε και άκουσε βουβός με αγωνία όλη την περιγραφή μου, που κατέληξα με αυτά τα λόγια.
     Η σπιτονοικοκυρά σας ήτο γνωστή μου, της πληροφόρησε καλά δίνοντας συστάσεις για την οικογένειά μου, έτσι απ’ την αρχή της γνωριμίας μας έσβησε κάθε αμφιβολία της και εξοικειώθη με εμπιστοσύνη μαζί μου. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου αυτήν την συμπαράστασή σου, μου λέει, σηκώνεται, κάλεσε τους ανθυπολοχαγούς, επιλοχία, σιτιστή στο γραφείο του. Τους αναγγέλλει το χαρμόσυνο γεγονός, δίνει χρήματα στο σιτιστή, τρέξε του λέει, πάρε κάσες μπύρες, ό,τι εκλεκτούς μεζέδες βρεις και φρούτα, ετοιμάστε τα παιδιά ό,τι φέρει ο σιτιστής, εγώ θα πεταχτώ μέχρι το γέρο να του αναγγείλω το χαρμόσυνο γεγονός, γέρο εννοούσε τον ταγματάρχη, έφυγε.
     Σε τρία τέταρτα ήλθε, είχαν ήδη τηγανηθεί αρκετά συκωτάκια, μπριζόλες, πατάτες, αυγά, κασέρια κ.λ.π., ήταν όλα σχεδόν έτοιμα.
     Έγινε ένα αρχαίο συμπόσιο, πίναμε και τρώγαμε σαν τον αρχαίο Σωκράτη με τα χέρια πασαλείβοντας τα μουστάκια μας από πάχητα, ενώ το πρόσωπο του λοχαγού λαμποκοπούσε από χαρά, πιο πολύ δε που του υποσχέθηκε ο γερο-ταγματάρχης ότι το πρωί θα του έδινε ημερήσια άδεια για να πάει να ιδεί το γιο και τη γυναίκα του.
     Αναρίθμητες ήταν οι ευχές όλων μας, το φαγοπότι βάσταξε ώς τη μία το πρωί, οπότε διαλύσαμε και πήγαμε όλοι για ύπνο.


(από το βιβλίο: Βασίλης Ιωακειμίδης, Είκοσι χιλιάδες μέρες, Εξάντας 1983)